Θεραπευτικές προσεγγίσεις στον καρκίνο του μαστού

Οι σημαντικότερες από αυτές είναι:

  • Χειρουργική θεραπεία
  • Χημειοθεραπεία, που έχει ως στόχο τη συρρίκνωση των καρκινικών κυττάρων
  • Ορμονική θεραπεία, που έχει ως στόχο να αποκόψει τον καρκίνο από τη δυνατότητα να λαμβάνει τις ορμόνες εκείνες που χρειάζεται και διευκολύνουν την ανάπτυξή του
  • Βιολογική θεραπεία, που έχει ως στόχο να ισχυροποιήσει το ανοσοποιητικό σύστημα, έτσι ώστε να το βοηθήσουν να αντιμετωπίσει τα καρκινικά κύτταρα
  • Ακτινοθεραπεία (Radiation therapy), όπου μέσα από τη χρήση ακτίνων υψηλής ενέργειας γίνεται προσπάθεια να καταστραφούν τα καρκινικά κύτταρα.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι η αντιμετώπιση του καρκίνου του μαστού, όπως συμβαίνει και με πολλά άλλα πολύπλοκα νοσήματα, απαιτούν τη συνεργασία περισσότερων της μίας ειδικότητας γιατρών. Στη συγκεκριμένη πάθηση η συνεργασία ανάμεσα σε ογκολόγους, χειρουργούς και ακτινοθεραπευτές είναι τις περισσότερες φορές επιβεβλημένη.

Όσον αφορά τη συστηματική αγωγή, και σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στα Διαγνωστικά/Θεραπευτικά Πρωτόκολλα του Απριλίου 2019, ο κλινικά μη μεταστατικός καρκίνος του μαστού μπορεί να διακριθεί σε εγχειρήσιμη (κλινικά στάδια Ι, ΙΙ και ορισμένοι ΙΙΙΑ όγκοι) και μη εγχειρήσιμη νόσο (κλινικά στάδια ΙΙΙΒ, ΙΙΙC και ορισμένοι ΙΙΙΑ όγκοι). Οι πλέον βασικές παράμετροι, που συνυπολογίζονται στο σχεδιασμό της συστηματικής αγωγής, είναι η έκφραση των ορμονικών υποδοχέων, η έκφραση του HER2, η μασχαλιαία λεμφαδενική νόσος (Ν) και το μέγεθος του όγκου (Τ). Γενικά, η χημειοθεραπεία θα πρέπει να χορηγείται εντός 12 εβδομάδων από το χειρουργείο.

Στις σελίδες που ακολουθούν θα αναφερθούμε στα φάρμακα που χορηγούνται στον καρκίνο του μαστού και θα επικεντρωθούμε τόσο σε αυτά που αναφέρονται στα Διαγνωστικά/Θεραπευτικά Πρωτόκολλα, όσο και στις νεότερες θεραπείες. Λεπτομέρειες σχετικά με τους όρους κάτω από τους οποίους χορηγείται η εκάστοτε θεραπευτική αγωγή που αναφέρεται στις σελίδες που ακολουθούν, μπορείτε να δείτε στα Διαγνωστικά/Θεραπευτικά Πρωτόκολλα του Απριλίου 2019.

Χημειοθεραπεία
Στις περισσότερες περιπτώσεις, η χημειοθεραπεία έχει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα όταν χρησιμοποιούνται περισσότερα από ένα φάρμακα ταυτόχρονα. Συχνά, χρησιμοποιούνται συνδυασμοί 2 ή 3 φαρμάκων.

Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι οι γιατροί που είναι εξειδικευμένοι στην αντιμετώπιση του καρκίνου του μαστού, χρησιμοποιούν πολλούς διαφορετικούς συνδυασμούς και δεν είναι σαφές ότι κάποιος συγκεκριμένος συνδυασμός φαρμάκων είναι ο καλύτερος για όλους τους ασθενείς.

Επικουρική και νεο-επικουρική χημειοθεραπεία
Στην κατηγορία αυτή συμπεριλαμβάνονται, σύμφωνα πάντα με την «American Cancer Society»:

  • Anthracyclines, όπως η Doxorubicin (Adriamycin) και Epirubicin (Ellence)
  • Taxanes, όπως το Paclitaxel (Taxol) και Docetaxel (Taxotere)
  • 5-Fluorouracil (5-FU) ή Capecitabine (Xeloda)
  • Cyclophosphamide (Cytoxan)
  • Carboplatin (Paraplatin).

Η επικουρική χημειοθεραπεία μπορεί να χορηγηθεί μετά τη χειρουργική επέμβαση, προκειμένου να εξοντωθούν τυχόν καρκινικά κύτταρα που ενδεχομένως έχουν «μείνει πίσω» ή έχουν εξαπλωθεί αλλά δεν μπορούν να φανούν ακόμη στις απεικονιστικές εξετάσεις.

Η νεο-επικουρική χημειοθεραπεία δύναται να χορηγηθεί στην προσπάθειά μας να συρρικνωθεί ο όγκος, έτσι ώστε να μπορεί να αφαιρεθεί με λιγότερο εκτεταμένη χειρουργική επέμβαση. Ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο η νεο-επικουρική χημειοθεραπεία χρησιμοποιείται συχνά προκειμένου να αφαιρεθούν χειρουργικά όγκοι που είναι πολύ μεγάλοι όταν διαγνωστούν για πρώτη φορά ή είναι φλεγμονώδεις καρκίνοι του μαστού ή είναι πολλοί λεμφαδένες που εμπλέκονται με καρκίνο.

Εάν μετά τη χορήγηση νεο-επικουρικής χημειοθεραπείας εξακολουθούν να υπάρχουν καρκινικά κύτταρα όταν υλοποιηθεί η χειρουργική επέμβαση (residual disease – υπολειμματική νόσος), μπορεί να προσφερθεί στον ασθενή περισσότερη χημειοθεραπεία (επικουρική χημειοθεραπεία), προκειμένου να μειωθούν οι πιθανότητες επανεμφάνισης του καρκίνου (υποτροπή).

Χημειοθεραπευτικά φάρμακα που χορηγούνται στον μεταστατικό καρκίνο του μαστού

  • Ταξάνες: Paclitaxel (Taxol), Docetaxel (Taxotere), καθώς και Albumin-bound Paclitaxel (Abraxane)
  • Ixabepilone (Ixempra)
  • Eribulin (Halaven)
  • Ανθρακυκλίνες: Doxorubicin (Adria­mycin), liposomal doxorubicin (Doxil) και epirubicin (Ellence)
  • Παράγωγα πλατίνας (Cisplatin, carboplatin)
  • Vinorelbine (Navelbine)
  • Capecitabine (Xeloda)
  • Gemcitabine (Gemzar)
  • Συμπλέγματα φαρμάκου με αντισώματα: (Ado-trastuzumab emtansine [Kadcyla], Fam-trastuzumab derux­tecan [Enhertu], Sacituzumab govi­tecan [Trodelvy])

Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι αν και συνδυασμοί φαρμάκων χρησιμοποιούνται συχνά για τη θεραπεία του πρώιμου καρκίνου του μαστού, ο προχωρημένος καρκίνος του μαστού συχνά αντιμετωπίζεται με συγκεκριμένα μεμονωμένα χημειο-θεραπευτικά φάρμακα. Επιπλέον, ορισμένοι συνδυασμοί φαρμάκων, όπως για παράδειγμα ο συνδυασμός Paclitaxel και Gemcitabine, συχνά χορηγούνται για την αντιμετώπιση του μεταστατικού καρκίνου του μαστού.

Σύμφωνα με μια έκθεση του CADTH, που δημοσιεύτηκε τον Οκτώβριο του 2018, το ποσοστό πενταετούς επιβίωσης συνολικά από τον καρκίνο του μαστού των γυναικών στον Καναδά που υπόκεινται σε θεραπεία, είναι σχετικά υψηλό και ανέρχεται στο 87%. Ωστόσο, αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στους καρκίνους πρώιμου σταδίου Ι και ΙΙ, οι οποίοι αποτελούν περισσότερο από το 80% όλων των καρκίνων του μαστού στις γυναίκες. Το ποσοστό πενταετούς επιβίωσης μειώνεται στο 24% για τους καρκίνους που έχουν δώσει μετάσταση σε άλλους ιστούς, ενώ η διάμεση επιβίωση για τις γυναίκες με καρκίνο του μαστού σταδίου IV είναι 18 έως 24 μήνες. Η μετάσταση στο ήπαρ σχετίζεται με μια ιδιαίτερα κακή πρόγνωση και η χειρουργική επέμβαση θεωρείται η μόνη θεραπεία. Ωστόσο, μόνο το 20% των ασθενών είναι επιλέξιμοι για τη χειρουργική επέμβαση. Χωρίς θεραπεία, η διάμεση επιβίωση για ασθενείς με καρκίνο του μαστού που έχουν υποστεί ηπατικές μεταστάσεις είναι περίπου έξι μήνες.

Η συστημική θεραπεία είναι η τυπική θεραπεία για τον μεταστατικό καρκίνο του μαστού. Ωστόσο, η τοπική ή περιφερειακή-περιοχική διαχείριση (local or regional) του πρωτοπαθούς όγκου και της περιφερειακής νόσου μπορεί να προσφερθεί ως ανακουφιστική θεραπεία σε ορισμένες περιπτώσεις, όταν δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χειρουργική επέμβαση. Υπάρχουν πρώιμα στοιχεία από μελέτες, που υποδηλώνουν ότι η τοπική θεραπεία μπορεί να παρατείνει την επιβίωση, αν και απαιτείται περαιτέρω έρευνα για την υποστήριξη της ευρείας χρήσης για τον σκοπό αυτό.

Είναι σημαντικό να επισημάνουμε τη σημαντική εξέλιξη της επιστήμης τα τελευταία χρόνια που αφορά την εξατομίκευση της θεραπείας, όπως καθορίζεται από τα ξεχωριστά ποιοτικά χαρακτηριστικά κάθε όγκου. Είναι πλέον γενικά αποδεκτή η άποψη ότι κάτω από τον όρο «καρκίνος του μαστού», όπως εξάλλου και για άλλες μορφές καρκίνου, περιλαμβάνονται νοσήματα με διαφορετική κλινική πορεία, διαφορετική απόκριση στις θεραπείες και καθεμιά από αυτές απαιτεί διαφορετική θεραπευτική στρατηγική.

Η τοπική ή περιοχική χημειοθεραπεία – ακτινοθεραπεία χρησιμοποιείται μαζί με τη χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση του όγκου. Η ενδοαρτηριακή χημειοθεραπεία, π.χ., ή η χημειοθεραπεία με ηπατική αρτηριακή έγχυση, παρέχει χημειοθεραπεία υψηλής δόσης, ή βιολογικούς παράγοντες, σε μεταστατικούς όγκους μέσω ενός προσωρινού και πλήρως απομονωμένου κυκλώματος αιμάτωσης αγγειακής κυκλοφορίας. Για παράδειγμα, η χημειοθεραπεία με ηπατική αρτηριακή έγχυση έχει σχεδιαστεί για να αξιοποιήσει την πρωτογενή παροχή αίματος στις ηπατικές μεταστάσεις, η οποία παρέχεται μέσω της ηπατικής αρτηρίας (ενώ ο μη καρκινικός ηπατικός ιστός τροφοδοτείται μέσω του συστήματος της πυλαίας κυκλοφορίας). Ο στόχος της χημειοθεραπείας με ηπατική αρτηριακή έγχυση είναι να μεγιστοποιήσει τις συγκεντρώσεις του φαρμάκου στο ήπαρ, διατηρώντας παράλληλα τη συνολική συστηματική έκθεση χαμηλή, ελαχιστοποιώντας έτσι την τοξικότητα και τις ανεπιθύμητες ενέργειες του χορηγούμενου φαρμάκου.

Στις σελίδες που ακολουθούν θα παραθέσουμε χρονολογικά, από τα παλαιότερα προς τα νεότερα, όλα τα φάρμακα που το National Cancer Institute των ΗΠΑ αναφέρει ότι χορηγούνται για την αντιμετώπιση του καρκίνου του μαστού. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι για τα παλαιότερα φάρμακα που είχαν εγκριθεί πριν από τη δημιουργία του EMA και για τα οποία δεν έχει γίνει ανασκόπηση από τον ΕΜΑ, αλλά κυκλοφορούσαν στη χώρα μας από τον ΕΟΦ, με αμοιβαία ή αποκεντρωμένη διαδικασία, παραθέτουμε στοιχεία από τα αντίστοιχα SPC του ΕΟΦ.

Πίνακας φαρμάκων για τον καρκίνο του μαστού
Σχεδιάγραμμα 1: Χρονολογική σειρά έγκρισης παλαιότερων φαρμάκων για την αντιμετώπιση του καρκίνου του μαστού

Πίνακας 1: Παλαιότερα φάρμακα (1959 – 2000)

Δραστική Ουσία Έτος έγκρισης Παρατηρήσεις
Cyclophos­phamide (Κυκλοφωσ­φαμίδη) 1959 Σύμφωνα με τις αναθεωρημένες οδηγίες συνταγογράφησης του Σεπτεμβρίου 2021 του FDA, η κυκλοφωσφαμίδη είναι ένας αλκυλιωτικός παράγοντας που ενδείκνυται για τη θεραπεία μιας σειράς καρκίνων, ανάμεσα στους οποίους και του καρκίνου του μαστού. Σύμφωνα με την περίληψη των χαρακτηριστικών του προϊόντος από τον ΕΟΦ, η κυκλοφωσφαμίδη χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με χημειοθεραπευτικά σχήματα ή ως μονοθεραπεία σε αρκετές μορφές καρκίνου, ανάμεσα στις οποίες και ο καρκίνος του μαστού.
Thiotepa 1959 To «Cancer Research» του Ηνωμένου Βασιλείου μας ενημερώνει ότι το Thiotepa είναι ένα χημειοθεραπευτικό φάρμακο που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία πολλών διαφορετικών τύπων καρκίνου. Σύμφωνα με τις αναθεωρημένες οδηγίες συνταγογράφησης του Ιανουαρίου 2017 του FDA, αλλά και του «National Cancer Institute» των ΗΠΑ, το Thiotepa χορηγείται για την αντιμετώπιση του αδενοκαρκινώματος του μαστού. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το Breastcancer.org, το φάρμακο χρησιμοποιείται μετά από χειρουργική επέμβαση και άλλες θεραπείες, για τη μείωση του κινδύνου επανεμφάνισης του πρώιμου καρκίνου του μαστού. Ο EMA, αντίστοιχα, αναφέρει, σύμφωνα με τη σύνοψη της Ευρωπαϊκής Δημόσιας Έκθεσης Αξιολόγησης (EPAR) του 2014, ότι το Thiotepa χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με χημειοθεραπεία με δύο τρόπους: I) ως αγωγή προετοιμασίας πριν από μεταμόσχευση αρχέγονων αιμοποιητικών κυττάρων, II) στη θεραπεία συμπαγών όγκων όταν χρειάζεται υψηλή δόση χημειοθεραπείας συνοδευόμενη από μεταμόσχευση αιμοποιητικών προγονικών κυττάρων.
Fluorouracil 1962 Σύμφωνα με τις αναθεωρημένες οδηγίες συνταγογράφησης του Ιουλίου 2016 του FDA, η φθοριοουρακίλη, που είναι ένας νουκλεοσιδικός μεταβολικός αναστολέας, χορηγείται σε ασθενείς που πάσχουν από αδενοκαρκίνωμα του στήθους. Ο ΕΜΑ, στις 30 Απριλίου 2020, διατύπωσε συστάσεις εισηγούμενος την εξέταση των ασθενών που πρόκειται να ξεκινήσουν αντικαρκινική θεραπεία με φθοριοουρακίλη χορηγούμενη με ένεση ή έγχυση (στάγδην χορήγηση) ή με τα συναφή φάρμακα καπεσιταβίνη και τεγαφούρη, με σκοπό τον έλεγχο τυχόν έλλειψης του ενζύμου δεϋδρογενάση της διυδροπυριμιδίνης (DPD). Σύμφωνα με την αναθεωρημένη έκδοση της 17ης Ιουλίου 2020 του electronic medicines compendium (emc) του Ηνωμένου Βασιλείου, η φθοριοουρακίλη ενδείκνυται για τη θεραπεία μιας σειράς κακοηθειών και νοσημάτων, ανάμεσα στα οποία και για τη θεραπεία του προχωρημένου ή μεταστατικού καρκίνου του μαστού, ή/και ως επικουρική θεραπεία σε ασθενείς με εγχειρήσιμο πρωτοπαθή διηθητικό καρκίνο του μαστού.
Doxorubicin 1974 Η πρώτη έγκριση του Doxorubicin στις ΗΠΑ, ενός φαρμάκου που ανήκει στην κατηγορία των ανθρακυκλινών, έγινε το 1974, ενώ ο EMA μας ενημερώνει ότι το φάρμακο έχει λάβει άδεια κυκλοφορίας από τη δεκαετία του 1960. Σύμφωνα με τις αναθεωρημένες οδηγίες συνταγογράφησης του Μαρτίου 2020 του FDA, συνταγογραφείται: I) μαζί με άλλα φάρμακα ως επικουρική χημειοθεραπεία για τη θεραπεία γυναικών των οποίων έχουν προσβληθεί οι μασχαλιαίοι λεμφαδένες μετά από εκτομή πρωτοπαθούς καρκίνου του μαστού, II) σε μεταστατικό καρκίνο του μαστού. Σύμφωνα με τον EMA, το «Caelyx pegylated liposomal», που περιέχει τη δραστική ουσία δοξορουβικίνη κλεισμένη μέσα σε «πεγκυλιωμένα λιποσώματα» (μικροσκοπικά λιπιδικά σωματίδια επικαλυμμένα με μια ουσία που ονομάζεται πολυαιθυλενογλυκόλη), χορηγείται για τη θεραπεία του μεταστατικού καρκίνου του μαστού σε ασθενείς που διατρέχουν κίνδυνο εμφάνισης καρδιακών προβλημάτων. Όπως μας ενημερώνει ο EMA, η συγκεκριμένη φαρμακοτεχνική μορφή του φαρμάκου μειώνει τον ρυθμό απομάκρυνσης του φαρμάκου και, ως εκ τούτου, παρατείνεται η κυκλοφορία του στο αίμα. Επίσης, η επίδρασή του φαρμάκου στους υγιείς ιστούς και τα κύτταρα είναι μικρότερη και, κατά συνέπεια, μειώνονται οι πιθανότητες πρόκλησης ανεπιθύμητων ενεργειών.
Vinblastine Sulfate 1987 Σύμφωνα με το National Cancer Institute των ΗΠΑ, η Vinblastine χορηγείται ως παρηγορητική θεραπεία-ανακουφιστική αγωγή (palliative treatment) σε ασθενείς με καρκίνο του μαστού που δεν έχει βελτιωθεί η κατάστασή τους με άλλες θεραπείες. Σύμφωνα με την αναθεωρημένη έκδοση του Δεκεμβρίου 2020, του electronic medicines compendium (emc) του Ηνωμένου Βασιλείου, η Vinblastine μπορεί να είναι χρήσιμη, είτε μόνη της είτε σε συνδυασμό με άλλα ογκολυτικά φάρμακα, για τη θεραπεία του καρκίνου του μαστού.
Goserelin Acetate 1989 Σύμφωνα με την περίληψη χαρακτηριστικών του προϊόντος από τον ΕΟΦ, το Goserelin, ως 3,6 mg ενέσιμο εμφύτευμα σε προ-γεμισμένη σύριγγα, ενδείκνυται στην αντιμετώπιση του καρκίνου του μαστού σε προ- και περι- εμμηνοπαυσιακές γυναίκες, κατάλληλες για ορμονικό χειρισμό. Σύμφωνα με τις αναθεωρημένες οδηγίες συνταγογράφησης του Φεβρουαρίου 2015 του FDA, το Goserelin χορηγείται ως παρηγορητική θεραπεία του προχωρημένου καρκίνου του μαστού σε προ και περι-εμμηνοπαυσιακές γυναίκες. Τέλος, σύμφωνα με την αναθεωρημένη έκδοση της 24ης Ιανουαρίου 2017, του electronic medicines compendium (emc) του Ηνωμένου Βασιλείου, το Goserelin χορηγείται για την αντιμετώπιση του προχωρημένου καρκίνου του μαστού σε προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες κατάλληλες για ορμονικό χειρισμό.
Paclitaxel 1992 Σύμφωνα με την περίληψη χαρακτηριστικών του προϊόντος από τον ΕΟΦ, το Paclitaxel χορηγείται: I) Σε περίπτωση ανάγκης επικουρικής αντιμετώπισης, για την αγωγή ασθενών με λεμφαδενο-θετικό καρκίνωμα του μαστού μετά από θεραπεία με ανθρακυκλίνη και κυκλοφωσφαμίδη (AC). Η επικουρική θεραπεία με Paclitaxel θα πρέπει να θεωρείται εναλλακτική της εκτεταμένης θεραπείας με AC. II) Το paclitaxel ενδείκνυται για την αρχική αγωγή του τοπικά προχωρημένου ή μεταστατικού καρκίνου του μαστού, είτε σε συνδυασμό με μία ανθρακυκλίνη σε ασθενείς για τους οποίους η θεραπεία με ανθρακυκλίνη είναι κατάλληλη ή σε συνδυασμό με το trastuzumab, σε ασθενείς που υπερ-εκφράζουν τον υποδοχέα του ανθρώπινου επιδερμικού αυξητικού παράγοντα 2 (HER-2) σε 3+ επίπεδο, όπως καθορίζεται από την ανοσοϊστοχημεία και για τους οποίους δεν είναι κατάλληλη η ανθρακυκλίνη. III) Ως μοναδικός παράγοντας, στην αντιμετώπιση μεταστατικού καρκινώματος του μαστού σε ασθενείς οι οποίοι δεν ανταποκρίθηκαν επαρκώς στην τυπική αγωγή με ανθρακυκλίνες ή για τις οποίες η αγωγή με ανθρακυκλίνες δεν ήταν κατάλληλη. Σύμφωνα με το National Cancer Institute των ΗΠΑ, χορηγείται σε ασθενείς με θετική σε λεμφαδένες νόσο (node-positive disease), I) ως επικουρική θεραπεία με συνδυασμένη χημειοθεραπεία που περιέχει υδροχλωρική δοξορουβικίνη, II) σε ασθενείς με μεταστατική νόσο που δεν ανταποκρίθηκαν στη συνδυασμένη χημειοθεραπεία.
Pamidronate 1992 Σύμφωνα με τον EMA, με απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που εκδόθηκε στις 13 Ιουλίου 2011, αλλά και του Παραρτήματος ΙΙ με τίτλο «Επιστημονικά πορίσματα και λόγοι για την τροποποίηση των περιλήψεων των χαρακτηριστικών του προϊόντος και των φύλλων οδηγιών χρήσης», που παρουσιάστηκαν από τον ΕΜΑ, διφωσφονικά άλατα είναι φαρμακευτικά προϊόντα που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία και την πρόληψη οστικών διαταραχών, για την πρόληψη οστικών προβλημάτων σε ασθενείς με καρκίνο, για τη θεραπεία της οστεοπόρωσης και της νόσου του Paget. Αντίστοιχα, σύμφωνα με τις αναθεωρημένες οδηγίες συνταγογράφησης του Σεπτεμβρίου 1998 του FDA, αλλά και του National Cancer Institute των ΗΠΑ, το Pamidronate Disodium έχει εγκριθεί για να χορηγείται, μαζί με χημειοθεραπεία, για τη θεραπεία της οστικής βλάβης που προκαλείται από καρκίνο του μαστού ο οποίος έχει κάνει μετάσταση στα οστά.
Anastrozole 1995 Το Anastrozole, που ανήκει στην κατηγορία των αναστολέων της αρωματάσης, εγκρίθηκε για πρώτη φορά από τον FDA το 1995: I) ως επικουρική θεραπεία του καρκίνου του μαστού σε γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση, II) ως θεραπεία πρώτης γραμμής μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών με άγνωστο τοπικά προχωρημένο ή μεταστατικό καρκίνο του μαστού με θετικούς ορμονικούς υποδοχείς ή ορμονικούς υποδοχείς, III) στη θεραπεία προχωρημένου καρκίνου του μαστού σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες με εξέλιξη της νόσου, μετά από θεραπεία με Tamoxifen. Αναφέρεται ότι ασθενείς με ER-αρνητική νόσο και οι ασθενείς που δεν ανταποκρίθηκαν σε προηγούμενη θεραπεία με Tamoxifen, σπάνια ανταποκρίθηκαν στο Anastrozole. Στις 19 Μαΐου 2011, ο EMA ανακοίνωσε ότι η CHMP συμφώνησε ότι το Anastrozole πρέπει να χρησιμοποιείται στις ακόλουθες περιπτώσεις: I) Θεραπεία θετικού σε ορμονικούς υποδοχείς προχωρημένου καρκίνου του μαστού σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες. Ο όρος «θετικός σε ορμονικούς υποδοχείς» σημαίνει ότι ο καρκίνος εξαρτάται από την παρουσία οιστρογόνων για να αναπτυχθεί. II) Ενισχυτική θεραπεία του θετικού σε ορμονικούς υποδοχείς διηθητικού καρκίνου του μαστού αρχικού σταδίου σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, περιλαμβανομένων όσων έχουν λάβει ενισχυτική θεραπεία με Tamoxifen για δύο ή τρία έτη.
Toremifene 1996 Σύμφωνα με τις αναθεωρημένες οδηγίες συνταγογράφησης του Μαΐου 2017 του FDA, το Toremifene, που είναι ένας ανταγωνιστής των οιστρογόνων (αντι-οιστρογόνο), ενδείκνυται για τη θεραπεία του μεταστατικού καρκίνου του μαστού σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες με θετικούς ή άγνωστους όγκους σε υποδοχείς οιστρογόνων. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Δημόσια Έκθεση Αξιολόγησης (EPAR) του EMA, το Toremifene χρησιμοποιείται για τη θεραπεία του ορμονοεξαρτώμενου μεταστατικού καρκίνου του μαστού σε γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση. Ο όρος «μεταστατικός» σημαίνει ότι ο καρκίνος έχει εξαπλωθεί σε άλλα μέρη του σώματος. Δεν συνιστάται η χορήγηση του Toremifene σε ασθενείς με όγκους αρνητικούς για υποδοχείς οιστρογόνων (καρκινικά κύτταρα που δεν διαθέτουν υποδοχείς οιστρογόνου στην επιφάνειά τους).
Gemcitabine HCL 1996 Σύμφωνα με τις αναθεωρημένες οδηγίες συνταγογράφησης του Ιουνίου 2019 του FDA, το ενέσιμο Gemcitabine είναι ένας νουκλεοσιδικός μεταβολικός αναστολέας που ενδείκνυται σε συνδυασμό με Paclitaxel, για θεραπεία πρώτης γραμμής του μεταστατικού καρκίνου του μαστού μετά από αποτυχία προηγούμενης επικουρικής χημειοθεραπείας που περιέχει ανθρακυκλίνη ή σε περίπτωση που οι ανθρακυκλίνες αντενδείκνυνται κλινικά. Σύμφωνα με την περίληψη χαρακτηριστικών του προϊόντος από τον ΕΟΦ, η Gemcitabine, που είναι εγκεκριμένη με αμοιβαία ή αποκεντρωμένη διαδικασία, ενδείκνυται σε συνδυασμό με Paclitaxel, για τη θεραπεία ασθενών με τοπικά υποτροπιάζοντα ή μεταστατικό καρκίνο μαστού ο οποίος δεν δύναται να υποβληθεί σε εκτομή και παρουσίασε υποτροπή μετά από επικουρική/νεο-επικουρική χημειοθεραπεία. Στην προηγούμενη χημειοθεραπεία θα πρέπει να είχε συμπεριληφθεί ανθρακυκλίνη, εκτός εάν υπάρχει κλινική αντένδειξη.
Letrozole 1997 Ο EMA μας ενημερώνει, σύμφωνα με την επανεξέταση του φαρμάκου που έγινε στις 15 Μαρτίου 2012, πως το Letrozole, που είναι ένας «αναστολέας αρωματάσης», δηλαδή δρα αναστέλλοντας τη δράση του ενζύμου «αρωματάση» το οποίο μετέχει στην παραγωγή οιστρογόνων, πρέπει να χρησιμοποιείται σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες στις ακόλουθες περιπτώσεις: I) Επικουρική (μετεγχειρητική) θεραπεία του θετικού σε ορμονικούς υποδοχείς διηθητικού καρκίνου του μαστού αρχικού σταδίου. II) Παρατεταμένη επικουρική θεραπεία ορμονοεξαρτώμενου διηθητικού καρκίνου του μαστού σε γυναίκες οι οποίες έχουν λάβει προηγούμενη βασική επικουρική θεραπεία με ταμοξιφαίνη επί 5 χρόνια. III) Θεραπεία πρώτης γραμμής του ορμονοεξαρτώμενου προχωρημένου καρκίνου του μαστού. IV) Προχωρημένος καρκίνος μαστού μετά από υποτροπή ή εξέλιξη της νόσου, σε γυναίκες που έχουν μεταβεί φυσιολογικά ή τεχνητά σε μετεμμηνοπαυσιακή ενδοκρινική κατάσταση και έχουν στο παρελθόν υποβληθεί σε αντι-οιστρογονική θεραπεία. V) Νέο-επικουρική (προεγχειρητική) θεραπεία καρκίνου του μαστού αρνητικού στον HER-2 (ανθρώπινος υποδοχέας του επιδερμικού αυξητικού παράγοντα 2) με θετικούς ορμονικούς υποδοχείς σε γυναίκες οι οποίες δεν είναι επιδεκτικές σε χημειοθεραπεία και για τις οποίες δεν ενδείκνυται άμεση χειρουργική επέμβαση. Αντίστοιχα, στις αναθεωρημένες οδηγίες συνταγογράφησης του Απριλίου 2018 του FDA, το Letrozole ενδείκνυται: I) ως επικουρική θεραπεία μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών με πρώιμο καρκίνο του μαστού θετικούς σε ορμονικούς υποδοχείς, II) ως εκτεταμένη επικουρική θεραπεία μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών με πρώιμο καρκίνο του μαστού που έχουν λάβει προηγούμενη καθιερωμένη επικουρική θεραπεία με ταμοξιφαίνη και III) ως θεραπεία πρώτης και δεύτερης γραμμής μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών θετικών σε ορμονικούς υποδοχείς ή άγνωστο προχωρημένο καρκίνο του μαστού.
Raloxifene Hydrochloride 1997 Η Raloxifene είναι ένας εκλεκτικός ρυθμιστής των οιστρογονικών υποδοχέων (SERM). Η Raloxifene, σύμφωνα με τις αναθεωρημένες οδηγίες συνταγογράφησης του Ιουνίου 2018 του FDA, χορηγείται για: I) τη μείωση του κινδύνου του διηθητικού καρκίνου του μαστού σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες με οστεοπόρωση, II) τη μείωση του κινδύνου διηθητικού καρκίνου του μαστού σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες που παρουσιάζουν υψηλό κίνδυνο για διηθητικό καρκίνο του μαστού.
Capecitabine 1998 Σύμφωνα με τις αναθεωρημένες οδηγίες συνταγογράφησης του Μαΐου 2021 του FDA, το Capecitabine χορηγείται στον μεταστατικό καρκίνο του μαστού σε συνδυασμό με Docetaxel μετά από αποτυχία προηγούμενης θεραπείας με φάρμακο της κατηγορίας των ανθρακυκλινών, αλλά και ως μονοθεραπεία σε ασθενείς που είναι ανθεκτικοί τόσο στην Paclitaxel, όσο και σε θεραπευτικά σχήματα που περιέχουν φάρμακα της κατηγορίας των ανθρακυκλινών. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Δημόσια Έκθεση Αξιολόγησης (EPAR) του EMA του 2020, το Capecitabine είναι φάρμακο το οποίο χρησιμοποιείται στη θεραπεία του τοπικά προχωρημένου ή μεταστατικού καρκίνου του μαστού (καρκίνος του μαστού που έχει αρχίσει να εξαπλώνεται σε άλλα μέρη του σώματος). Το Capecitabine χορηγείται σε συνδυασμό με Docetaxel όταν η θεραπεία με ανθρακυκλίνες δεν έχει φέρει αποτέλεσμα. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί ως μονοθεραπεία όταν η θεραπεία τόσο με ανθρακυκλίνες όσο και με ταξάνες έχει αποτύχει ή σε περιπτώσεις όπου δεν ενδείκνυται για τον ασθενή η περαιτέρω θεραπεία με ανθρακυκλίνες.
Trastuzumab 1998 Σύμφωνα με τη σύνοψη της Ευρωπαϊκής Δημόσιας Έκθεσης Αξιολόγησης (EPAR), το Trastuzumab χρησιμοποιείται μόνο όταν έχει αποδειχτεί ότι ο καρκίνος εμφανίζει «υπερέκφραση της HER2»: αυτό σημαίνει ότι ο καρκίνος παράγει μια συγκεκριμένη πρωτεΐνη που ονομάζεται HER2 σε μεγάλες ποσότητες στην επιφάνεια των κυττάρων του όγκου, επιτυγχάνοντας έτσι την ανάπτυξη των καρκινικών κυττάρων. Σε αυτή την περίπτωση, το Trastuzumab χορηγείται για τη θεραπεία των ακόλουθων μορφών καρκίνου: I) Πρώιμο καρκίνο του μαστού (όταν ο καρκίνος έχει εξαπλωθεί στον μαστό ή στους αδένες κάτω από τη μασχάλη αλλά όχι σε άλλα μέρη του σώματος) μετά από χειρουργική επέμβαση, χημειοθεραπεία και ακτινοθεραπεία, ανάλογα με την περίπτωση. Μπορεί επίσης να χορηγηθεί σε πρώιμο στάδιο της θεραπείας σε συνδυασμό με χημειοθεραπεία. Για τους τοπικά προχωρημένους όγκους (περιλαμβανομένων των φλεγμονωδών όγκων) ή για όσους είναι μεγαλύτεροι από 2 εκατοστά, το Trastuzumab χορηγείται πριν από τη χειρουργική επέμβαση σε συνδυασμό με χημειοθεραπεία και, στη συνέχεια, χορηγείται εκ νέου μετά την επέμβαση ως μονοθεραπεία. II) Μεταστατικό καρκίνο του μαστού. Χορηγείται ως μονοθεραπεία σε ασθενείς που δεν ανταποκρίθηκαν σε προηγούμενες θεραπείες. Χορηγείται επίσης σε συνδυασμό με άλλα αντικαρκινικά φάρμακα: με την Paclitaxel ή τη Docetaxel ή με αναστολέα της αρωματάσης. Αντίστοιχα, ο FDA, τον Σεπτέμβριο του 1998, ενέκρινε το Trastuzumab για τη θεραπεία του μεταστατικού καρκίνου του μαστού. Τον Νοέμβριο του 2016, ο FDA ενέκρινε το φάρμακο ως μέρος του θεραπευτικού σχήματος που συμπεριλαμβάνει Doxorubicin, Cyclophosphamide, και Paclitaxel ως επικουρική θεραπεία του HER2-θετικού καρκίνου του μαστού. Η επικουρική θεραπεία, σύμφωνα με τον FDA, χορηγείται σε γυναίκες με καρκίνο του μαστού σε πρώιμο στάδιο (τοπικό) που έχουν ήδη χειρουργηθεί ή έχουν υποστεί ακτινοθεραπεία, με στόχο να μειώσουν τον κίνδυνο επανεμφάνισης του καρκίνου ή μετάστασής του σε άλλα μέρη του σώματος.
Epirubicin 1999 Σύμφωνα με την Περίληψη των Χαρακτηριστικών του Προϊόντος που έχει εκδώσει ο ΕΟΦ, η Epirubicin, που είναι ένας αντιμιτωτικός κυτταροστατικός παράγοντας (ανήκει στην κατηγορία των ανθρακυκλινών), χορηγούμενη μόνη της σε χημειοθεραπευτικά σχήματα προκαλεί ύφεση σε ένα ευρύ φάσμα καρκίνων, ανάμεσα στους οποίους περιλαμβάνεται και ο καρκίνος του μαστού. Συγκεκριμένα, χορηγείται ως επικουρική θεραπεία σε ασθενείς με καρκίνο μαστού με θετικούς λεμφαδένες ο οποίος βρίσκεται σε πρώιμο στάδιο. Σύμφωνα με τις αναθεωρημένες οδηγίες συνταγογράφησης του Ιουλίου 2019 του FDA, ενδείκνυται ως συστατικό της επικουρικής θεραπείας σε ασθενείς με ενδείξεις διήθησης μασχαλιαίου λεμφαδένα από τον όγκο (axillary node tumor involvement), μετά από εκτομή πρωτοπαθούς καρκίνου του μαστού.
Exemestane 1999 Σύμφωνα με την Περίληψη των Χαρακτηριστικών του Προϊόντος του ΕΟΦ, το Exemestane ενδείκνυται: I) για την επικουρική θεραπεία σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες με διηθητικό πρώιμο καρκίνο του μαστού (ΠΚΜ) και θετικούς οιστρογονικούς υποδοχείς, ως διαδοχική θεραπεία μετά από τουλάχιστον 2-3 έτη αρχικής επικουρικής αγωγής με ταμοξιφαίνη. II) Για τη θεραπεία του προχωρημένου καρκίνου του μαστού σε γυναίκες με φυσική ή προκληθείσα εμμηνόπαυση, η νόσος των οποίων έχει επιδεινωθεί μετά από αντιοιστρογονική θεραπεία. Η αποτελεσματικότητα δεν έχει τεκμηριωθεί σε ασθενείς των οποίων ο καρκίνος δεν έχει υποδοχείς οιστρογόνων. Αντίστοιχα, ο FDA ενέκρινε το Exemestane: I) ως επικουρική θεραπεία, για τον πρώιμο καρκίνο του μαστού σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες και θετικούς οιστρογονικούς υποδοχείς που έχουν λάβει θεραπεία για 2-3 έτη με tamoxifen, II) για τη θεραπεία του προχωρημένου καρκίνου του μαστού σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες των οποίων η νόσος έχει εξελιχθεί, μετά από θεραπεία με Tamoxifen. Τέλος, το electronic medicines compendium (emc) του Ηνωμένου Βασιλείου αναφέρει ότι το Exemestane ενδείκνυται ως επικουρική θεραπεία του πρώιμου διηθητικού καρκίνου του μαστού σε γυναίκες με θετικούς οιστρογονικούς υποδοχείς, οι οποίες έχουν λάβει προηγουμένως για 2-3 χρόνια επικουρική θεραπεία με Tamoxifen. Επίσης, σύμφωνα πάντα με το emc, το φάρμακο ενδείκνυται για θεραπεία του προχωρημένου καρκίνου του μαστού σε γυναίκες με φυσική ή προκληθείσα εμμηνόπαυση των οποίων ο καρκίνος έχει εξελιχθεί μετά από αντι-οιστρογονική θεραπεία. Η δραστικότητα του φαρμάκου δεν έχει αποδειχθεί σε ασθενείς αρνητικούς σε υποδοχείς οιστρογόνων.

Σχεδιάγραμμα 2: Χρονολογική σειρά έγκρισης νεότερων φαρμάκων για την αντιμετώπιση του καρκίνου του μαστού

 

 

 

Πίνακας 2: Νεότερα φάρμακα για την αντιμετώπιση του καρκίνου του μαστού (2001 – 2021)

Δραστική ουσία Έτος 1ης έγκρισης Παρατηρήσεις
Fulvestrant 2002 Σύμφωνα με τη σύνοψη της Ευρωπαϊκής Δημόσιας Έκθεσης Αξιολόγησης (EPAR), το Fulvestrant είναι ένα αντι-οιστρογόνο φάρμακο που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία του προχωρημένου ή μεταστατικού καρκίνου του μαστού στις παρακάτω ασθενείς: I) Μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες με έναν τύπο καρκίνου του μαστού γνωστό ως «καρκίνος θετικός για υποδοχείς οιστρογόνων», οι οποίες δεν έχουν λάβει στο παρελθόν ορμονική θεραπεία ή των οποίων ο καρκίνος έχει παρουσιάσει υποτροπή έπειτα από θεραπεία με κάποιο άλλο αντι-οιστρογόνο φάρμακο. II) Γυναίκες με έναν τύπο καρκίνου του μαστού γνωστό ως «καρκίνος θετικός για ορμονικούς υποδοχείς (HR) και αρνητικός για τον υποδοχέα HER-2» οι οποίες έχουν λάβει στο παρελθόν ορμονική θεραπεία. Στις γυναίκες που πάσχουν από αυτόν τον τύπο καρκίνου του μαστού, το Fulvestrant χορηγείται σε συνδυασμό με παλμποσικλίμπη. Αντίστοιχα, ο FDA, στην αρχική του έγκριση, ενέκρινε το Fulvestrant για τη θεραπεία του μεταστατικού καρκίνου του μαστού σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες με εξέλιξη της νόσου μετά από θεραπεία με αντιοιστρογόνα, όπως η ταμοξιφαίνη, των οποίων ο καρκίνος είναι θετικός στους ορμονικούς υποδοχείς. Στις 13 Σεπτεμβρίου 2010, ο FDA ενέκρινε τη δόση των 500 mg του Fulvestrant, αντικαθιστώντας την προηγουμένως εγκεκριμένη μηνιαία δόση των 250 mg, για τη θεραπεία του θετικού σε ορμονικούς υποδοχείς μεταστατικού καρκίνου του μαστού σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες με εξέλιξη της νόσου μετά από θεραπεία με αντι-οιστρογόνα. Στις 28 Αυγούστου του 2017, ο FDA ενέκρινε το Fulvestrant 500 mg ως μονοθεραπεία για εκτεταμένη χρήση σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες με προχωρημένο καρκίνο του μαστού θετικό σε ορμονικούς υποδοχείς (HR+), αρνητικό για τον υποδοχέα HER2, που δεν έχουν λάβει προηγούμενη ορμονική θεραπεία. Τέλος, ο ίδιος οργανισμός, στις 15 Νοεμβρίου 2017, ενέκρινε μια νέα ένδειξη για το Fulvestrant, επεκτείνοντας τις ενδείξεις για να συμπεριλάβει τη χρήση με Abemaciclib, έναν αναστολέα CDK4/6 για τη θεραπεία προηγμένων θετικών στους ορμονικούς υποδοχείς (HR+), αρνητικών στον υποδοχέα HER2, ή σε μεταστατικό καρκίνο του μαστού σε γυναίκες με εξέλιξη της νόσου μετά από ορμονική θεραπεία.
Docetaxel 2004 Σύμφωνα με τη σύνοψη της Ευρωπαϊκής Δημόσιας Έκθεσης Αξιολόγησης (EPAR), το Docetaxel είναι ένα αντικαρκινικό φάρμακο το οποίο χρησιμοποιείται για τη θεραπεία διαφόρων μορφών καρκίνου, ανάμεσα στους οποίους και ο καρκίνος του μαστού. Συγκεκριμένα, το Docetaxel μπορεί να χορηγείται ως μονοθεραπεία κατόπιν αποτυχίας άλλων θεραπειών. Μπορεί, επίσης, να χορηγείται σε συνδυασμό με άλλα αντικαρκινικά φάρμακα (δοξορουβικίνη , κυκλοφωσφαμίδη, trastuzumab ή καπεσιταβίνη), σε ασθενείς οι οποίοι δεν έχουν υποβληθεί ακόμη σε θεραπεία κατά του καρκίνου ή κατόπιν αποτυχίας άλλων θεραπειών, ανάλογα με τον τύπο και το στάδιο του καρκίνου του μαστού. Αντίστοιχα, ο FDA έχει εγκρίνει το φάρμακο για τον τοπικά προχωρημένο ή για τον μεταστατικό καρκίνο του μαστού.
Paclitaxel Albumin 2005 Το Paclitaxel Albumin περιέχει τη δραστική ουσία πακλιταξέλη, η οποία είναι προσκολλημένη σε μια ανθρώπινη πρωτεΐνη που ονομάζεται λευκωματίνη. Το γεγονός αυτό διευκολύνει την παρασκευή εναιωρήματος πακλιταξέλης για ενδοφλέβια έγχυση. Σύμφωνα με τη σύνοψη της Ευρωπαϊκής Δημόσιας Έκθεσης Αξιολόγησης (EPAR), το Paclitaxel Albumin χορηγείται για τη θεραπεία του μεταστατικού καρκίνου του μαστού, όταν η πρώτη θεραπεία έπαψε να είναι αποτελεσματική και η συνήθης θεραπεία, που περιέχει «ανθρακυκλίνη», κρίνεται ακατάλληλη. Αντίστοιχα, ο FDA έχει εγκρίνει το Paclitaxel Albumin για τον μεταστατικό καρκίνο του μαστού, μετά από αποτυχία συνδυαστικής χημειοθεραπείας ή μετά από υποτροπή της νόσου εντός 6 μηνών από την επικουρική χημειοθεραπεία. Η προηγούμενη θεραπεία θα πρέπει να περιλάμβανε ανθρακυκλίνη, εκτός εάν υπάρχει κλινική αντένδειξη γι’ αυτή την επιλογή.
Tamoxifen Citrate 2005 Σύμφωνα με την Περίληψη των Χαρακτηριστικών του Προϊόντος του ΕΟΦ, το Tamoxifen Citrate ενδείκνυται ως συμπληρωματική θεραπεία αρχικών σταδίων καρκίνου του μαστού και ως ανακουφιστική θεραπεία μεταστατικού καρκίνου του μαστού στις γυναίκες. Αποτελεί φάρμακο εκλογής σε γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση, όπου τα 2/3 των περιπτώσεων καρκίνου είναι θετικά σε οιστρογονικούς υποδοχείς. Ευνοϊκή ανταπόκριση παρατηρείται σε ποσοστό 20-30% του συνόλου των γυναικών με μεταστατικό καρκίνο του μαστού, ενώ φθάνει το 60% σε γυναίκες με θετικούς οιστρογονικούς υποδοχείς. Αντίθετα, σε γυναίκες στις οποίες δεν ανιχνεύονται οιστρογονικοί υποδοχείς, το ποσοστό ευνοϊκής ανταπόκρισης είναι κάτω του 10%. Προηγούμενη ανταπόκριση σε ορμονοθεραπεία προδικάζει και ευνοϊκή ανταπόκριση στην ταμοξιφαίνη. Αντίστοιχα, ο FDA έχει εγκρίνει το Tamoxifen Citrate για την επικουρική θεραπεία του καρκίνου του μαστού και του μεταστατικού καρκίνου του μαστού, καθώς και για τη μείωση του κινδύνου καρκίνου του μαστού σε γυναίκες με DCIS ή για τη μείωση της συχνότητας εμφάνισης καρκίνου του μαστού σε γυναίκες που παρουσιάζουν υψηλό κίνδυνο εμφάνισης του καρκίνου του μαστού.
Ixabepilone 2007 Όπως μας ενημερώνει ο EMA, ο ΚΑΚ του φαρμάκου, στις 18 Μαρτίου 2009, κοινοποίησε επίσημα στην Επιτροπή Φαρμάκων για Ανθρώπινη Χρήση (CHMP) την πρόθεσή του να αποσύρει την αίτηση χορήγησης άδειας κυκλοφορίας στο σκεύασμα για τη θεραπεία του τοπικά προχωρημένου ή μεταστατικού καρκίνου του μαστού. Το φάρμακο επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί για τη θεραπεία του τοπικά προχωρημένου ή μεταστατικού καρκίνου του μαστού. Ο FDA χορήγησε, τον Οκτώβριο του 2007, άδεια έγκρισης του Ixabepilone ως μονοθεραπείας για σε ασθενείς με μεταστατικό ή τοπικά προχωρημένο καρκίνο του μαστού σε ασθενείς των οποίων οι όγκοι είναι ανθεκτικοί ή ανθεκτικοί στις ανθρακυκλίνες, τις ταξάνες και την καπεσιταβίνη.
Lapatinib 2007 Σύμφωνα με την Ανασκόπηση του EMA του 2018, το Lapatinib είναι φάρμακο κατά του καρκίνου που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία ασθενών με καρκίνο του μαστού ο οποίος έχει καταδειχθεί ότι εμφανίζει υπερέκφραση της HER2. Το Lapatinib χορηγείται ως εξής: I) Σε συνδυασμό με καπεσιταμπίνη σε ασθενείς με προχωρημένο ή μεταστατικό καρκίνο οι οποίοι παρουσίασαν επιδείνωση της νόσου μετά από προηγούμενη θεραπεία που περιελάμβανε ανθρακυκλίνες και ταξάνες και κατόπιν θεραπείας της μεταστατικής νόσου του ασθενούς με Trastuzumab. II) Σε συνδυασμό με Trastuzumab για μεταστατικό καρκίνο που δεν ανταποκρίνεται στις ορμόνες (νόσος αρνητική σε ορμονικό υποδοχέα) και επιδεινώθηκε κατόπιν της θεραπείας με συνδυασμό Trastuzumabς και άλλων αντικαρκινικών φαρμάκων (χημειοθεραπεία). III) Σε συνδυασμό με αναστολέα της αρωματάσης σε γυναίκες που έχουν περάσει την εμμηνόπαυση, όταν ο καρκίνος είναι μεταστατικός και ανταποκρίνεται στις ορμόνες. Ο εν λόγω συνδυασμός χρησιμοποιείται σε γυναίκες που δεν έχουν επί του παρόντος ανάγκη να υποβληθούν στη συνήθη χημειοθεραπεία για τη θεραπεία του καρκίνου τους. Αντίστοιχα, ο FDA ενέκρινε το Lapatinib, σε συνδυασμό με Capecitabine για τη θεραπεία ασθενών με προχωρημένο ή μεταστατικό καρκίνο του μαστού των οποίων οι όγκοι υπερεκφράζουν το HER2 και οι οποίοι έχουν λάβει προηγούμενη θεραπεία που περιλαμβάνει ανθρακυκλίνη, ταξάνη και Trastuzumab. Τον Φεβρουάριο του 2010, ο FDA χορήγησε ταχεία έγκριση για ένα νέο συνδυαστικό θεραπευτικό σχήμα που χρησιμοποιεί το Lapatinib ως θεραπεία πρώτης γραμμής, αποκλειστικά από του στόματος για γυναίκες με μεταστατικό καρκίνο του μαστού. Το Lapatinib ενδείκνυται πλέον σε συνδυασμό με Letrozole για τη θεραπεία μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών με μεταστατικό καρκίνο του μαστού θετικό σε ορμονικούς υποδοχείς που υπερεκφράζει τον υποδοχέα HER2 για τους οποίους ενδείκνυται ορμονική θεραπεία.
Everolimus 2009 Σύμφωνα με την ανασκόπηση του φαρμάκου το 2018 και το αιτιολογικό της έγκρισης στην Ε.Ε., το Everolimus είναι αντικαρκινικό φάρμακο το οποίο χρησιμοποιείται για τη θεραπεία διαφόρων μορφών καρκίνου, ανάμεσα στους οποίους και για τον προχωρημένο καρκίνο του μαστού σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες. Το Everolimus χρησιμοποιείται για τη θεραπεία του καρκίνου του μαστού που είναι «θετικός σε ορμονικούς υποδοχείς» (όταν τα καρκινικά κύτταρα διαθέτουν υποδοχείς οιστρογόνων στην επιφάνειά τους) και «HER2/neu αρνητικός» (όταν τα καρκινικά κύτταρα δεν περιέχουν υψηλά επίπεδα της πρωτεΐνης HER2/neu. Το Everolimus χορηγείται σε συνδυασμό με ένα άλλο φάρμακο, την εξεμεστάνη, εφόσον άλλες θεραπείες με μη στεροειδείς αναστολείς αρωματάσης έχουν αποτύχει. Τον Ιούλιο του 2012, ο FDA των ΗΠΑ ενέκρινε το Everolimus για τη θεραπεία ορισμένων μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών με προχωρημένο καρκίνο του μαστού θετικό σε ορμονικούς υποδοχείς, αρνητικό HER2, σε συνδυασμό με Exemestane. Ο συνδυασμός του φαρμάκου με Exemestane ενδείκνυται για χορήγηση σε γυναίκες που έχουν υποτροπιάσει ή σε γυναίκες με εξέλιξη του καρκίνου τους μετά από θεραπεία με λετροζόλη ή αναστροζόλη.
Eribulin Mesylate 2010 Σύμφωνα με τη σύνοψη της Ευρωπαϊκής Δημόσιας Έκθεσης Αξιολόγησης (EPAR) του 2016, το Eribulin Mesylate χρησιμοποιείται για τη θεραπεία τοπικά προχωρημένου ή μεταστατικού καρκίνου του μαστού που συνεχίζει να εξαπλώνεται αφού έχει προηγηθεί τουλάχιστον άλλη μία θεραπεία για προχωρημένο καρκίνο με φάρμακα της κατηγορίας των ανθρακυκλινών και ταξανών, εκτός εάν τέτοιου είδους θεραπεία δεν είχε κριθεί κατάλληλη. Αντίστοιχα, ο FDA των ΗΠΑ ενέκρινε το Eribulin Mesylate για τη θεραπεία ασθενών με μεταστατικό καρκίνο του μαστού που έχουν λάβει τουλάχιστον δύο προηγούμενα χημειοθεραπευτικά σχήματα για τη νόσο τελικού σταδίου.
Pertuzumab 2012 Σύμφωνα με την ανασκόπηση και το αιτιολογικό έγκρισης του φαρμάκου στην Ε.Ε. το 2018, το Pertuzumab είναι αντικαρκινικό φάρμακο για τη θεραπεία ενηλίκων που πάσχουν από καρκίνο του μαστού θετικό στην πρωτεΐνη HER2. Το φάρμακο χρησιμοποιείται στις ακόλουθες περιπτώσεις: I) για τη θεραπεία του μεταστατικού καρκίνου του μαστού σε ασθενείς που δεν έχουν λάβει προηγούμενη θεραπεία με χημειοθεραπευτικά φάρμακα ή φάρμακα ειδικά στοχευμένα στην HER2, ή για τη θεραπεία του καρκίνου του μαστού που έχει επανεμφανιστεί τοπικά μετά από θεραπεία και δεν μπορεί να αφαιρεθεί χειρουργικά. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το Pertuzumab χρησιμοποιείται μαζί με Trastuzumab και Docetaxel, II) για τη θεραπεία του τοπικά προχωρημένου, φλεγμονώδους ή πρώιμου σταδίου καρκίνου του μαστού με υψηλό κίνδυνο υποτροπής, σε συνδυασμό με Trastuzumab και χημειοθεραπεία, πριν από τη χειρουργική επέμβαση, III) για τη θεραπεία του πρώιμου καρκίνου του μαστού με υψηλό κίνδυνο υποτροπής, σε συνδυασμό με Trastuzumab και χημειοθεραπεία, μετά από χειρουργική επέμβαση. Αντίστοιχα, ο FDA, τον Ιούνιο του 212 ενέκρινε το Pertuzumab, σε συνδυασμό με χημειοθεραπεία (Trastuzumab) και Docetaxel, για τη θεραπεία ατόμων με HER2 θετικό μεταστατικό καρκίνο του μαστού που δεν έχουν λάβει προηγούμενη θεραπεία anti-HER2 ή χημειοθεραπεία για μεταστατική νόσο. Τον Σεπτέμβριο του 2013, ο FDA χορήγησε ταχεία έγκριση στο Pertuzumab ως μέρος ενός πλήρους θεραπευτικού σχήματος για ασθενείς με πρώιμο στάδιο καρκίνου του μαστού, πριν από τη χειρουργική επέμβαση (νέο-επικουρική θεραπεία). Τέλος, τον Δεκέμβριο του 2017, ο FDA ενέκρινε το Pertuzumab, σε συνδυασμό με Trastuzumab και χημειοθεραπεία, για επικουρική (μετά τη χειρουργική επέμβαση) θεραπεία του HER2-θετικού πρώιμου καρκίνου του μαστού που παρουσιάζει υψηλό κίνδυνο υποτροπής .
Trastuzumab Emtansine 2013 Σύμφωνα με τη σύνοψη της Ευρωπαϊκής Δημόσιας Έκθεσης Αξιολόγησης (EPAR) του Trastuzumab Emtansine, η δραστική ουσία του φαρμάκου αποτελείται από δύο δραστικά συστατικά που συνδέονται μεταξύ τους: α) την Trastuzumab, που είναι μονοκλωνικό αντίσωμα το οποίο έχει σχεδιαστεί ώστε να αναγνωρίζει και να προσκολλάται στην πρωτεΐνη HER2, η οποία βρίσκεται σε μεγάλες ποσότητες στην επιφάνεια ορισμένων καρκινικών κυττάρων και β) την Emtansine, που αναφέρεται στο σύμπλεγμα MCC-DM1. Κατά μέσο όρο, 3,5 μόρια DM1 συζευγνύονται σε κάθε μόριο Trastuzumab. Η σύζευξη του DM1 στην Trastuzumab συνεπάγεται την εκλεκτικότητα του κυτταροτοξικού παράγοντα για τα καρκινικά κύτταρα που υπερεκφράζουν τον HER2, αυξάνοντας κατά συνέπεια την ενδοκυττάρια παροχή DM1 απευθείας στα κακοήθη κύτταρα. To Trastuzumab Emtansine χορηγείται για τη θεραπεία του προχωρημένου ή μεταστατικού καρκίνου του μαστού σε ενήλικες οι οποίοι έχουν λάβει προηγουμένως Trastuzumab και κάποια ταξάνη. Αντίστοιχα, ο FDA ενέκρινε τον Φεβρουάριο του 2013 το Ado-Trastuzumab Emtansine για ασθενείς με HER2 θετικό, που βρίσκονται στο τελευταίο στάδιο (μεταστατικό) καρκίνου του μαστού. Το φάρμακο χορηγείται σε ασθενείς που είχαν λάβει προηγουμένως θεραπεία με Trastuzumab και ταξάνες. Τον Μάιο του 2019, ο FDA ενέκρινε το Ado-Trastuzumab Emtansine για επικουρική θεραπεία (μετά από χειρουργική επέμβαση) ατόμων με πρώιμο καρκίνο του μαστού θετικού HER2 που έχουν υπολειπόμενη διηθητική νόσο μετά από θεραπεία με νεοεπικουρική (πριν από την επέμβαση) ταξάνη και Trastuzumab.
Olaparib 2014 Σύμφωνα με τη σύνοψη της Ευρωπαϊκής Δημόσιας Έκθεσης Αξιολόγησης (EPAR), το Olaparib είναι ένα αντικαρκινικό φάρμακο το οποίο χρησιμοποιείται για μια σειρά καρκίνων, ανάμεσα στους οποίους τον HER2-αρνητικό καρκίνο του μαστού ο οποίος έχει εξαπλωθεί πέρα από την αρχική εστία σε ασθενείς με μεταλλάξεις στο γονίδιο BRCA1 ή στο γονίδιο BRCA2. Οι ασθενείς έχουν λάβει ορισμένα φάρμακα κατά του καρκίνου του μαστού, τα οποία σταμάτησαν να είναι αποτελεσματικά ή δεν ήταν κατάλληλα. Αντίστοιχα, ο FDA ενέκρινε τον Ιούνιο του 2017 το Olaparib σε ασθενείς με μεταστατικό καρκίνο του μαστού με μεταλλαγμένο το γονίδιο BRCA. Το φάρμακο έδειξε να μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο επιδείνωσης της νόσου ή θανάτου. Τον Ιανουάριο του 2018, ο FDA επέκτεινε τη χρήση του Olaparib, για να συμπεριλάβει τη θεραπεία ασθενών με ορισμένους τύπους καρκίνου του μαστού που έχουν εξαπλωθεί (μεταστάσεις) και των οποίων οι όγκοι έχουν μια συγκεκριμένη κληρονομική γενετική μετάλλαξη (βλαστική σειρά), καθιστώντας το το πρώτο φάρμακο στην κατηγορία του (αναστολέας PARP) που έχει εγκριθεί για τη θεραπεία του καρκίνου του μαστού ορισμένων ασθενών με μεταστατικό καρκίνο του μαστού που έχουν γονιδιακή μετάλλαξη BRCA. Τέλος, τον Μάρτιο του 2022, ο FDA ενέκρινε το Olaparib για την επικουρική θεραπεία ασθενών με πρώιμο καρκίνο του μαστού υψηλού κινδύνου HER2 αρνητικό σε μεταλλαγμένο BRCA (gBRCAm) που έχουν ήδη υποβληθεί σε χημειοθεραπεία είτε πριν είτε μετά την επέμβαση.
Pembrolizumab 2014 Σύμφωνα με την Ανασκόπηση του 2022 από τον ΕΜΑ και το αιτιολογικό έγκρισης στην Ε.Ε. για το Pembrolizumab, το φάρμακο χρησιμοποιείται για τη θεραπεία διαφόρων μορφών καρκίνου, ανάμεσα στους οποίους και ο «τριπλά αρνητικός καρκίνος του μαστού». Σύμφωνα με την κύρια μελέτη του Pembrolizumab, που το συνέκρινε, σε συνδυασμό με χημειοθεραπεία, με εικονικό φάρμακο και χημειοθεραπεία σε 847 ασθενείς με πρωτοθεραπευόμενο τριπλό αρνητικό καρκίνο του μαστού, ο οποίος δεν μπορούσε να αφαιρεθεί χειρουργικά ή είχε εξαπλωθεί, οι ασθενείς με υψηλά επίπεδα έκφρασης PD-L1 που έλαβαν το φάρμακο, έζησαν περίπου 10 μήνες χωρίς επιδείνωση της νόσου, ενώ οι ασθενείς στην ομάδα του εικονικού φαρμάκου έζησαν για 5 μήνες χωρίς επιδείνωση της νόσου. Όταν εξετάστηκε κατά τη μελέτη η επιβίωση, η ομάδα που έλαβε Pembrolizumab έζησε για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα: 23 μήνες σε σύγκριση με 16 μήνες. Αντίστοιχα, τον Νοέμβριο του 2020, ο FDA ενέκρινε το Pembrolizumab, σε συνδυασμό με χημειοθεραπεία, για τη θεραπεία ασθενών με τοπικά υποτροπιάζοντα ανεγχείρητο ή μεταστατικό τριπλά αρνητικό καρκίνο του μαστού (TNBC), των οποίων οι όγκοι εκφράζουν PD-L1 (Συνδυασμένη Θετική Βαθμολογία [CPS] ≥ 10), όπως προσδιορίζεται από τεστ εγκεκριμένο από τον FDA. Τον Ιούλιο του 2021, ο FDA ενέκρινε το Pembrolizumab για τη θεραπεία ασθενών με υψηλού κινδύνου πρώιμου σταδίου τριπλού αρνητικού καρκίνου του μαστού (TNBC) σε συνδυασμό με χημειοθεραπεία ως νεο-επικουρική θεραπεία και στη συνέχεια τη χορήγησή του ως μεμονωμένου παράγοντα, ως επικουρική θεραπεία μετά από χειρουργική επέμβαση.
Palbociclib 2015 Σύμφωνα με την Ανασκόπηση του 2020 από τον ΕΜΑ και το αιτιολογικό έγκρισης στην Ε.Ε., για το Palbociclib, το φάρμακο χορηγείται για τη θεραπεία του τοπικά προχωρημένου καρκίνου του μαστού ή του μεταστατικού καρκίνου του μαστού. Το Palbociclib μπορεί να χρησιμοποιείται μόνο όταν τα καρκινικά κύτταρα έχουν στην επιφάνειά τους υποδοχείς για ορισμένες ορμόνες (καρκίνος θετικός στους ορμονικούς υποδοχείς (HR)) και δεν παράγουν αφύσικα μεγάλες ποσότητες ενός άλλου υποδοχέα που ονομάζεται HER2 (καρκίνος αρνητικός [στον υποδοχέα τύπου 2 του ανθρώπινου επιδερμικού αυξητικού παράγοντα]). Το Palbociclib χρησιμοποιείται με τους ακόλουθους τρόπους: I) σε συνδυασμό με αναστολέα της αρωματάσης, II) σε συνδυασμό με φουλβεστράντη σε ασθενείς που έχουν λάβει προηγουμένως ορμονική θεραπεία. Σε προ-εμμηνοπαυσιακές γυναίκες, το Palbociclib πρέπει να χορηγείται σε συνδυασμό με ένα φάρμακο που ονομάζεται αγωνιστής της ορμόνης απελευθέρωσης της ωχρινοτρόπου ορμόνης. Ο FDA των ΗΠΑ, τον Φεβρουάριο του 2015, χορήγησε στο Palbociclib ταχεία έγκριση για τη θεραπεία του προχωρημένου (μεταστατικού) καρκίνου του μαστού. Τον Φεβρουάριο του 2016, ο FDA επεκτείνει τη χρήση των καψουλών Palbociclib 125 mg για τη θεραπεία του προχωρημένου ή μεταστατικού καρκίνου του μαστού θετικού σε ορμονικούς υποδοχείς (HR+), με αρνητικό υποδοχέα ανθρώπινου επιδερμικού αυξητικού παράγοντα 2 (HER2-) ή μεταστατικού καρκίνου του μαστού σε συνδυασμό με Fulvestrant, σε γυναίκες με εξέλιξη της νόσου μετά από ενδοκρινική θεραπεία. Στα τέλη Μαρτίου του 2017, ο FDA μετατρέπει την ταχεία έγκριση του Palbociclib σε τακτική έγκριση και διευρύνει το φάσμα της αντιορμονικής θεραπείας που μπορεί να χορηγηθεί με το φάρμακο αυτό. Τέλος, τον Απρίλιο του 2019, ο FDA επεκτείνει τις ενδείξεις για το Palbociclib για τον προχωρημένο ή μεταστατικό καρκίνο του μαστού, σε συνδυασμό με έναν αναστολέα αρωματάσης ή Fulvestrant, έτσι ώστε να συμπεριλάβει άνδρες με θετικούς ορμονικούς υποδοχείς (HR+), με αρνητικούς υποδοχείς 2 ανθρώπινου επιδερμικού αυξητικού παράγοντα (HER2).
Atezolizumab 2016 Σύμφωνα με την Ανασκόπηση του 2021 από τον ΕΜΑ και το αιτιολογικό έγκρισης στην Ε.Ε., το Atezolizumab χορηγείται για τη θεραπεία διαφόρων μορφών καρκίνου, ανάμεσα στις οποίες ενός τύπου καρκίνου του μαστού που είναι γνωστός ως «τριπλά αρνητικός καρκίνος του μαστού». Συγκεκριμένα το Atezolizumab σε συνδυασμό με nab-πακλιταξέλη ενδείκνυται για τη θεραπεία ενήλικων ασθενών με ανεγχείρητο τοπικά προχωρημένο ή μεταστατικό τριπλά-αρνητικό καρκίνο του μαστού (TNBC) των οποίων οι όγκοι έχουν έκφραση του PD-L1 ≥ 1% και δεν έχουν λάβει προηγουμένως χημειοθεραπεία για μεταστατική νόσο. Αντίστοιχα, ο FDA, τον Μάρτιο του 2019, χορήγησε ταχεία έγκριση στο Atezolizumab μαζί με χημειοθεραπεία (nab-paclitaxel) για τη θεραπεία ενηλίκων με ανεγχείρητο τοπικά προχωρημένο ή μεταστατικό τριπλό αρνητικό καρκίνο του μαστού (TNBC), σε άτομα των οποίων οι όγκοι εκφράζουν PD-L1, όπως προσδιορίζεται από τεστ εγκεκριμένο από τον FDA.
Ribociclib 2017 Σύμφωνα με την Ανασκόπηση του 2020 από τον ΕΜΑ και το αιτιολογικό έγκρισης στην Ε.Ε., το Ribociclib είναι αντικαρκινικό φάρμακο το οποίο χορηγείται για τη θεραπεία του τοπικά προχωρημένου καρκίνου του μαστού ή του μεταστατικού καρκίνου. Το Ribociclib μπορεί να χρησιμοποιείται μόνο όταν τα καρκινικά κύτταρα έχουν στην επιφάνειά τους υποδοχείς (στόχους) για ορισμένες ορμόνες (είναι θετικά σε ορμονικούς υποδοχείς) και δεν διαθέτουν μεγάλες ποσότητες ενός άλλου υποδοχέα που ονομάζεται HER2 (αρνητικά στον υποδοχέα 2 του ανθρώπινου επιδερμικού αυξητικού παράγοντα). Το φάρμακο πρέπει να χορηγείται πάντα σε συνδυασμό με ορμονοθεραπεία, η οποία μειώνει τη δράση των οιστρογόνων: είτε φουλβεστράντη (η οποία αναστέλλει τους υποδοχείς οιστρογόνων) είτε αναστολέα αρωματάσης (ο οποίος μειώνει τα επίπεδα των οιστρογόνων). Επίσης, αν το Ribociclib χρησιμοποιηθεί σε γυναίκες οι οποίες βρίσκονται στο στάδιο της προ-εμμηνόπαυσης ή περι-εμμηνόπαυσης (προεμμηνοπαυσιακές ή περιεμμηνοπαυσιακές γυναίκες), πρέπει να χορηγείται σε συνδυασμό με αναστολέα της LHRH (ένα φάρμακο που αναστέλλει τη δράση της εκλυτικής ορμόνης της ωχρινοτρόπου ορμόνης). Αντίστοιχα, ο FDA, τον Μάρτιο του 2017, ενέκρινε το Ribociclib για τον προχωρημένο ή μεταστατικό καρκίνο του μαστού, σε συνδυασμό με έναν αναστολέα της αρωματάσης, ως αρχική ενδοκρινική θεραπεία για τη θεραπεία μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών με θετικούς ορμονικούς υποδοχείς, αρνητικού ανθρώπινου επιδερμικού αυξητικού παράγοντα υποδοχέα-2 (HR+/HER2-). Τον Ιούλιο του 2018, ο FDA ενέκρινε το Ribociclib για χρήση, μαζί με έναν αναστολέα αρωματάσης, για τη θεραπεία προ-, περι- ή μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών στις ΗΠΑ, καθώς επίσης και για χρήση σε συνδυασμό με Fulvestrant ως πρώτης ή δεύτερης γραμμής θεραπεία σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες.
Abemaciclib 2017 Σύμφωνα με την Ανασκόπηση του 2018, από τον EMA και το αιτιολογικό έγκρισης στην Ε.Ε., το Abemaciclib ενδείκνυται για τη θεραπεία γυναικών με θετικό για ορμονικούς υποδοχείς (HR), αρνητικό για τον υποδοχέα 2 του ανθρώπινου επιδερμικού αυξητικού παράγοντα (HER2) τοπικά προχωρημένο ή μεταστατικό καρκίνο του μαστού σε συνδυασμό με έναν αναστολέα αρωματάσης ή φουλβεστράντη ως αρχική ενδοκρινική θεραπεία ή σε γυναίκες που έχουν λάβει προηγούμενη ενδοκρινική θεραπεία. Σε προ- ή περιεμμηνοπαυσιακές γυναίκες η ενδοκρινική θεραπεία θα πρέπει να συνδυάζεται με έναν αγωνιστή εκλυτικής ορμόνης της ωχρινοτρόπου ορμόνης (LHRH). Αντίστοιχα, ο FDA, τον Σεπτέμβριο του 2017, ενέκρινε το Abemaciclib για τη θεραπεία ενηλίκων ασθενών που έχουν θετικό για ορμονικό υποδοχέα (HR), αρνητικό για τον ανθρώπινο επιδερμικό αυξητικό παράγοντα 2 (HER2) – προχωρημένο ή μεταστατικό καρκίνο του μαστού που έχει προχωρήσει μετά από τη λήψη ενδοκρινικής θεραπείας. Τον Φεβρουάριο του 2018, ο FDA ενέκρινε το Abemaciclib, σε συνδυασμό με έναν αναστολέα αρωματάσης ως αρχική θεραπεία σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες με θετικούς ορμονικούς υποδοχείς (HR+), αρνητικούς για τον υποδοχέα 2 του ανθρώπινου επιδερμικού αυξητικού παράγοντα (HER2-) μεταστατικό καρκίνο του μαστού. Τέλος, τον Οκτώβριο του 2021, ο FDA ενέκρινε το Abemaciclib σε συνδυασμό με ενδοκρινική θεραπεία (ταμοξιφαίνη ή αναστολέας αρωματάσης), για επικουρική θεραπεία ενηλίκων ασθενών με θετικό στον ορμονικό υποδοχέα (HR+), αρνητικό για τον υποδοχέα 2 του ανθρώπινου επιδερμικού αυξητικού παράγοντα (HER2-), πρώιμο καρκίνο του μαστού (EBC) που παρουσιάζει υψηλό κίνδυνο υποτροπής και βαθμολογία Ki-67 ≥20%, όπως προσδιορίζεται από τεστ εγκεκριμένο από τον FDA.
Neratinib Maleate 2017 Σύμφωνα με την Ανασκόπηση του 2018 από τον ΕΜΑ και το αιτιολογικό έγκρισης στην Ε.Ε., το Neratinib Maleate είναι φάρμακο κατά του καρκίνου του μαστού το οποίο χρησιμοποιείται για τη μείωση του κινδύνου υποτροπής της νόσου σε ασθενείς με πρώιμου σταδίου καρκίνο του μαστού οι οποίες υποβλήθηκαν σε χειρουργική επέμβαση. Χορηγείται κατόπιν θεραπείας με Trastuzumab. Προορίζεται για χρήση αποκλειστικά σε τύπους καρκίνου του μαστού όπου παράγονται υψηλά επίπεδα πρωτεΐνης HER2,–η οποία συμβάλλει στη διαίρεση και ανάπτυξη των κυττάρων (καρκίνος του μαστού θετικός στην HER2)– και στους οποίους υπάρχουν υποδοχείς (στόχοι) για τις θηλυκές γεννητικές ορμόνες (θετικός στους ορμονικούς υποδοχείς καρκίνος του μαστού). Αντίστοιχα, τον Ιούλιο του 2017, ο FDA ενέκρινε το Neratinib ως επικουρική θεραπεία του πρώιμου σταδίου, θετικού στο HER2 καρκίνου, του μαστού. Για τις ασθενείς με αυτόν τον τύπο καρκίνου, το Neratinib αποτέλεσε την πρώτη επικουρική θεραπεία που λαμβάνεται μετά από μια αρχική θεραπεία για τον καρκίνο του μαστού, έτσι ώστε να μειωθεί περαιτέρω ο κίνδυνος επανεμφάνισης του καρκίνου. Τον Φεβρουάριο του 2020, ο FDA ενέκρινε «supplemental New Drug Application» (συμπληρωματική Νέα Εφαρμογή Φαρμάκου [sNDA]) για το Neratinib, σε συνδυασμό με Capecitabine, για τη θεραπεία ενήλικων ασθενών με προχωρημένο ή μεταστατικό HER2 θετικό καρκίνο του μαστού που έχουν λάβει δύο ή περισσότερα προηγούμενα θεραπευτικά σχήματα με βάση το anti-HER2, για μεταστατικό καρκίνο.
Alpelisib 2018 Σύμφωνα με την Ανασκόπηση του 2020 από τον ΕΜΑ και το αιτιολογικό έγκρισης στην Ε.Ε., το Alpelisib είναι ένα αντικαρκινικό φάρμακο που χρησιμοποιείται σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες και σε άνδρες για τη θεραπεία του καρκίνου του μαστού που είναι τοπικά προχωρημένος ή έχει εξαπλωθεί σε άλλα μέρη του σώματος. Το φάρμακο μπορεί να χρησιμοποιείται μόνο όταν τα καρκινικά κύτταρα είναι θετικά σε ορμονικούς υποδοχείς. Το Alpelisib ενδείκνυται σε συνδυασμό με φουλβεστράντη για τη θεραπεία μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών και ανδρών με θετικό σε ορμονικό υποδοχέα (HR), αρνητικό σε υποδοχέα ανθρώπινου επιδερμικού αυξητικού παράγοντα 2 (HER2) τοπικά προχωρημένο ή μεταστατικό καρκίνο του μαστού με μετάλλαξη PIK3CA μετά την εξέλιξη της νόσου μετά από ενδοκρινική θεραπεία ως μονοθεραπεία. Αντίστοιχα, τον Μάιο του 2019, ο FDA των ΗΠΑ ενέκρινε τα δισκία alpelisib, σε συνδυασμό με Fulvestrant, για τη θεραπεία μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών και ανδρών, με θετικό στον ορμονικό υποδοχέα (HR), ανθρώπινο επιδερμικό αυξητικό παράγοντα, αρνητικός στον υποδοχέα 2 (HER2), που παρουσιάζει τη μετάλλαξη PIK3CA, για προχωρημένο ή μεταστατικό καρκίνο του μαστού (όπως ανιχνεύεται από τεστ εγκεκριμένο από τον FDA) μετά από εξέλιξη της νόσου, ή μετά από θεραπεία με ένα ενδοκρινικό θεραπευτικό σχήμα.
Talazoparib Tosylate 2018 Σύμφωνα με την Ανασκόπηση του 2020 από τον ΕΜΑ και το αιτιολογικό έγκρισης στην Ε.Ε., το Talazoparib είναι αντικαρκινικό φάρμακο το οποίο χρησιμοποιείται για τη θεραπεία ενός τύπου καρκίνου του μαστού (αρνητικός στον HER2 με μεταλλάξεις BRCA) ο οποίος έχει εξαπλωθεί πέρα από την αρχική εστία, σε ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε θεραπεία με συγκεκριμένα φάρμακα τα οποία είτε δεν είναι πλέον αποτελεσματικά είτε δεν είναι κατάλληλα. Σύμφωνα με τις θεραπευτικές ενδείξεις, το φάρμακο χορηγείται ως μονοθεραπεία για την αντιμετώπιση του HER2 αρνητικού, τοπικά προχωρημένου ή μεταστατικού καρκίνου του μαστού σε ενήλικες ασθενείς με μεταλλάξεις BRCA1/2 της γαμετικής σειράς. Οι ασθενείς θα πρέπει να έχουν προηγουμένως λάβει θεραπεία με μια ανθρακυκλίνη ή/και ταξάνη στο (νεο)επικουρικό πλαίσιο θεραπείας, ή για τοπικά προχωρημένη ή μεταστατική νόσο, εκτός εάν οι ασθενείς δεν ήταν κατάλληλοι για αυτές τις θεραπείες. Οι ασθενείς με καρκίνο του μαστού θετικό για ορμονικούς υποδοχείς (hormone receptor, HR) θα πρέπει να έχουν λάβει προηγούμενη θεραπευτική αγωγή με βάση την ενδοκρινική θεραπεία ή να έχουν κριθεί ακατάλληλοι για θεραπεία με βάση την ενδοκρινική θεραπεία. Αντίστοιχα, τον Οκτώβριο του 2018, ο FDA ενέκρινε το Talazoparib, που είναι ένας αναστολέας των ενζύμων PARP και πιο συγκεκριμένα των PARP1 και PARP2, για ασθενείς με μεταλλάξεις BRCA1/2 [σειρά BRCA-mutated (gBRCAm)], HER2-αρνητικό, τοπικά προχωρημένο ή μεταστατικό καρκίνο του μαστού. Οι ασθενείς πρέπει να επιλέγονται για θεραπεία με βάση ένα εγκεκριμένο από τον FDA συνοδευτικό διαγνωστικό τεστ για την Talazoparib.
fam-trastuzumab deruxtecan-nxki 2019 Σύμφωνα με την Ανασκόπηση του 2020 από τον ΕΜΑ και το αιτιολογικό έγκρισης στην Ε.Ε., τo Trastuzumab Deruxtecan είναι φάρμακο που χρησιμοποιείται στη θεραπεία του καρκίνου του μαστού που είναι μεταστατικός ή δεν μπορεί να αφαιρεθεί χειρουργικά. Το Trastuzumab Deruxtecan είναι ένα σύζευγμα αντισώματος-φαρμάκου που στοχεύει τον HER2 και η λειτουργία του τμήματος αντισώματος είναι να προσδεθεί στον HER2 που εκφράζεται στην επιφάνεια ορισμένων καρκινικών κυττάρων. Στις θεραπευτικές ενδείξεις του φαρμάκου αναφέρεται ότι το Trastuzumab Deruxtecan ενδείκνυται ως μονοθεραπεία για τη θεραπεία ενήλικων ασθενών με ανεγχείρητο ή μεταστατικό HER2-θετικό καρκίνο του μαστού που έχουν λάβει δύο ή περισσότερα προηγούμενα σχήματα βασισμένα σε αγωγή έναντι του HER2. Αντίστοιχα, τον Δεκέμβριο του 2019, ο FDA των ΗΠΑ ενέκρινε το Fam-Trastuzumab Deruxtecan-nxki για ασθενείς με ανεγχείρητο ή μεταστατικό HER2 θετικό καρκίνο του μαστού, σε ασθενείς που έχουν προηγουμένως λάβει δύο η περισσότερες αντι-HER2 θεραπευτικά σχήματα.
Tucatinib 2020 Σύμφωνα με την Ανασκόπηση του 2020 από τον ΕΜΑ και το αιτιολογικό έγκρισης στην Ε.Ε., το Tucatinib είναι αντικαρκινικό φάρμακο για τη θεραπεία του καρκίνου του μαστού ο οποίος είναι τοπικά προχωρημένος ή μεταστατικός ή είναι θετικός στην HER2. Σύμφωνα με τις θεραπευτικές ενδείξεις, το φάρμακο χορηγείται σε συνδυασμό με Trastuzumab και Capecitabine για τη θεραπεία ενήλικων ασθενών με HER2-θετικό, τοπικά προχωρημένο ή μεταστατικό καρκίνο του μαστού οι οποίοι έχουν λάβει τουλάχιστον δύο προηγούμενες αντι-HER2 θεραπευτικές αγωγές. Αντίστοιχα, τον Απρίλιο του 2020, ο FDA ενέκρινε τα δισκία Tucatinib, σε συνδυασμό με Trastuzumab και Capecitabine, για ενήλικες ασθενείς με προχωρημένο ανεγχείρητο ή μεταστατικό HER2 θετικό καρκίνο του μαστού, συμπεριλαμβανομένων ασθενών με εγκεφαλικές μεταστάσεις, οι οποίοι έχουν λάβει προηγουμένως ένα ή περισσότερα αντι-HER2 θεραπευτικά σχήματα.
Sacituzumab Govitecan-hziy 2020 Σύμφωνα με την Ανασκόπηση του 2021 από τον ΕΜΑ και το αιτιολογικό έγκρισης στην Ε.Ε., το Sacituzumab Govitecan είναι αντικαρκινικό φάρμακο που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία ενηλίκων με έναν τύπο καρκίνου του μαστού γνωστό ως τριπλά-αρνητικό καρκίνο του μαστού. Σύμφωνα με τις θεραπευτικές ενδείξεις, το φάρμακο ενδείκνυται ως μονοθεραπεία για τη θεραπεία ενήλικων ασθενών με ανεγχείρητο ή μεταστατικό τριπλά αρνητικό καρκίνο του μαστού (mTNBC), οι οποίοι έχουν λάβει δύο ή περισσότερες προηγούμενες συστηματικές θεραπείες, συμπεριλαμβανομένης τουλάχιστον μίας εξ αυτών για προχωρημένη νόσο. Αντίστοιχα, τον Απρίλιο του 2020, ο FDA ενέκρινε το Sacituzumab Govitecan-hziy για τη θεραπεία ενήλικων ασθενών με μεταστατικό τριπλό αρνητικό καρκίνο του μαστού (TNBC) που έχουν λάβει τουλάχιστον δύο προηγούμενες θεραπείες για μεταστατική νόσο. Τον Απρίλιο του 2021, ο FDA χορήγησε πλήρη έγκριση στο Sacituzumab Govitecan-hziy για ενήλικες ασθενείς με ανεγχείρητο τοπικά προχωρημένο ή μεταστατικό τριπλά αρνητικό καρκίνο του μαστού (TNBC), για ασθενείς που έχουν λάβει δύο ή περισσότερες συστηματικές θεραπείες, εκ των οποίων η μία τουλάχιστον από αυτές για μεταστατική νόσο.
Margetuximab-cmkb 2020 Τον Δεκέμβριο του 2020, ο FDA ενέκρινε το Margetuximab-cmkb, σε συνδυασμό με χημειοθεραπεία, για τη θεραπεία ενήλικων ασθενών με μεταστατικό HER2-θετικό καρκίνο του μαστού, οι οποίοι έχουν λάβει δύο ή περισσότερα προηγούμενα σχήματα anti-HER2, και τουλάχιστον ένα από τα θεραπευτικά σχήματα που έλαβαν αφορούσε μεταστατική νόσο. Το φάρμακο δεν έχει ακόμη κυκλοφορήσει στην Ευρώπη και σύμφωνα με το SPS (Specialist Pharmacy Service) του Ηνωμένου Βασιλείου, βρίσκεται στη φάση ανάπτυξης (Phase III Clinical Trials) τόσο στην Ε.Ε., όσο και στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Ψωρίαση: Νεότερες θεραπευτικές εξελίξεις

Σύμφωνα πάντα με τις οδηγίες των Διαγνωστικών/Θεραπευτικών Πρωτοκόλλων του 2018, ο ορισμός της βαρύτητας της νόσου χαρακτηρίζεται με βάση τον πίνακα που ακολουθεί.

Η κατά πλάκας ψωρίαση [Plaque psoriasis (PsO)] είναι η πιο κοινή μορφή ψωρίασης, που επηρεάζει περίπου το 90% των ασθενών. Η PsO είναι μια πολυσυστημική ασθένεια, επειδή σχετίζεται με σοβαρές συννοσηρότητες, όπως η ψωριασική αρθρίτιδα, η καρδιαγγειακή νόσος, το μεταβολικό σύνδρομο, η παχυσαρκία, η φλεγμονώδης νόσος του εντέρου και η κατάθλιψη. Η σοβαρότητα της νόσου, οι σχετικές συννοσηρότητες, οι προτιμήσεις του ασθενούς, η αποτελεσματικότητα και η αξιολόγηση της ατομικής ανταπόκρισης του ασθενούς, καθορίζουν και τον τύπο της θεραπείας. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση της σοβαρότητας και της έκτασης της ψωρίασης και του σχετικού της αντίκτυπου στην ποιότητα ζωής περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τον Δείκτη Περιοχής και Σοβαρότητας της Ψωρίασης (PASI), την επιφάνεια του σώματος (BSA) και τον Δερματολογικό Δείκτη Ποιότητας Ζωής (DLQI). Οι θεραπείες πρώτης γραμμής περιλαμβάνουν τη φωτοθεραπεία, τα τοπικά στεροειδή, τη χρήση βιταμίνης D τοπικά, και από του στόματος συστημικά αντιφλεγμονώδη φάρμακα όπως η μεθοτρεξάτη, η ασιτρετίνη και η κυκλοσπορίνη.

Η μέτρια έως σοβαρή μορφή της νόσου σε ενήλικες που δεν ανταποκρίνονται στη θεραπεία πρώτης γραμμής, αντιμετωπίζεται με βιολογικά φάρμακα. Τα βιολογικά προϊόντα παλαιότερης γενιάς που χορηγούνται για την PsO, περιλαμβάνουν φάρμακα κατά του παράγοντα νέκρωσης όγκων (TNF), όπως είναι το etanercept, το adalimumab, το infliximab και το certolizumab pegol, και έναν αναστολέα κατά της ιντερλευκίνης [anti-interleukin (IL)-12/IL-23], όπως είναι το ustekinumab. Προσφάτως, μια νέα γενιά βιολογικών προϊόντων έχουν εγκριθεί για χρήση στην αντιμετώπιση της PsO. Σε αυτά περιλαμβάνονται αναστολείς κατά της ιντερλευκίνης 17 (αντι-IL-17: secukinumab, ixekizumab, brodalumab) και αναστολείς κατά της ιντερλευκίνης 23 [αντι-IL-23: (guselkumab, tildrakizumab και risankizumab)]. Ορισμένες κατηγορίες ασθενών απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή στην επιλογή της κατάλληλης βιολογικής θεραπείας για την PsO. Για παράδειγμα, μόνο 4 βιολογικοί παράγοντες έχουν εγκριθεί για χορήγηση σε παιδιά: etanercept, ustekinumab, ixekizumab και secukinumab. Μελέτες, επίσης, έχουν δείξει ότι υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στα φύλα όσον αφορά τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων της PsO, τα πρότυπα συνταγογράφησης και τα αποτελέσματα της θεραπείας. Μια συστηματική ανασκόπηση από τους Sandhu et al. (2020) όσον αφορά τη χορήγηση βιολογικών παραγόντων σε έναν ηλικιωμένο πληθυσμό με PsO, συνέστησε στενότερη παρακολούθηση και συνετό έλεγχο, επειδή οι σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες και η διακοπή της αγωγής λόγω ανεπιθύμητων ενεργειών ήταν συχνότερες. Τέλος, θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι η PsO είναι μια χρόνια νόσος που διαρκεί καθ’ όλην τη διάρκεια της ζωής του ασθενούς (διά βίου πάθηση) και οι υποτροπές είναι συχνές μετά τη διακοπή της θεραπείας. Ως εκ τούτου, μπορεί να χρειαστούν πολλαπλές θεραπευτικές επιλογές καθ ’ όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής της συγκεκριμένης νόσου.

Θεραπευτικές επιλογές
Θεραπεία της ήπιας ψωρίασης

θεραπεία πρώτης επιλογής
Η ήπια μορφή της νόσου αποτελεί ένδειξη για τοπική θεραπεία και φωτοθεραπεία, ενώ η μέτρια-σοβαρή, ένδειξη για συστηματική θεραπεία. Η τοπική θεραπεία και η φωτοθεραπεία μπορεί να συνδυαστούν και με τη συστηματική θεραπεία.

Τοπική θεραπεία
Σύμφωνα με τις οδηγίες των θεραπευτικών πρωτοκόλλων του 2018, η τοπική θεραπεία για την αντιμετώπιση της ήπιας ψωρίασης περιλαμβάνει:

  • Κορτικοστεροειδή
  • Ανάλογα της βιταμίνης D3 (Calcipotriol, calcitriol)
  • Έτοιμο, σταθερό σκεύασμα γέλης/αφρού καλσιποτριόλης (ανάλογο της βιταμίνης D) και διπροπιονικής βηταμεθαζόνης (calcipotriol monohydrate+betamethasone dipropionate)
  • Ρετινοειδή (tazarotene)
  • Πίσσα (Tar)
  • Διθρανόλη (dithranol)
  • Αναστολείς καλσινευρίνης: pimecrolimus, tacrolimus (οι παράγοντες αυτοί, αν και δεν έχουν επίσημη ένδειξη, έχουν δείξει καλή αποτελεσματικότητα σε σημαντικό αριθμό κλινικών μελετών και στην κλινική πρακτική χορηγούνται κυρίως για τις βλάβες που εντοπίζονται στο πρόσωπο, στις παρατριμματικές περιοχές, καθώς και για την ψωρίαση στην παιδική ηλικία).
  • Κερατολυτικά (σαλικυλικό οξύ: salicilique acid – ουρία: urea)
  • Τα παραπάνω τοπικά σκευάσματα μπορούν να δοθούν σε κυκλικό σχήμα θεραπείας, ως μονοθεραπεία ή συνδυαστικά.

Θεραπεία δεύτερης επιλογής
Ως δεύτερης επιλογής θεραπεία, οι οδηγίες των θεραπευτικών πρωτοκόλλων του 2018 περιλαμβάνουν:

  • Φωτοθεραπεία (Τοπική PUVA, UVB-nb)
  • Excimer Laser.

Θεραπεία μέτριας – σοβαρής ψωρίασης
Στην αντιμετώπιση της ψωρίασης μέτριας – σοβαρής μορφής οι οδηγίες των θεραπευτικών πρωτοκόλλων του 2018 προτείνουν:

  • θεραπεια πρωτησ επιλογήΣ
  • Φωτοθεραπεία: (PUVA, UVB-nb ευρέος φάσματος, PUVA, Excimer Laser)
  • Κυκλοσπορίνη: (2,5 – 5mgr/Kgr ΒΣ/ημέρα, από του στόματος). Σε περίπτωση συνεχούς χορήγησης του φαρμάκου, συνιστάται να μην ξεπεραστούν τα δύο έτη.
  • Μεθοτρεξάτη: (5-30mgr/εβδομάδα, από του στόματος ή ενδομυϊκά, ή υποδορίως – συνιστάται συγχορήγηση φυλλικού οξέος 1-5mgr)
  • Ασιτρετίνη: [ως μονοθεραπεία ή σε συνδυασμό με PUVA (Re- PUVA) ή σε συνδυασμό με UVB (Re-UVB)], (0,3-1mgr/Kgr ΒΣ/ημέρα από του στόματος)
  • Εστέρες φουμαρικού οξέος (δεν διατίθενται στην Ελλάδα).

Βιολογικοί παράγοντες

Σημαντικές επισημάνσεις
Το κείμενο που ακολουθεί βασίζεται στο μεγαλύτερο μέρος του στην έκθεση του CADTH με τίτλο «Biologics in Plaque Psoriasis», που δημοσιεύτηκε τον Νοέμβριο του 2021.

Στον Καναδά έχουν εγκριθεί 11 βιολογικοί παράγοντες για τη θεραπεία των ενήλικων ασθενών που πάσχουν από μέτριας έως σοβαρής μορφής ψωρίαση κατά πλάκας [plaque psoriasis (PsO)].

Αυτοί οι βιολογικοί παράγοντες χωρίζονται σε δύο κατηγορίες, με βάση τον μηχανισμό δράσης και την ημερομηνία έγκρισης από τον αντίστοιχο ρυθμιστικό οργανισμό του Καναδά (Health Canada):

  • Οι παλιάς γενιάς βιολογικοί παράγοντες περιλαμβάνουν: τους αντινεοπλασματικούς παράγοντες νέκρωσης ή παράγοντες νέκρωσης όγκων [anti–tumour necrosis factor (TNF)], όπως είναι το etanercept, το adalimumab, το infliximab και το certolizumab pegol, και τον αναστολέα της ιντερλευκίνης [(IL)-12/IL-23 inhibitor] ustekinumab, που έχουν εγκριθεί στον Καναδά πριν από το 2010.
  • Οι νέας γενιάς βιολογικοί παράγοντες περιλαμβάνουν: τους αναστολείς της ιντερλευκίνης 17 «anti-IL-17 inhibitors» secukinumab, ixekizumab, και brodalumab, καθώς και τους αναστολείς της ιντερλευκίνης 23 «anti-IL-23 inhibitors» guselkumab, tildrakizumab, και risankizumab, που εγκρίθηκαν στον Καναδά από το 2015 και μετά.

Ο Καναδικός Οργανισμός Αξιολόγησης Τεχνολογιών Υγείας (CADTH) έκανε ανασκόπηση των τριών από τους πέντε βιολογικούς παράγοντες παλιάς γενιάς, καθώς και των έξι βιολογικών παραγόντων νέας γενιάς. Για όλα τα προϊόντα έγιναν ανασκοπήσεις από τον οργανισμό και συστάσεις της Καναδικής Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων Φαρμάκων (CDEC). Οι κλινικές μελέτες των περισσότερων βιολογικών παραγόντων νέας γενιάς περιλάμβαναν σαφείς ενδείξεις (direct evidence) που αποδεικνύουν υπεροχή ή στατιστικά σημαντικά υψηλότερα ποσοστά αποτελεσματικότητας σε σύγκριση με το δραστικό φάρμακο σύγκρισης των αντίστοιχων βιολογικών παραγόντων παλαιάς γενιάς. Σύμφωνα με τον CADTH, οι κλινικές μελέτες για τα βιολογικά προϊόντα νέας γενιάς ενσωμάτωσαν επίσης πιο αυστηρά μέτρα όσον αφορά τα αποτελέσματα της πρωτογενούς έκβασης της μελέτης.

Τα βιολογικά προϊόντα παλιάς γενιάς προϋπήρχαν της διαδικασίας διαπραγμάτευσης της Πανκαναδικής Φαρμακευτικής Συμμαχίας (pCPA), εκτός από το certolizumab, γεγονός που θα μπορούσε να συνεπάγεται ανόμοιες συμφωνίες αποζημίωσης για αυτά τα φάρμακα.

Στην έκθεσή του ο CADTH σημειώνει ότι τα πρότυπα χρήσης βιολογικών παραγόντων παλιάς έναντι νέας γενιάς, όσον αφορά την αποζημίωσή τους στην περιοχή του Οντάριο, έδειξαν ότι ένα σημαντικό ποσοστό νέων ασθενών υποβλήθηκε σε θεραπεία με βιολογικούς παράγοντες παλαιάς γενιάς (54% το 2019 και 37% το 2020) παρά τη διαθεσιμότητα πολλαπλών βιολογικών παραγόντων νέας γενιάς.

Τέλος, αξίζει να υπογραμμίσουμε ότι σύμφωνα με την έκθεση του CADTH, οι βιολογικοί παράγοντες νέας γενιάς υποβλήθηκαν σε διαπραγματεύσεις μέσω της pCPA και κατέθεσαν σαφείς ενδείξεις για την υπεροχή τους έναντι των συγκριτικών βιολογικών παραγόντων παλαιάς γενιάς, κάτι που μπορεί τελικά να αποδειχθεί ότι έχει σημαντική αξία για τους ασθενείς και τους πληρωτές.

Η χορήγηση βιολογικών παραγόντων στην ψωρίαση
Η θεραπευτική αντιμετώπιση της ψωρίασης, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, περιλαμβάνει διάφορες μορφές θεραπείας. Τα βιολογικά φάρμακα περιλαμβάνουν μονοκλωνικά αντισώματα και πρωτεΐνες σύντηξης, οι οποίες προέρχονται από ζωντανά συστήματα. Καθώς αυτές οι θεραπείες έχουν λιγότερες ανεπιθύμητες ενέργειες σε σύγκριση με τις συμβατικές θεραπείες, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για μακροχρόνια θεραπεία.

Η πρώτη κατηγορία βιολογικών παραγόντων που εγκρίθηκαν για την ψωρίαση κατά πλάκας ήταν οι αντι-TNF παράγοντες (παράγοντες νέκρωσης όγκων), όπως τα adalimumab, etanercept, και infliximab, καθώς και ανταγωνιστές της ιντερλευκίνης (IL) -12 και IL-23, όπως το ustekinumab.

Σύμφωνα με την περίληψη της Ευρωπαϊκής Δημόσιας Έκθεσης Αξιολόγησης (EPAR) του 2017, το adalimumab ενδείκνυται για τη θεραπεία της μέτριας έως σοβαρής χρόνιας ψωρίασης κατά πλάκας σε ενήλικες ασθενείς οι οποίοι είναι υποψήφιοι για συστηματική θεραπεία. Το φάρμακο χορηγείται υποδορίως, και μετά από 16 εβδομάδες θεραπείας, οι ασθενείς με ανεπαρκή ανταπόκριση μπορούν να προσαρμόσουν το δοσολογικό σχήμα σύμφωνα με τις οδηγίες του θεράποντος γιατρού που παρακολουθεί τον ασθενή. Σύμφωνα με την EPAR, «η έναρξη και επίβλεψη της θεραπείας πρέπει να πραγματοποιούνται από εξειδικευμένους γιατρούς, με πείρα στη διάγνωση και στη θεραπεία των παθήσεων για τις οποίες έχει εγκριθεί το εν λόγω φάρμακο».

Αντίστοιχα, σύμφωνα με την περίληψη EPAR του 2014, το etanercept μπορεί να χορηγηθεί στην ψωρίαση κατά πλάκας «σε ενήλικες με μέτρια έως σοβαρή μορφή της ασθένειας και σε ασθενείς από την ηλικία των έξι ετών με μακροχρόνια σοβαρή μορφή της ασθένειας. Το etanercept χορηγείται σε ασθενείς που δεν ανταποκρίθηκαν στην αγωγή ή δεν μπορούν να λάβουν άλλες αγωγές για τη συγκεκριμένη νόσο».

Η έναρξη και η επίβλεψη της θεραπείας με etanercept πρέπει να πραγματοποιούνται από ειδικό γιατρό με πείρα στη διάγνωση και στη θεραπεία της νόσου για την οποία χορηγείται το φάρμακο. Το etanercept χορηγείται με υποδόρια ένεση. Για τη θεραπεία της ψωρίασης κατά πλάκας μπορεί επίσης να χορηγηθεί θεραπεία 50 mg δύο φορές την εβδομάδα κατά τις 12 πρώτες εβδομάδες θεραπείας. Στους ασθενείς ηλικίας κάτω των 18 ετών, η δόση εξαρτάται από το σωματικό βάρος. Η ένεση μπορεί να πραγματοποιηθεί από τον ασθενή ή από νοσηλευτή, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν λάβει κατάλληλη εκπαίδευση.

Σύμφωνα με την περίληψη της Ευρωπαϊκής Δημόσιας Έκθεσης Αξιολόγησης (EPAR) του 2016, η έναρξη και η επίβλεψη της θεραπείας με infliximab πρέπει να γίνονται από ειδικευμένο γιατρό με πείρα στη διάγνωση και στη θεραπεία των νόσων για τις οποίες χορηγείται το φάρμακο. Το infliximab χορηγείται με ενδοφλέβια έγχυση διάρκειας μίας ή δύο ωρών. Η δόση του φαρμάκου για όλες τις νόσους για τις οποίες χορηγείται το φάρμακο, εκτός της ρευματοειδούς αρθρίτιδας, είναι 5 mg ανά κιλό σωματικού βάρους. Όλοι οι ασθενείς παρακολουθούνται για οποιαδήποτε αντίδραση κατά τη διάρκεια της έγχυσης και επί μία έως δύο ώρες τουλάχιστον μετά από αυτήν.

Το infliximab είναι ένα μονοκλωνικό αντίσωμα που έχει σχεδιαστεί ώστε να δεσμεύει μια πρωτεΐνη που ονομάζεται παράγοντας νέκρωσης των όγκων άλφα (TNF-α) και να αναστέλλει τη δράση της. Ο παράγοντας TNF-α συμμετέχει στην πρόκληση φλεγμονής και απαντά σε υψηλά επίπεδα σε ασθενείς που πάσχουν από νόσους για τη θεραπεία των οποίων χορηγείται το φάρμακο. Αναστέλλοντας τη δράση του παράγοντα TNF-α, το infliximab μειώνει τη φλεγμονή και τα λοιπά συμπτώματα αυτών των νόσων.

Σύμφωνα με την περίληψη της Ευρωπαϊκής Δημόσιας Έκθεσης Αξιολόγησης (EPAR) του 2020, το ustekinumab είναι φάρμακο που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της μέτριας έως σοβαρής ψωρίασης κατά πλάκας. Το φάρμακο χορηγείται σε ενήλικες και παιδιά ηλικίας 6 ετών και άνω, που δεν ανταποκρίθηκαν ή δεν μπορούν να λάβουν άλλες συστημικές θεραπείες για την ψωρίαση, όπως με κυκλοσπορίνη, μεθοτρεξάτη ή PUVA (συνδυασμός ψωραλενίου και υπεριώδους ακτινοβολίας Α). Η PUVA είναι ένας τύπος θεραπείας κατά την οποία ο ασθενής, πριν από την έκθεσή του σε υπεριώδη ακτινοβολία, λαμβάνει ένα φάρμακο που ονομάζεται ψωραλένιο. Στην ψωρίαση κατά πλάκας και στην ψωριασική αρθρίτιδα, το ustekinumab χορηγείται με υποδόρια ένεση. Σε ενήλικες η συνήθης δόση είναι 45 mg, ενώ στα παιδιά η δόση εξαρτάται από το σωματικό τους βάρος. Τέλος, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι και αυτό το φάρμακο πρέπει να λαμβάνεται υπό την επίβλεψη γιατρού με πείρα στη διάγνωση και στη θεραπεία των παθήσεων για τις οποίες αυτό χορηγείται.

Νεότεροι βιολογικοί παράγοντες
Έκτοτε όμως έχουν αναπτυχθεί αρκετά άλλα βιολογικά φάρμακα, γνωστά ως «νεότεροι βιολογικοί παράγοντες». Σε αυτά περιλαμβάνονται φάρμακα κατά της IL-17 (όπως secukinumab, ixekizumab, brodalumab) και φάρμακα αντι-IL-23, όπως το risankizumab, το tildrakizumab και το guselkumab.

Ο Καναδικός Οργανισμός Αξιολόγησης Τεχνολογιών Υγείας (CADTH) έχει ήδη επανεξετάσει και προτείνει τα νεότερα βιολογικά φάρμακα, όπως το secukinumab, από το 2014, το ixekizumab το 2016, το brodalumab το 2018 και το risankizumab το 2019, για τη θεραπεία της μέτριας έως σοβαρής ψωρίασης κατά πλάκας.

Σύμφωνα με την περίληψη της Ευρωπαϊκής Δημόσιας Έκθεσης Αξιολόγησης (EPAR) του 2020, το secukinumab είναι φάρμακο που δρα στο ανοσοποιητικό σύστημα και χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της μέτριας έως σοβαρής ψωρίασης κατά πλάκας σε ενήλικες και ασθενείς άνω των έξι ετών που χρήζουν θεραπείας με φάρμακο χορηγούμενο από το στόμα ή με ένεση. Η θεραπεία πρέπει να χορηγείται υπό την επίβλεψη γιατρού με πείρα στη διάγνωση και στη θεραπεία των παθήσεων για τις οποίες χρησιμοποιείται το συγκεκριμένο φάρμακο.

Η δόση του φαρμάκου εξαρτάται από τη νόσο για την οποία λαμβάνεται το φάρμακο. Συνήθως παρατηρείται βελτίωση της πάθησης εντός 16 εβδομάδων θεραπείας. Ο γιατρός μπορεί να αποφασίσει τη διακοπή της θεραπείας, εάν δεν υπάρχει βελτίωση μετά από 16 εβδομάδες. Η δόση για παιδιά εξαρτάται από το σωματικό τους βάρος. Μετά από κατάλληλη εκπαίδευση, οι ασθενείς (ή τα άτομα που τους φροντίζουν) μπορούν να πραγματοποιούν μόνοι τους την ένεση.

Το secukinumab είναι μονοκλωνικό αντίσωμα που έχει σχεδιαστεί ώστε να προσκολλάται σε ένα μόριο-αγγελιαφόρο που βρίσκεται στο ανοσοποιητικό σύστημα, την ιντερλευκίνη 17Α. Η ιντερλευκίνη 17Α συμμετέχει στην πρόκληση φλεγμονής αλλά και σε άλλες διαδικασίες του ανοσοποιητικού συστήματος που προκαλούν ψωρίαση, ψωριασική αρθρίτιδα και αξονική σπονδυλαρθρίτιδα.

Το brodalumab, σύμφωνα με την περίληψη της Ευρωπαϊκής Δημόσιας Έκθεσης Αξιολόγησης (EPAR) του 2017, είναι φάρμακο που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της ψωρίασης κατά πλάκας. Χρησιμοποιείται σε ενήλικες των οποίων η νόσος είναι μέτρια έως σοβαρή και οι οποίοι απαιτείται να λάβουν συστηματική θεραπεία. Το φάρμακο πρέπει να χρησιμοποιείται υπό την επίβλεψη γιατρού με πείρα στη διάγνωση και στη θεραπεία της ψωρίασης.

Το brodalumab διατίθεται υπό μορφή ενέσιμου διαλύματος σε προγεμισμένες σύριγγες. Χορηγείται με υποδόρια ένεση. Η συνιστώμενη δόση είναι 210 mg μία φορά την εβδομάδα τις πρώτες τρεις εβδομάδες και, εφεξής, κάθε δύο εβδομάδες. Ο γιατρός μπορεί να αποφασίσει τη διακοπή της θεραπείας, εάν η κατάσταση του ασθενούς δεν βελτιωθεί μετά από 12 έως 16 εβδομάδες. Μετά από εκπαίδευση, οι ασθενείς μπορούν να κάνουν μόνοι τους την ένεση με το φάρμακο, εφόσον ο γιατρός το κρίνει σκόπιμο.

Το ixekizumab, σύμφωνα με την περίληψη της Ευρωπαϊκής Δημόσιας Έκθεσης Αξιολόγησης (EPAR) του 2016, είναι φάρμακο που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της μέτριας έως σοβαρής ψωρίασης κατά πλάκας σε ενήλικες ασθενείς οι οποίοι χρειάζονται συστηματική θεραπεία. Το φάρμακο πρέπει να χρησιμοποιείται υπό την επίβλεψη γιατρού με πείρα στη διάγνωση και στη θεραπεία της ψωρίασης.

Το ixekizumab διατίθεται υπό μορφή ένεσης σε προγεμισμένες σύριγγες και πένες. Χορηγείται με υποδόρια ένεση. Η πρώτη δόση των 160 mg (δύο ενέσεις) ακολουθείται από μία ένεση των 80 mg κάθε δύο εβδομάδες για τις πρώτες 12 εβδομάδες και κάθε 4 εβδομάδες στη συνέχεια. Ο γιατρός μπορεί να αποφασίσει τη διακοπή της θεραπείας, εάν η κατάσταση δεν βελτιωθεί μετά από 16 έως 20 εβδομάδες. Μετά από εκπαίδευση, οι ασθενείς μπορούν να κάνουν μόνοι τους την ένεση με Taltz, εφόσον ο γιατρός τους το κρίνει σκόπιμο.

Το risankizumab, σύμφωνα με την περίληψη της Ευρωπαϊκής Δημόσιας Έκθεσης Αξιολόγησης (EPAR) του 2021, είναι ένα φάρμακο που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της ψωρίασης κατά πλάκας σε ενήλικες ασθενείς με μέτρια έως σοβαρή νόσο οι οποίοι χρήζουν συστηματικής θεραπείας. Το risankizumab είναι ένα μονοκλωνικό αντίσωμα που έχει σχεδιαστεί ώστε να προσκολλάται στην ιντερλευκίνη 23 (IL-23) και να αναστέλλει τη δράση της. Η ιντερλευκίνη 23 συμμετέχει στην πρόκληση φλεγμονής που σχετίζεται με αρθρίτιδα και τον σχηματισμό ψωρίασης κατά πλάκας. Αναστέλλοντας τη δράση της IL-23, το risankizumab μειώνει τη φλεγμονή και άλλα συμπτώματα που συνδέονται με την ψωρίαση κατά πλάκας και την ψωριασική αρθρίτιδα.
Το φάρμακο πρέπει να χρησιμοποιείται υπό την επίβλεψη γιατρού με πείρα στη διάγνωση και στη θεραπεία της ψωρίασης κατά πλάκας ή της ψωριασικής αρθρίτιδας.

Το risankizumab διατίθεται σε προγεμισμένες σύριγγες και προγεμισμένες συσκευές τύπου πένας. Χορηγείται με υποδόρια ένεση σε περιοχή όπου δεν υπάρχει ψωρίαση, συνήθως στους μηρούς ή στην κοιλιά. Η συνιστώμενη δόση είναι 150 mg. Οι δύο πρώτες δόσεις των 150 mg χορηγούνται με διαφορά 4 εβδομάδων, ενώ οι επόμενες δόσεις χορηγούνται κάθε 12 εβδομάδες.

Ο γιατρός μπορεί να αποφασίσει τη διακοπή της θεραπείας, εάν η κατάσταση του ασθενούς δεν βελτιωθεί μετά από 16 εβδομάδες. Μετά από εκπαίδευση, οι ασθενείς μπορούν να κάνουν μόνοι τους την ένεση με το φάρμακο, εφόσον ο γιατρός το κρίνει σκόπιμο.

Το guselkumab, σύμφωνα με την περίληψη της Ευρωπαϊκής Δημόσιας Έκθεσης Αξιολόγησης (EPAR) του 2018, είναι ένας ακόμη από τους «νεότερους βιολογικούς παράγοντες», που δρα στο ανοσοποιητικό σύστημα και χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της ψωρίασης κατά πλάκας σε ενήλικες ασθενείς με νόσο μέτριας έως σοβαρής μορφής στους οποίους οι θεραπείες απευθείας εφαρμογής στο δέρμα δεν κρίνονται κατάλληλες.

Το guselkumab είναι ένα μονοκλωνικό αντίσωμα που έχει σχεδιαστεί ώστε να προσκολλάται στην ιντερλευκίνη 23 και να αναστέλλει τη δράση της. Η ιντερλευκίνη 23 είναι μια αγγελιαφόρος ουσία, που ελέγχει την ανάπτυξη και την ωρίμαση ορισμένων τύπων Τ κυττάρων. Αυτά τα Τ κύτταρα, τα οποία αποτελούν μέρος του ανοσοποιητικού συστήματος του οργανισμού, συμμετέχουν στην πρόκληση της φλεγμονής που συνδέεται με τον σχηματισμό της ψωρίασης κατά πλάκας. Αναστέλλοντας τη δράση της ιντερλευκίνης 23, το φάρμακο μειώνει τη φλεγμονή και τα συμπτώματα που σχετίζονται με τη νόσο.

Το guselkumab πρέπει να χρησιμοποιείται υπό την επίβλεψη γιατρού με πείρα στη διάγνωση και στη θεραπεία της ψωρίασης κατά πλάκας.

Το guselkumab διατίθεται υπό μορφή διαλύματος προς έγχυση σε προγεμισμένες συσκευές τύπου πένας ή σύριγγες. Χορηγείται με υποδόρια ένεση σε περιοχή όπου δεν εμφανίζεται ψωρίαση. Η συνιστώμενη δόση είναι 100 mg ως εφάπαξ δόση, ακολουθούμενη από την επόμενη δόση μετά από 4 εβδομάδες και, στη συνέχεια, 100 mg κάθε 8 εβδομάδες. Ο γιατρός μπορεί να αποφασίσει τη διακοπή της θεραπείας, εάν η κατάσταση του ασθενούς δεν βελτιωθεί μετά από 16 εβδομάδες. Μετά από εκπαίδευση, οι ασθενείς μπορούν να κάνουν μόνοι τους την ένεση με το φάρμακο, εφόσον ο γιατρός το κρίνει σκόπιμο.

Το tildrakizumab, σύμφωνα με την περίληψη της Ευρωπαϊκής Δημόσιας Έκθεσης Αξιολόγησης (EPAR) του 2018, είναι φάρμακο που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της ψωρίασης κατά πλάκας. Χρησιμοποιείται σε ενήλικες ασθενείς με νόσο μέτριας έως σοβαρής μορφής, στους οποίους οι θεραπείες απευθείας εφαρμογής στο δέρμα δεν κρίνονται κατάλληλες.

Το tildrakizumab είναι ένα μονοκλωνικό αντίσωμα που έχει σχεδιαστεί ώστε να προσκολλάται στην ιντερλευκίνη 23 και να αναστέλλει τη δράση της. Η ιντερλευκίνη 23 είναι μια ουσία που ελέγχει την ανάπτυξη και την ωρίμαση ορισμένων τύπων Τ κυττάρων. Αυτά τα Τ κύτταρα, τα οποία αποτελούν μέρος του ανοσοποιητικού συστήματος, συμμετέχουν στην πρόκληση της φλεγμονής που συνδέεται με την ανάπτυξη της ψωρίασης κατά πλάκας. Αναστέλλοντας τη δράση της ιντερλευκίνης 23, το tildrakizumab μειώνει τη φλεγμονή και τα συμπτώματα που σχετίζονται με τη νόσο.

Το φάρμακο πρέπει να χρησιμοποιείται υπό την επίβλεψη γιατρού με πείρα στη διάγνωση και στη θεραπεία της ψωρίασης κατά πλάκας.

Το tildrakizumab διατίθεται σε μορφή διαλύματος προς έγχυση σε προγεμισμένες σύριγγες για υποδόρια χορήγηση. Η συνιστώμενη δόση είναι μία ένεση των 100 mg, ακολουθούμενη από την επόμενη δόση μετά από 4 εβδομάδες και, στη συνέχεια, μία ένεση των 100 mg ανά 12 εβδομάδες. Η δόση μπορεί να αυξηθεί στα 200 mg σε ορισμένους ασθενείς, για παράδειγμα σε ασθενείς που έχουν προσβληθεί σοβαρά από τη νόσο ή έχουν σωματικό βάρος άνω των 90 kg. Ο γιατρός μπορεί να αποφασίσει τη διακοπή της θεραπείας, εάν η κατάσταση του ασθενούς δεν βελτιωθεί μετά από 28 εβδομάδες.

Μετά από εκπαίδευση, οι ασθενείς μπορούν να κάνουν μόνοι τους την ένεση με tildrakizumab, εφόσον ο γιατρός το κρίνει σκόπιμο.

Τέλος, στην κατηγορία αυτή, των νεότερων βιολογικών παραγόντων, θα πρέπει να προσθέσουμε το «γηραιότερο» μέλος αυτής της ομάδας, που είναι το apremilast.

Το apremilast, σύμφωνα με την περίληψη της Ευρωπαϊκής Δημόσιας Έκθεσης Αξιολόγησης (EPAR) του 2014, είναι φάρμακο που χορηγείται για τη θεραπεία ενηλίκων με μέτρια έως σοβαρή ψωρίαση κατά πλάκας. Χορηγείται σε ασθενείς που δεν μπορούν να λάβουν ή δεν αποκρίθηκαν σε άλλες συστημικές θεραπείες (θεραπείες για ολόκληρο το σώμα) για την ψωρίαση, περιλαμβανομένων της κυκλοσπορίνης, της μεθοτρεξάτης και της PUVA (συνδυασμός ψωραλενίου και υπεριώδους ακτινοβολίας Α). Η PUVA, όπως αναφέραμε και παραπάνω, είναι ένας τύπος θεραπείας κατά την οποία ο ασθενής πριν από την έκθεσή του σε υπεριώδη ακτινοβολία λαμβάνει ένα φάρμακο το οποίο περιέχει μια ένωση που ονομάζεται ψωραλένιο.

Το apremilast αναστέλλει τη δράση της φωσφοδιεστεράσης 4 (PDE4), ενός ενζύμου στο εσωτερικό των κυττάρων. Το συγκεκριμένο ένζυμο συμβάλλει στην ενεργοποίηση της παραγωγής μορίων-αγγελιαφόρων στο ανοσοποιητικό σύστημα, τα οποία ονομάζονται κυτοκίνες και συμμετέχουν στη διαδικασία δημιουργίας φλεγμονής, καθώς και σε άλλες διαδικασίες που προκαλούν την ψωρίαση και την ψωριασική αρθρίτιδα. Αναστέλλοντας τη φωσφοδιεστεράση 4, το apremilast μειώνει τα επίπεδα των εν λόγω κυτοκινών στον οργανισμό και, συνεπώς, μειώνει τη φλεγμονή και άλλα συμπτώματα της ψωρίασης και της ψωριασικής αρθρίτιδας.

Η έναρξη της θεραπείας με το συγκεκριμένο φάρμακο πρέπει να πραγματοποιείται από γιατρό με πείρα στη διάγνωση και στη θεραπεία της ψωρίασης ή της ψωριασικής αρθρίτιδας.

Το φάρμακο διατίθεται υπό μορφή δισκίων (10, 20 και 30 mg). Η θεραπεία ξεκινά με τη χορήγηση δόσης 10 mg την ημέρα 1, η οποία ακολούθως αυξάνεται σταδιακά σε διάστημα μίας εβδομάδας έως τη συνιστώμενη δόση των 30 mg δύο φορές την ημέρα. Οι ασθενείς με σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια πρέπει να λαμβάνουν χαμηλότερες δόσεις. Η απόκριση στη θεραπεία πρέπει να αξιολογείται τακτικά και η χρήση του apremilast πρέπει να επανεξετάζεται εάν δεν παρατηρείται βελτίωση μετά από έξι μήνες θεραπείας.


Βιβλιογραφικές αναφορές
Sandhu VK, Ighani A, Fleming P, Lynde CW. Biologic Treatment in Elderly Patients With Psoriasis: A Systematic Review. J Cutan Med Surg. 2020 Mar/Apr;24(2):174-186. doi: 10.1177/1203475419897578. Epub 2020 Jan 17. PMID: 31950853.
CADTH Health Technology Review: Biologics in Plaque Psoriasis, Canadian Journal of Health Technologies November 2021 Volume 1 Issue 11
https://www.cadth.ca/sites/default/files/ES/ES0357%20Biologics%20in%20Plaque%20Psoriasis_%20Final.pdf
https://www.moh.gov.gr/articles/health/domes-kai-draseis-­gia-thn-ygeia/kwdikopoihseis/therapeytika-prwtokolla-syntagografhshs/diagnwstika-kai-therapeytika-prwtokolla-syntagografhshs/5235-diagnwstika-kai-therapeytika-prwtokolla-pswriashs
Ferreira C, Azevedo A, Nogueira M, Torres T. Management of psoriasis in pregnancy – a review of the evidence to date. Drugs Context. 2020 Mar 9;9:2019-11-6. doi: 10.7573/dic.2019-11-6. PMID: 32201494; PMCID: PMC7067229.
Feldman SR. Treatment of psoriasis in adults. In: Post T, ed. UpToDate. Waltham (MA): UpToDate; 2021: https://www.uptodate.com/contents/treatment-of-psoriasis-in -adults. Accessed 2021 Jun 8.
Canadian Psoriasis Network. Plaque psoriasis. 2021; https:// www.canadianpsoriasisnetwork.com/psoriasis/forms-of-psoriasis/ . Accessed 2021 Jun 18.

Φαρμακευτική αγωγή υπέρτασης

Ασθενείς με αρτηριακή πίεση (ΑΠ) ≥ 160/100 mmHg, π.χ. Στάδιο 2 (μέτρια) ή σοβαρή υπέρταση

Για κάθε ασθενή με υπέρταση που έχει οποιονδήποτε από τους παρακάτω παράγοντες:

  • Ενδείξεις για βλάβη οργάνου στόχου
  • Καρδιαγγειακή νόσο
  • Νεφρική νόσο
  • Διαβήτη
  • Καρδιαγγειακό κίνδυνο ≥ 15%

Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ασθενείς ηλικίας κάτω των 40 ετών με καρδιαγγειακό κίνδυνο < 15% και υπέρταση πρώτου σταδίου (140 – 160/90 – 100 mmHg) οι οποίοι δεν έχουν άλλους παράγοντες που να συνηγορούν υπέρ της έναρξης θεραπείας για την υπέρταση, μπορεί να χρειαστεί να διαχειριστούν την αρτηριακή τους πίεση. Θα πρέπει λοιπόν ο γιατρός να εξετάσει το ενδεχόμενο να παραπέμψει αυτούς τους ασθενείς για πιο εκτεταμένη αξιολόγηση για βλάβη των τελικών οργάνων, π.χ. ηχωκαρδιογράφημα και αξιολόγηση από ειδικούς για δευτερογενείς αιτίες υπέρτασης.1

Σε ασθενείς με μεμονωμένη συστολική υπέρταση, π.χ. > 160 mmHg, θα πρέπει να προσφέρεται θεραπεία ανάλογη με άτομα που έχουν αυξημένη συστολική και διαστολική αρτηριακή πίεση.

Ασθενείς με μεμονωμένη διαστολική υπέρταση χωρίς όμως σημαντικές συννοσηρότητες, θα πρέπει να αντιμετωπίζονται σύμφωνα με τον συνολικό καρδιαγγειακό κίνδυνο. Η σημασία της μεμονωμένης διαστολικής υπέρτασης θεωρείται μικρότερη σε σύγκριση με εκείνη της μεμονωμένης συστολικής υπέρτασης.

Ασθενείς με ενδιάμεσο επίπεδο αρτηριακής πίεσης, δηλαδή μεταξύ 120 – 139/80 – 89 mmHg, θα πρέπει να ενθαρρύνονται να εφαρμόζουν μέτρα αλλαγής του τρόπου ζωής, προκειμένου να μειώσουν και να ελέγξουν την αρτηριακή τους πίεση.

Σύμφωνα με τις Οδηγίες για την Αρτηριακή Υπέρταση (ΑΥ) που έχει εκδώσει το Υπουργείο Υγείας τον Μάρτιο του 2019, η έναρξη φαρμακευτικής αγωγής γίνεται λαμβάνοντας υπόψη τα επίπεδα της ΑΠ και τον συνολικό καρδιαγγειακό κίνδυνο.

Η ταξινόμηση της Αρτηριακής Υπέρτασης ανάλογα με τα επίπεδα της Αρτηριακής Πίεσης, φαίνεται στον Πίνακα 1.

Πίνακας 1 – ΣΑΠ, Συστολική Αρτηριακή Πίεση, ΔΑΠ, Διαστολική Αρτηριακή Πίεση

Οδηγίες σχετικά με την πρωτογενή πρόληψη σε ασθενείς με υπέρταση
Σύμφωνα με τις οδηγίες που εξέδωσε τον Μάρτιο του 2019 το Υπουργείο Υγείας, οι αποφάσεις για θεραπευτική παρέμβαση ανάλογα με το στάδιο της υπέρτασης και άλλους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου, φαίνονται συνοπτικά στον πίνακα 2 που ακολουθεί:

Επεξηγήσεις
Υψηλή-Φυσιολογική ΑΠ:
Έναρξη φαρμακευτικής θεραπείας συστήνεται σε:

  • α. Στεφανιαία νόσο,
  • β. Συγκαλυμμένη υπέρταση (επιβεβαιωμένη αύξηση της ΑΠ εκτός ιατρείου).

ΑΥ Σταδίου 1:

  • (α) Σε άτομα με μεγάλο συνολικό καρδιαγγειακό κίνδυνο: Συστήνεται άμεση έναρξη φαρμακευτικής θεραπείας ταυτόχρονα με την εφαρμογή υγιεινοδιαιτητικών αλλαγών.
  • (β) Άτομα με μικρό ή μέσο συνολικό καρδιαγγειακό κίνδυνο: Έναρξη θεραπείας συστήνεται όταν η αύξηση της ΑΠ επιβεβαιωθεί σε 2-3 επισκέψεις και παραμένει σε αυτά τα επίπεδα παρά την εφαρμογή υγιεινοδιαιτητικών αλλαγών για μερικές εβδομάδες ή μήνες (ανάλογα με το επίπεδο του καρδιαγγειακού κινδύνου). Η αύξηση της ΑΠ χρειάζεται επιβεβαίωση με μετρήσεις εκτός ιατρείου (στο σπίτι ή με 24ωρη καταγραφή) για τον αποκλεισμό «Υπέρτασης λευκής μπλούζας» (ΑΥ μόνο στο ιατρείο), οπότε, αν ο συνολικός κίνδυνος είναι μικρός, μπορεί να συστηθεί παρακολούθηση με εφαρμογή υγιεινοδιαιτητικών αλλαγών.

Υπέρταση Σταδίου 2-3:
Συστήνεται έναρξη θεραπείας μαζί με εφαρμογή υγιεινοδιαιτητικών αλλαγών.

Άτομα ηλικίας ≥80 ετών:
Έναρξη θεραπείας συστήνεται σε ΣΑΠ ≥160 mmHg και/ή ΔΑΠ ≥90 mmHg. Η θεραπεία εξατομικεύεται ανάλογα με τη σωματική και νοητική κατάσταση κάθε ατόμου.

Θεραπευτικές οδηγίες για πρωτογενή πρόληψη σε ασθενείς με υπέρταση
Το πρώτο βήμα για έναρξη θεραπείας για πρωτογενή πρόληψη σε ασθενείς με μη επιπλεγμένη υπέρταση, είναι η χορήγηση ενός Αναστολέα Μετατρεπτικού Ενζύμου Αγγειοτασίνης (ΑΜΕΑ) ή ενός Αποκλειστή Διαύλων Ασβεστίου (ΑΔΑ). Οι ΑΜΕΑ ή οι ΑΥΑ είναι γενικά αποτελεσματικοί και πολύ καλά ανεκτοί και θα πρέπει να είναι η πρώτη επιλογή για τους περισσότερους ασθενείς με υπέρταση.

Πίνακας 2 – ΑΠ, Αρτηριακή Πίεση

Οι κατευθυντήριες οδηγίες του NICE, που αναφέρονται σε ηλικιωμένους ασθενείς (άτομα ηλικίας άνω των 55 ετών) με υπέρταση, προτείνουν σαν αρχική θεραπεία έναν αναστολέα διαύλων ασβεστίου, γιατί θεωρούν ότι μπορεί να προσφέρει μεγαλύτερο όφελος σε σύγκριση με έναν ΑΜΕΑ. Ωστόσο, οι ΑΜΕΑ έχουν αποδειχθεί ότι παρέχουν σημαντικά οφέλη σε ηλικιωμένους ασθενείς με υπέρταση σε ορισμένες κλινικές καταστάσεις.

Δεύτερο βήμα θεραπείας: συνδυασμός ενός ΑΜΕΑ ή ΑΥΑ (ARB) με έναν ΑΔΑ.

Τρίτο θεραπευτικό βήμα: προσθέστε ένα θειαζιδικό διουρητικό, π.χ. indapamide. Λάβετε υπόψη ότι η προσθήκη ενός θειαζιδικού διουρητικού μπορεί να βοηθήσει στη μείωση του περιφερικού οιδήματος που σχετίζεται με τη χρήση αναστολέων διαύλων ασβεστίου.

Οι ασθενείς που λαμβάνουν διουρητικά θα πρέπει να παρακολουθούν τους ηλεκτρολύτες ορού, καθώς η υποκαλιαιμία και η υπονατριαιμία είναι γνωστές ανεπιθύμητες ενέργειες αυτής της κατηγορίας φαρμάκων.

Να σημειώσουμε ακόμα ότι τα θειαζιδικά διουρητικά θα πρέπει να συνταγογραφούνται με προσοχή σε νεότερους ασθενείς, καθώς μπορεί δυνητικά να αυξήσουν τη συχνότητα εμφάνισης διαβήτη, ιδιαίτερα σε υψηλές δόσεις ή όταν συνδυάζονται με β-αναστολείς.

Σημείωση: Στις γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας, γενικά δεν θα πρέπει να συνταγογραφούνται ΑΜΕΑ ή ΑΥΑ (ACE ή ARB). Συνιστώνται βήτα-αναστολείς, π.χ. μετοπρολόλη ή αναστολείς διαύλων ασβεστίου, π.χ. φελοπιδίνη.

 

Πίνακας 3 – Συνιστώμενες δόσεις βασικών αντιυπερτασικών φαρμάκων/κατηγορία

Σε ασθενείς με διαβήτη ή σε ασθενείς με ενδείξεις βλάβης των τελικών οργάνων, π.χ. υπερτροφία της αριστερής κοιλίας, πρωτεϊνουρία κ.λπ., θα πρέπει να χορηγείται σαν θεραπεία πρώτης γραμμής ένας ΑΜΕΑ.

 

Σκεφτείτε να χορηγήσετε βήτα­-ανα­στολέα σε συνδυασμό με άλλο φάρμακο εγκαίρως όταν:

  • Υπάρχει ισχαιμική καρδιοπάθεια ή καρδιακή ανεπάρκεια – για μείωση της θνησιμότητας.
  • Υπάρχει κολπική μαρμαρυγή – για έλεγχο του καρδιακού ρυθμού.

Εάν υπάρχει περιφερική αγγειακή νόσος, τότε θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η χορήγηση ενός ΑΜΕΑ που επιβραδύνει την εξέλιξη της νόσου ή ενός αναστολέα διαύλων ασβεστίου για να αγγειοδιαστέλλει τις περιφερικές αρτηρίες.

Οδηγίες διαγνωστικών και θεραπευτικών πρωτοκόλλων συνταγογράφησης στην κλινική πράξη (Υ.Υ. Μάρτιος 2019)
Σύμφωνα με τις οδηγίες διαγνωστικών και θεραπευτικών πρωτοκόλλων συνταγογράφησης στην κλινική πράξη, που εκδόθηκαν τον Μάρτιο του 2019, «τέσσερις κατηγορίες φαρμάκων προτείνονται ως θεραπεία πρώτης γραμμής»:

  • Αναστολείς μετατρεπτικού ενζύμου αγγειοτασίνης (ΑΜΕΑ),
  • Αποκλειστές υποδοχέων αγγειοτασίνης (ΑΥΑ),
  • Αποκλειστές διαύλων ασβεστίου (ΑΔΑ),
  • Θειαζιδικά ή παρόμοιου τύπου διουρητικά.

Οι β-Αποκλειστές προτείνονται ως θεραπεία πρώτης γραμμής όταν υπάρχει ειδική ένδειξη, όπως για παράδειγμα καρδιακή ανεπάρκεια, στηθάγχη, μετά έμφραγμα μυοκαρδίου, έλεγχος καρδιακής συχνότητας.

Στον πίνακα 3 που ακολουθεί (Συνιστώμενες δόσεις βασικών αντιυπερτασικών φαρμάκων) αναφέρονται οι πλέον συνήθεις δραστικές που ανήκουν στις βασικές κατηγορίες αντιυπερτασικών φαρμάκων (δεν συμπεριλαμβάνονται οι συνδυασμοί).

Να σημειώσουμε στο σημείο αυτό ότι όπως αναφέρεται στις οδηγίες διαγνωστικών και θεραπευτικών πρωτοκόλλων συνταγογράφησης στην κλινική πράξη, που εξέδωσε το Υπουργείο Υγείας τον Μάρτιο του 2019 και αφορά την τιτλοποίηση θεραπείας, για να εκδηλωθεί η πλήρης δράση ενός αντιυπερτασικού φαρμάκου συνήθως χρειάζονται περίπου 4 εβδομάδες. Αν δεν επιτευχθεί ρύθμιση της ΑΠ, μπορεί να γίνει αύξηση της δόσης ή προσθήκη άλλου φαρμάκου. Αν υπάρχουν ανεπιθύμητες ενέργειες ή η αντιϋπερτασική δράση του είναι πολύ μικρή, γίνεται αντικατάσταση φαρμάκου.

Ανεξάρτητα από το ποιο φάρμακο τελικά θα επιλεγεί για έναρξη της αντιυπερτασικής αγωγής, αναφέρουν οι οδηγίες, σε σημαντικό ποσοστό υπερτασικών ασθενών (>50%) δεν επιτυγχάνεται ικανοποιητική ρύθμιση της ΑΠ με μονοθεραπεία, αλλά χρειάζεται συνδυασμός δύο ή περισσότερων φαρμάκων.

Σύμφωνα πάντα με τις οδηγίες των διαγνωστικών και θεραπευτικών πρωτοκόλλων συνταγογράφησης για την υπέρταση, οι προτιμώμενοι διπλοί συνδυασμοί είναι:

(1) ΑΜΕΑ με ΑΔΑ, (2) ΑΥΑ με ΑΔΑ, (3) ΑΜΕΑ με διουρητικό, (4) ΑΥΑ με διουρητικό. Συνδυασμός ΑΜΕΑ με ΑΥΑ δεν συνιστάται.

Συνδυασμός β-αποκλειστή με διουρητικό πρέπει να αποφεύγεται σε ασθενείς με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη, εκτός αν υπάρχει απόλυτη ένδειξη για τη χορήγησή τους (αγγειοδιασταλτικοί β-αποκλειστές προτιμώνται). Συνδυασμός β-αποκλειστή με μη-διϋδροπυριδινικό ΑΔΑ (βεραπαμίλη ή διλτιαζέμη) δεν συνιστάται, εκτός για τη ρύθμιση της καρδιακής συχνότητας σε μόνιμη κολπική μαρμαρυγή.

Τέλος, να σημειώσουμε ότι, σύμφωνα πάντα με τις οδηγίες των διαγνωστικών και θεραπευτικών πρωτοκόλλων συνταγογράφησης για την υπέρταση, τριπλός συνδυασμός χορηγείται όταν ο διπλός έχει αποτύχει και κατά κανόνα πρέπει να περιλαμβάνει διουρητικό. Ο πλέον δόκιμος τριπλός συνδυασμός περιλαμβάνει ΑΜΕΑ ή ΑΥΑ μαζί με ΑΔΑ και διουρητικό.

Νεότερες θεραπευτικές εξελίξεις για τα Μυελοδυσπλαστικά Σύνδρομα (ΜΔΣ)

Είναι επίσης σημαντικό ότι οι υπάρχουσες θεραπευτικές προσεγγίσεις για τα ΜΔΣ γενικά δεν οδηγούν σε ίαση των ασθενών και πολλοί ασθενείς εμφανίζουν υποτροπή ή αντίσταση στη θεραπεία πρώτης γραμμής. Οι πρόσφατες εξελίξεις στη μοριακή διάγνωση έχουν βελτιώσει την κατανόηση του επιστημονικού κόσμου γύρω από το ζήτημα της παθογένεσης των ΜΔΣ, και γίνεται όλο και περισσότερο σαφές ότι η ποικιλόμορφη φύση των γενετικών ανωμαλιών που οδηγούν στην εμφάνιση των ΜΔΣ απαιτεί μια πολύπλοκη και εξατομικευμένη θεραπευτική προσέγγιση.

Στις σελίδες που ακολουθούν, θα προσπαθήσουμε να σας παρουσιάσουμε τις κυριότερες από τις προκλήσεις που σχετίζονται με τις τρέχουσες εξελίξεις, καθώς και νέες προσεγγίσεις που βρίσκονται επί του παρόντος σε ανάπτυξη και αφορούν τη θεραπεία των ΜΔΣ.

Όπως είδαμε και στην ανασκόπηση, ο αριθμός των εγκεκριμένων φαρμάκων για το ΜΔΣ είναι σχετικά περιορισμένος και δεν έχει αποδειχθεί ότι όλοι αυτοί οι παράγοντες είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικοί και μπορούν να βελτιώσουν την επιβίωση των ασθενών.

Βασισμένοι σε δεδομένα που προέρχονταν από Μητρώο για ΜΔΣ στο οποίο ήταν εγγεγραμμένοι 2.377 ασθενείς, ερευνητές εκτίμησαν ότι λιγότερο από τους μισούς (~44%) ασθενείς με διάφορους τύπους ΜΔΣ ήταν υποψήφιοι για εγκεκριμένες θεραπείες2. Γνωρίζουμε ότι πολλά από τα νέα φάρμακα μπορούν να καθυστερήσουν την εξέλιξη της νόσου, αλλά δεν οδηγούν στην ίαση, και ως εκ τούτου οι ασθενείς θα χρειαστούν περαιτέρω θεραπεία.

Αντίστοιχα είναι τα αποτελέσματα για τους ασθενείς με υψηλού κινδύνου ΜΔΣ. Επιπλέον, δεδομένα για ασθενείς με ΜΔΣ υψηλού κινδύνου που προέρχονται από το μητρώο της Ισπανικής Ομάδας Συνεργασίας για τα Μυελοδυσπλαστικά Σύνδρομα (Cooperative Group on Myelodysplastic Syndromes [GESMD]) μεταξύ 2000 και 2013, δείχνουν ότι δεν παρατηρείται αξιοσημείωτη βελτίωση στην επιβίωση των ασθενών κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, παρά την ευρεία χρήση του azacitidine.

Όλα αυτά τα δεδομένα, λοιπόν, υποδηλώνουν ότι υπάρχει μια ανεκπλήρωτη ιατρική ανάγκη για παραπέρα σημαντική βελτίωση –όσον αφορά τα αποτελέσματα– των ασθενών με ΜΔΣ, που έχουν αποτύχει να απαντήσουν θετικά στις θεραπείες πρώτης γραμμής που τους χορηγήθηκαν.

Νέες θεραπευτικές προσεγγίσεις για ΜΔΣ χαμηλού κινδύνου
Υπάρχουν αρκετά νέα φάρμακα που εξετάζονται επί του παρόντος σε ασθενείς με ΜΔΣ χαμηλού κινδύνου. Οι περισσότεροι από αυτούς τους παράγοντες στοχεύουν στη διαχείριση της αναιμίας. Παρακάτω σας παρουσιάζουμε ορισμένα από αυτά τα φάρμακα.

Roxadustat
Το Roxadustat δρα σε ένα ένζυμο που ονομάζεται επαγόμενος από την υποξία παράγοντας προλυλική υδροξυλάση (HIF-PH). Αυτό διεγείρει τη φυσική ανταπόκριση που επέρχεται συνήθως όταν τα επίπεδα οξυγόνου είναι χαμηλά, συμπεριλαμβανομένης της παραγωγής ερυθροποιητίνης και αιμοσφαιρίνης. Με τον τρόπο αυτό αναμένεται να μειωθούν τα συμπτώματα της αναιμίας.
Το Roxadustat έλαβε την άδεια κυκλοφορίας του από τον EMA στις 18 Αυγούστου 2021.

Σύμφωνα με τη σύνοψη της Ευρωπαϊκής Δημόσιας Έκθεσης Αξιολόγησης (EPAR), το Roxadustat είναι φάρμακο που χορηγείται σε ενήλικες για τη θεραπεία των συμπτωμάτων της αναιμίας που προκαλείται από χρόνια νεφρική ανεπάρκεια (μακροχρόνια σταδιακή μείωση της ικανότητας των νεφρών να λειτουργούν σωστά).

Να σημειώσουμε ότι, σύμφωνα με την EPAR, οι ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία με παράγοντα διέγερσης της ερυθροποιητίνης (ESA, ένα φάρμακο που διεγείρει την παραγωγή ερυθρών αιμοσφαιρίων) και των οποίων τα επίπεδα αιμοσφαιρίνης είναι σταθερά, δεν πρέπει να μεταπηδήσουν σε θεραπεία με Roxadustat, εκτός εάν συντρέχουν κλινικοί λόγοι και αναμενόμενα οφέλη. Για τους ασθενείς αυτούς, η δόση έναρξης του Roxadustat θα εξαρτηθεί από τον τύπο και τη δόση του ESA που θα χρησιμοποιηθεί.

To φάρμακο χορηγείται από του στόματος και μελετάται και στα ΜΔΣ, και συγκεκριμένα για τη θεραπεία ασθενών με χαμηλού κινδύνου ΜΔΣ και περιορισμένη ανάγκη μεταγγίσεων.

Τα προκαταρκτικά αποτελέσματα της μελέτης φάσης III έδειξαν ότι 9 (38%) ασθενείς με ΜΔΣ χαμηλού κινδύνου που έλαβαν Roxadustat πέτυχαν απεξάρτηση από την ανάγκη μετάγγισης για ≥56 διαδοχικές ημέρες εντός των πρώτων 28 εβδομάδων, χωρίς σημαντικά προβλήματα ανεπιθύμητων ενεργειών ή ασφάλειας γενικότερα.

Να σημειώσουμε, τέλος, ότι σύμφωνα με την τελευταία ανακοίνωση του FDA,3 (στις 11 Αυγούστου 2021, με επιστολή του), αναφέρεται ότι ο οργανισμός δεν εγκρίνει το φάρμακο στην παρούσα μορφή του για την αντιμετώπιση της αναιμίας που προκαλείται από νεφρική ανεπάρκεια και ζήτησε να διεξαχθεί παραπέρα κλινική μελέτη.

Imetelstat
Στις 27 Ιουλίου του 2020, ο EMA έδωσε στο συγκεκριμένο φάρμακο τον χαρακτηρισμό του ορφανού για τη θεραπεία των ΜΔΣ.

Τα τελομερή και η τελομεράση θεωρούνται σημαντικά για τη διατήρηση της φυσιολογικής αιμοποίησης. Στα ΜΔΣ παρατηρείται βράχυνση των τελομερών και αυξημένη δραστικότητα της τελομεράσης, η οποία συνδέεται με πρόοδο νόσου.

Το Imetelstat είναι ενδοφλέβιος αναστολέας της τελομεράσης, που στοχεύει κύτταρα με βραχεία τελομερή και αυξημένη δραστικότητα τελομεράσης, όπως αυτά που παρατηρούνται στα ΜΔΣ και χορηγείται ενδοφλεβίως.

Πρώιμα αποτελέσματα μιας μελέτης φάσεως ΙΙ/ΙΙΙ με Imetelstat σε εξαρτώμενους από μεταγγίσεις ασθενείς με ΜΔΣ χαμηλού κινδύνου χωρίς del5q, με αντοχή ή απώλεια ανταπόκρισης στην ερυθροποιητίνη, έδειξαν ενθαρρυντικά αποτελέσματα για 57 ασθενείς στην ομάδα της φάσης 2, ενώ στον συνολικό πληθυσμό έδειξαν ότι το 37% των ασθενών απεξαρτητοποιήθηκαν από τις μεταγγίσεις αίματος με διάμεση διάρκεια 65 εβδομάδων. Για την υποομάδα των ασθενών που δεν είχαν λάβει υπομεθυλιωτικούς παράγοντες (HMA) και lenalidomide, τα ποσοστά ανεξαρτησίας μετάγγισης ερυθροκυττάρων 8 και 24 εβδομάδων ήταν 42% και 29%, αντίστοιχα, με διάμεση διάρκεια 86 εβδομάδες. Οι πιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες για την υποομάδα αλλά και τον συνολικό πληθυσμό ήταν κυτταροπενίες, που ήταν όμως συνήθως αναστρέψιμες εντός τεσσάρων εβδομάδων1.

Πίνακας 1: Συνθήκες και λόγοι αποζημίωσης του συνδυασμού Cedazuridine και Decitabine

Νέες θεραπευτικές προσεγγίσεις για ΜΔΣ υψηλού κινδύνου
Λόγω του υψηλού ποσοστού αποτυχίας της θεραπείας με υπομεθυλιωτικούς παράγοντες (HMA) μεταξύ των ασθενών με ΜΔΣ υψηλού κινδύνου, προκύπτει μια ανικανοποίητη ανάγκη για πρόσθετες θεραπευτικές επιλογές σε ασθενείς που αποτυγχάνουν στη θεραπεία με HMA. Σε αυτή λοιπόν την κατηγορία ασθενών με ΜΔΣ, εξετάζονται πολλαπλές ερευνητικές θεραπείες και σχήματα.

Για παράδειγμα, HMA δεύτερης γενιάς βρίσκονται σε κλινική ανάπτυξη για ασθενείς με ΜΔΣ υψηλού κινδύνου. Η Guadecitabine είναι ένας υπομεθυλιωτικός παράγοντας δεύτερης γενιάς του οποίου ο ενεργός μεταβολίτης είναι το decitabine (brand name Dacogen),. Η Guadecitabine χορηγείται υποδορίως και απελευθερώνει αργά τον ενεργό μεταβολίτη της, την decitabine, και αυτό έχει ως αποτέλεσμα παρατεταμένο χρόνο έκθεσης στο φάρμακο. Η Guadecitabine παρουσίασε θετικά αποτελέσματα σε επιλεγμένους ασθενείς σε μελέτη φάσης II και τώρα ερευνάται, σε μελέτη φάση III, σε ασθενείς με ΜΔΣ που απέτυχαν να ανταποκριθούν σε πρώτης γραμμής HMAs.

Η Guadecitabine επέδειξε κλινική δράση με αποδεκτή τοξικότητα σε ασθενείς με μυελοδυσπλαστικό σύνδρομο ενδιάμεσου και υψηλού κινδύνου.

Στις 7 Ιουλίου του 2020, εγκρίθηκε από τον FDA των ΗΠΑ ο συνδυασμός Cedazuridine και Decitabine (εμπορικό όνομα: Inqovi) για τη θεραπεία των ενηλίκων ασθενών με ΜΔΣ διαφόρων υποτύπων κατά FAB (French-American-British subtypes) και κατά IPSS INT-1 και INT-2, για ασθενείς που είναι υποψήφιοι για χορήγηση IV Decitabine.

Το Decitabine είναι ένας υπομεθυλιωτικός παράγοντας, ενώ το Cedazuridine είναι ένας αναστολέας της απαμινάσης της κυτιδίνης (cytidine deaminase inhibitor). Ο συνδυασμός Cedazuridine και Decitabine (Inqovi) αποτελεί τον πρώτο από του στόματος χορηγούμενο υπομεθυλιωτικό παράγοντα που χορηγείται για τη θεραπεία των ενηλίκων ασθενών με ΜΔΣ ενδιάμεσου και υψηλού κινδύνου, καθώς και για την αντιμετώπιση της Χρόνιας Μυελογενούς Λευχαιμίας.

Το φάρμακο, εκτός από τις ΗΠΑ, έχει εγκριθεί στον Καναδά και στην Αυστραλία. Στην Ευρώπη η κατάσταση ανάπτυξης του φαρμάκου βρίσκεται σε κλινική μελέτη φάσης ΙΙΙ.
Ο έγκυρος Καναδικός Οργανισμός Αξιολόγησης Τεχνολογιών Υγείας «CADTH», με απόφασή του που δημοσιεύτηκε τον Σεπτέμβριο του 2021, συνιστά να αποζημιώνεται ο συνδυασμός Cedazuridine και Decitabine, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις και τους λόγους που περιγράφονται στον πίνακα 1 που ακολουθεί.

Τέλος, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι πολλαπλές ερευνητικές θεραπείες και σχήματα βρίσκονται υπό ανάπτυξη γι’ αυτή την κατηγορία ασθενών. Ενδεικτικά, στον πίνακα που ακολουθεί αναφέρουμε μερικές από αυτές τις θεραπείες που βρίσκονται στη φάση της διερεύνησης για ασθενείς με ΜΔΣ υψηλού κινδύνου1.

Συμπέρασμα
Υπάρχει μια τεράστια ανικανοποίητη ανάγκη για νέες θεραπείες για ασθενείς με ΜΔΣ. Τα ποσοστά υποτροπής ανάμεσα σε ασθενείς με ΜΔΣ είναι υψηλά, ενώ πολλοί ασθενείς δεν είναι κατάλληλοι για να τους χορηγηθούν οι υπάρχουσες εγκεκριμένες θεραπείες. Συνεπώς είναι ανάγκη να προσφέρεται στους ασθενείς η δυνατότητα συμμετοχής σε κλινικές μελέτες σε όλα τα στάδια της νόσου. Θα πρέπει να υπογραμμίσουμε στο σημείο αυτό ότι ενώ πολλές από τις κλινικές μελέτες που βρίσκονται σε εξέλιξη αξιολογούν διαφορετικά φάρμακα με διαφορετικούς μηχανισμούς δράσης, οι περισσότερες κλινικές μελέτες βρίσκονται ακόμη στα αρχικά στάδια ανάπτυξης. Η διαφορετική φύση των γενετικών μεταλλάξεων που προκαλούν τα ΜΔΣ και άλλες μυελογενείς αιματολογικές διαταραχές, που κυμαίνονται από κλωνική αιμοποίηση με απροσδιόριστο δυναμικό έως ΟΜΛ, σηματοδοτούν την ανάγκη για ανάπτυξη θεραπειών για συγκεκριμένα υποσύνολα ασθενών. Είναι απίθανο να υπάρξει μια καθολικά αποτελεσματική θεραπεία για τα ΜΔΣ. Καθώς θα μαθαίνουμε περισσότερα για τη μοριακή παθοφυσιολογία των ΜΔΣ, είναι λογικό και να αναμένουμε ότι πιο αποτελεσματικές εξατομικευμένες επιλογές θεραπείας θα γίνονται διαθέσιμες.


Βιβλιογραφία
1 Platzbecker U, Kubasch AS, Homer­Bouthiette C, Prebet T. Current challenges and unmet medical needs in myelodysplastic syndromes. Leukemia. 2021 Aug;35(8):2182-2198. doi: 10.1038/s41375-021-01265-7. Epub 2021 May 28. PMID: 34045662; PMCID: PMC8324480.
2. Germing U, Schroeder T, Kaivers J, Kündgen A, Kobbe G, Gattermann N. Novel therapies in low- and high-risk myelodysplastic syndrome. Expert Rev Hematol. 2019 Oct;12(10):893-908. doi: 10.1080/17474086.2019.1647778. Epub 2019 Jul 31. PMID: 31353975.
3. https://www.drugs.com/nda/roxadustat_210811.html

Η ανάλυση της τρέχουσας πραγματικότητας

Στην εισαγωγή αυτής της μελέτης υπάρχουν ορισμένες ενδιαφέρουσες επισημάνσεις τις οποίες θέλουμε να θέσουμε υπόψη σας προτού προχωρήσουμε στη δική μας ανάλυση.

Είδαμε, αναφέρεται στη μελέτη, «πώς οι εργαζόμενοι στον τομέα της υγείας και της κοινωνικής φροντίδας αγωνίστηκαν μέσα σε συστήματα που ήταν συχνά ανεπαρκώς προετοιμασμένα, συστήματα ανεπαρκώς ευέλικτα (χωρίς ικανοποιητική ευελιξία), συστήματα που δεν διαθέτουν τους απαιτούμενους πόρους, και τα οποία αντιμετώπισαν τεράστιες προκλήσεις για την προσαρμογή τους σε μια κρίση αυτού του μεγέθους».

«Πολλά από αυτά τα προβλήματα δεν είναι νέα», επισημαίνεται στο ίδιο πάντα κείμενο. «Αυτά (τα προβλήματα) μείωσαν την ικανότητά μας να ξεπεράσουμε τις κρίσεις του παρελθόντος, ωστόσο έχουν μείνει άλυτα. Πρέπει να πάρουμε τα διδάγματα από αυτήν την εμπειρία. Ο SARS-CoV-2 δεν ήταν ο πρώτος ιός που κατόρθωσε να περάσει από άλλα είδη στον άνθρωπο και δεν θα είναι ο τελευταίος».

Τώρα, γράφεται στο κείμενο, είναι η ώρα να δημιουργηθούν οι συνθήκες που θα ενθαρρύνουν τις επενδύσεις από την πλευρά των κυβερνήσεων για την υγεία των ανθρώπων και του πλανήτη, και χρειάζονται στην προσπάθεια αυτή επαρκείς πόροι, ευαισθησία και καινοτόμοι εφαρμογές στον τομέα της υγείας, καθώς και κοινωνική φροντίδα, αλλά και προστασία του περιβάλλοντος και των συναφών συστημάτων.

Δεν μπορούν να υπάρξουν βιώσιμες κοινωνίες χωρίς ανθεκτικά και καθολικώς προσβάσιμα, υψηλής ποιότητας, συστήματα υγείας και κοινωνικά συστήματα.

Για όσους έχουμε ζήσει και εργαστεί για αρκετά χρόνια στον τομέα της υγείας στις σύγχρονες κοινωνίες «δυτικού τύπου», θα πρέπει να πούμε ότι δεν είναι η πρώτη φορά που ακούμε ανάλογες διαπιστώσεις. Το ερώτημα λοιπόν που γεννάται είναι τι έχει ειπωθεί και τι έχει γίνει τα τελευταία 40 χρόνια σχετικά με τη σημασία, τον ρόλο και την οργάνωση των συστημάτων υγείας, τι επιτεύχθηκε, τι δεν επιτεύχθηκε και γιατί.

Ανάλυση της τρέχουσας πραγματικότητας
Μια μικρή ιστορική αναδρομή
Προτού εξετάσουμε τις επισημάνσεις της «παν-ευρωπαϊκής επιτροπής για την υγεία και τη βιώσιμη ανάπτυξη» σχετικά με το ποιες και γιατί θα πρέπει να είναι οι πολιτικές προτεραιότητες που η πανδημία έφερε στο προσκήνιο και πάλι, αλλά και γιατί τα συστήματα «ήταν συχνά ανεπαρκώς προετοιμασμένα, συστήματα ανεπαρκώς ευέλικτα και συστήματα που δεν διαθέτουν τους απαιτούμενους πόρους», όπως η ίδια η επιτροπή διαπιστώνει, θεωρούμε ότι είναι αναγκαίο να κάνουμε μια μικρή ιστορική αναδρομή.

Όπως είναι γνωστό στον ιατρικό κόσμο, η λήψη του ιατρικού ιστορικού αποτελεί την πρώτη και σπουδαιότερη πράξη στην ιατρική, αφού αναμφίβολα «η λήψη ενός άρτιου ιστορικού μπορεί να δώσει την τελική διάγνωση σε ποσοστό που κυμαίνεται μεταξύ 80% και 90%».

Θεωρούμε, λοιπόν, ότι μια μικρή ιστορική αναδρομή θα μπορούσε να φωτίσει καλύτερα τη σημερινή πραγματικότητα και το πώς φτάσαμε ώς εδώ, και φυσικά να μας βοηθήσει να διαμορφώσουμε εποικοδομητικές προτάσεις που θα μπορούσαν να συμβάλουν αποφασιστικά στην επίλυση των χρόνιων προβλημάτων στον χώρο της υγείας.

«Τα προβλήματα του σήμερα είναι οι λύσεις που δώσαμε χθες»
Peter M. Senge

Το έτος 1988, στη μηνιαία έκδοση του ΕΟΦ που ονομάζονταν «Το φάρμακο», το κύριο άρθρο είχε τίτλο «Υγεία για όλους το 2000» και αναφερόταν στην προσπάθεια του ΠΟΥ και του ΟΗΕ, που είχε φυσικά σαν στόχο αυτό που έλεγε ο τίτλος του άρθρου. Το άρθρο αυτό βασιζόταν στη μελέτη που κατέθεσε ο ΠΟΥ το 1981 και είχε τον ομώνυμο τίτλο στα αγγλικά: «Health for all by the year 2000». «Κύριος κοινωνικός στόχος των κυβερνήσεων και του ΠΟΥ για τις επερχόμενες δεκαετίες θα πρέπει να είναι η επίτευξη από όλους τους κατοίκους του κόσμου το 2000, ενός επιπέδου υγείας το οποίο θα του επιτρέπει να διάγει μια κοινωνικά και οικονομικά παραγωγική ζωή», δήλωνε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας και συνέχιζε, δηλώνοντας ότι «υγεία δεν είναι μόνο η απουσία αρρώστιας, αλλά εκείνη η φυσική κατάσταση που επιτρέπει στο άτομο να ζει και να δημιουργεί με κάθε τρόπο στο πλαίσιο της ανθρώπινης κοινότητας που ανήκει».

Η θέση αυτή ήταν στην ουσία συνέχεια της θέσης που διατυπώθηκε στο ιστορικό «Διεθνές Συνέδριο Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας» της Alma-Ata το έτος 1978, που έμεινε γνωστή ως «Διακήρυξη της Άλμα-Άτα» (Declaration of Alma-Ata). Στην απόφαση της συνδιάσκεψης, στη θέση I, αναφέρονται τα εξής: «Η διάσκεψη επιβεβαιώνει σθεναρά ότι η υγεία, που είναι μια κατάσταση πλήρους σωματικής, ψυχικής και κοινωνικής ευεξίας και όχι απλώς η απουσία ασθένειας ή αναπηρίας, είναι θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα και η επίτευξη του υψηλότερου δυνατού επιπέδου υγείας είναι ένας πολύ σημαντικός παγκόσμιος κοινωνικός στόχος, του οποίου η υλοποίηση απαιτεί τη δράση πολλών άλλων κοινωνικών και οικονομικών τομέων εκτός από τον τομέα της υγείας».

Στο κείμενο του ΠΟΥ, που δημοσιεύτηκε το 1981 με τίτλο «Health for all by the year 2000», αναφερόταν ακόμη ότι τα προβλήματα υγείας και τα κοινωνικο-οικονομικά προβλήματα είναι στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους, ενώ παρατηρούσε ότι σε αρκετές χώρες η κατάσταση που αφορούσε την υγεία και την κοινωνικο-οικονομική κατάσταση των πολιτών δεν ήταν ικανοποιητική και η τάση για βελτίωση, στο μέλλον, αυτής της κατάστασης δεν ήταν ενθαρρυντική.

Προκειμένου να επιτευχθεί η υγεία για όλους, ο ΠΟΥ θεωρούσε ότι πρέπει να εξασφαλιστούν κάποιες προϋποθέσεις, χωρίς τις οποίες όλα τα προγράμματα για την υγεία θα παραμείνουν κενός λόγος. Υπήρχαν, χαρακτηριστικά, στο κείμενο του ΠΟΥ 38 στόχοι που εντάσσονταν σε 6 ομάδες.

Εμείς, στο σημερινό μας άρθρο, θα αναφέρουμε χαρακτηριστικά ορισμένους από αυτούς τους στόχους που θα μας επιτρέψουν να προσδιορίσουμε καλύτερα τις διαστάσεις των πολιτικών υγείας αλλά και την ανάγκη να συνειδητοποιήσουμε ότι, πέρα από την αντιμετώπιση των προβλημάτων υγείας και την οργάνωση των συστημάτων υγείας που θα μας βοηθήσουν να αντιμετωπίσουμε αυτά τα προβλήματα αποτελεσματικότερα, είναι απαραίτητο να επενδύσουμε στην προαγωγή της υγείας και στην πρόληψη της ασθένειας.

  1. Ομάδα στόχων για τον τελικό σκοπό «υγεία για όλους το 2000».
    α. Μείωση της νοσηρότητας και της αναπηρίας
    β. Μείωση των νοσημάτων του κυκλοφορικού
    γ. Μείωση της θνητότητας από καρκίνο σε άτομα κάτω των 65 ετών τουλάχιστον κατά 15%
  2. Ομάδα στόχων για τους τρόπους ζωής
    α. Τα κράτη-μέλη πρέπει μέχρι το 1990 να καταρτίσουν εκπαιδευτικά προγράμματα που να πλουτίζουν τις γνώσεις, να βελτιώνουν τη δυνατότητα σχεδιασμού και την εμπειρία του πολίτη στην κατανόηση και διατήρηση της υγείας.
    β. Θετική συμπεριφορά υγείας. Μέχρι το 1995 τα κράτη-μέλη πρέπει να αυξήσουν σημαντικά τη θετική συμπεριφορά των πολιτών στα θέματα του καπνίσματος, της λογικής διατροφής, της φυσικής άσκησης και της αντιμετώπισης του άγχους.
  3. Ομάδα στόχων για δημιουργία υγιεινού περιβάλλοντος
    α. Έλεγχος της ρύπανσης του αέρα
    β. Εξασφάλιση ποιότητας τροφίμων
    γ. Έλεγχος επικίνδυνων αποβλήτων
    δ. Εξασφάλιση εγκατάστασης και κατοικίας με ανθρώπινες συνθήκες για όλους τους πολίτες έως το έτος 2000.
  4. Ομάδα στόχων για την κατάλληλη φροντίδα υγείας
    α. Μέχρι το 1990 ανάπτυξη συστήματος παροχής υπηρεσιών υγείας βασισμένο στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας και πλαισιωμένο από δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια, σύμφωνα με τις αποφάσεις της Alma-Atta.
    β. Οργάνωση των υπηρεσιών της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας σε συνεργασία μεταξύ των εργαζομένων στο χώρο της υγείας, των πολιτών, των οικογενειών και της ευρύτερης κατά περίπτωση ανθρώπινης κοινότητας.
  5. Ομάδα στόχων για την έρευνα με θέμα: υγεία για όλους. Αναφερόταν ότι ειδικότερα θα πρέπει να συγκεντρωθούν πληροφορίες για:
    α. Για την υγεία των πολιτών
    β. Για τους βιολογικούς παράγοντες που επιδρούν στην υγεία
    γ. Για τη σημασία του τρόπου ζωής στη διατήρηση της υγείας
  6. Ομάδα στόχων για την υποστήριξη των μηχανισμών ανάπτυξης της υγείας
    α. Διαμόρφωση πολιτικής για την υγεία για όλους
    β. Μελέτη και καθορισμός των διαθέσιμων πόρων και των προτεραιοτήτων
    γ. Ανάπτυξη πληροφοριακών συστημάτων για την υγεία, ικανών να εξυπηρετήσουν την εθνική στρατηγική για την υγεία για όλους. Οι πηγές πληροφόρησης βαθμιαία θα πρέπει να είναι προσπελάσιμες και από το ευρύ κοινό.
    δ. Σχεδιασμός εκπαίδευσης και κατανομή του προσωπικού υγείας

Πέρα όμως από την πρωτοβουλία του κορυφαίου οργανισμού υγείας και πριν από τη «Διακήρυξη της Άλμα-Άτα», το έτος 1974 υπήρξε μία άλλη σημαντική παρέμβαση που είχε τον τίτλο «Μια νέα προοπτική για την υγεία των Καναδών» (A new perspective on the health of Canadians), και έμεινε γνωστή σαν «Lalonde Report». Ο Marc Lalonde ήταν υπουργός Εθνικής Υγείας και Πρόνοιας στον Καναδά την αντίστοιχη χρονική περίοδο.

Ο Marc Lalonde παρατήρησε ότι η παραδοσιακή, ή γενικά αυτή που θεωρούνταν αποδεκτή άποψη για τον τομέα της υγείας, ήταν (και σε μεγάλο βαθμό είναι και σήμερα, σημειώνουμε εμείς) ότι η επιστήμη και η «τέχνη» της ιατρικής ήταν η πηγή από την οποία προέρχονταν όλες οι βελτιώσεις στην υγεία των ατόμων και ήταν επίσης δημοφιλής η πεποίθηση εκείνη που εξισώνει το επίπεδο υγείας με την ποιότητα της ιατρικής.

Η νέα έννοια (concept) της υγείας κατά τον Marc Lalonde βρισκόταν στο γεγονός ότι ο τομέας της υγείας μπορεί να χωριστεί σε τέσσερα επιμέρους βασικά μέρη: (I) την ανθρώπινη βιολογία, (II) το περιβάλλον, (III) τον τρόπο ζωής και (IV) την οργάνωση υγείας. Η Έκθεση Lalonde, που δημοσιεύτηκε όπως αναφέραμε και παραπάνω το 1974, ήταν η πρώτη σημαντική κυβερνητική έκθεση που υποστήριξε ότι οι υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης δεν ήταν ο πιο σημαντικός καθοριστικός παράγοντας για την υγεία. Η έκθεση χαιρετίστηκε ευρέως εκτός Καναδά και παρόμοιες (και συχνά καλύτερες) αναφορές και εκθέσεις δημοσιεύτηκαν σε άλλες χώρες, όπως η Βρετανία, οι ΗΠΑ, η Σουηδία και αλλού. Η έκθεση παραμένει ακόμα και σήμερα μια μεγάλη συνεισφορά στον μετασχηματισμό της σκέψης για την υγεία, που έβαλε τη σφραγίδα της στις εξελίξεις που ακολούθησαν στον τομέα αυτό.

Είκοσι δύο χρόνια μετά τη Διακήρυξη της Alma-Ata, το 1978, και περίπου 20 χρόνια μετά τη Διακήρυξη του ΠΟΥ το έτος 1980, με τίτλο «Health for all by the year 2000», οι επικεφαλής των κυβερνήσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τον Μάρτιο του 2000 έθεσαν έναν φιλόδοξο στόχο. Συγκεκριμένα, εξέφρασαν την επιθυμία τους να μετατρέψουν την Ευρωπαϊκή Ένωση «στην πιο ανταγωνιστική και δυναμική οικονομία του κόσμου, βασισμένη στη γνώση και ικανή για μια βιώσιμη ανάπτυξη με περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας, αλλά και μεγαλύτερη κοινωνική συνοχή». Σε αυτήν τη συνάντηση αναγνωρίστηκε η σχέση μεταξύ υγείας και οικονομίας σαν ο ακρογωνιαίος λίθος αυτής της προσπάθειας. Ωστόσο, αυτή η σχέση είναι σύνθετη και επομένως πολύπλοκη.

«Ενώ έχει αναγνωριστεί εδώ και καιρό ότι ο αυξημένος εθνικός πλούτος συνδέεται με τη βελτίωση της υγείας, μόλις πρόσφατα αναγνωρίστηκε η συμβολή της καλύτερης υγείας στην οικονομική ανάπτυξη. Ωστόσο, ενώ αυτή η σχέση έχει πλέον εδραιωθεί σε χώρες χαμηλού εισοδήματος, τα στοιχεία από χώρες υψηλού εισοδήματος, όπως τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι πιο κατακερματισμένα».

«Οι συγγραφείς αυτού του σημαντικού βιβλίου συγκέντρωσαν για πρώτη φορά αυτά τα στοιχεία», δήλωνε στην εισαγωγή του βιβλίου ο Επίτροπος Μάρκος Κυπριανού και συμπλήρωνε: «Συνολικά, αυτά τα στοιχεία παρέχουν ένα ισχυρό επιχείρημα για τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να επενδύσουν στην υγεία των πληθυσμών τους, όχι μόνο επειδή η καλύτερη υγεία είναι ένας επιθυμητός στόχος από μόνη της, αλλά και επειδή αποτελεί σημαντικό καθοριστικό παράγοντα της οικονομικής ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας».

Δυστυχώς, σήμερα ξέρουμε πολύ καλά ότι υπάρχει μια πολύ μεγάλη ανομοιογένεια ανάμεσα στις κράτη-μέλη της Ε.Ε. όσον αφορά την ανάπτυξη των συστημάτων υγείας και έλλειμμα όσον αφορά τη συμβολή των κρατών-μελών, αλλά και της ίδιας της Ε.Ε., στην ανάπτυξη πολιτικών υγείας που θα βοηθούσαν στην υλοποίηση των στόχων που τέθηκαν για πρώτη φορά πριν από 42 περίπου χρόνια και επαναδιατυπώθηκαν για την Ευρώπη πριν από περίπου 22 χρόνια. Θεωρούμε ότι αυτή η «αποτυχία» θα πρέπει να γίνει η αφορμή για μια σε βάθος έρευνα, στην οποία θα πρέπει να εμπλακούν οι επιστήμονες της υγείας, οι πολίτες κάθε κράτους -μέλους ξεχωριστά, αλλά και όλοι οι Ευρωπαίοι πολίτες, καθώς και οι δημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις και οι θεσμοί της Ευρώπης, ώστε να εντοπιστούν τα αίτια που οδήγησαν στη σημερινή κατάσταση.

«Αν είχα μία ώρα στη διάθεσή μου για να επιλύσω ένα πρόβλημα, τότε θα αφιέρωνα τα 55 λεπτά από τον χρόνο μου συλλογιζόμενος (αναλύοντας) το πρόβλημα και 5 λεπτά
για να δώσω λύσεις»
Albert Einstein

Θεωρούμε ότι μαζί με την επιστημονική έρευνα είναι απαραίτητο να υπάρξει και ένας ουσιαστικός διάλογος ανάμεσα σε όλους τους εμπλεκομένους, που αναφέραμε παραπάνω, και ο οποίος θα εστιάζει την προσοχή του στην όλη εικόνα αλλά και στις επιμέρους σημαντικές συνιστώσες που σχηματίζουν αυτή την εικόνα. Είναι σημαντικό, για παράδειγμα, να εντοπίσουμε τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στις εφαρμοζόμενες οικονομικές πολιτικές και την ανεπάρκεια σε απαιτούμενους πόρους, που οδήγησαν στη δημιουργία «συστημάτων που ήταν συχνά ανεπαρκώς προετοιμασμένα», όπως επισημαίνει η έκθεση «Rethinking Policy Priorities in the light of Pandemics».

Πιστεύουμε ότι είναι ανάγκη σήμερα, όχι απλώς να σκεφτούμε και να δράσουμε έξω από το πλαίσιο που έχουμε δημιουργήσει, αλλά να επαναπροσδιορίσουμε το όλο πλαίσιο και να επαναδιατυπώσουμε το «πρόβλημα» της υγείας με σύγχρονους όρους.

Αναδυόμενες επιτυχείς πρακτικές στην αντιμετώπιση της πανδημίας

Η παρουσίαση της εκτεταμένης περίληψης που ακολουθεί, βασίστηκε σε άρθρο που δημοσιεύτηκε στο «Exemplars in Global Health (EGH) platform»,[1] με τίτλο «Η Νότια Κορέα πήρε το μάθημα της από τον MERS» (South Korea Learned the Lessons of MERS).

Όπως αναφέρεται στη μελέτη, η απάντηση της Νότιας Κορέας στην πανδημία από την COVID-19 ξεχωρίζει, επειδή οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν κατόρθωσαν να «επιπεδώσουν» την καμπύλη της επιδημίας γρήγορα, χωρίς να χρειαστεί να κλείσουν οι επιχειρήσεις, να εκδοθούν οδηγίες για την παραμονή των πολιτών στα σπίτια τους ή να εφαρμοστούν πολλά από τα αυστηρά μέτρα που υιοθετήθηκαν από άλλες χώρες με υψηλό κατά κεφαλήν εισόδημα. Η επιτυχία της χώρας βασίστηκε στην εφαρμογή ενός πλαισίου ετοιμότητας σε τρεις φάσεις: ανίχνευση, περιορισμός και θεραπεία. Από την πρώτη στιγμή εμφάνισης της πανδημίας, η λήψη των αποφάσεων στη Νότια Κορέα βασίστηκε στη συνεργασία ανάμεσα στην κυβέρνηση και στην επιστημονική κοινότητα.

Ανίχνευση: Η Νότια Κορέα προχώρησε άμεσα στην κατασκευή εκατοντάδων καινοτόμων κλινικών προληπτικού ελέγχου υψηλής χωρητικότητας και συνεργάστηκε στενά με τον ιδιωτικό τομέα, για να εξασφαλίσει επαρκή παροχή εξετάσεων. Καθώς η επιδημία κλιμακώθηκε, δημιουργήθηκαν περίπου 600 κέντρα δοκιμών για τον αποτελεσματικό έλεγχο και των ατόμων που ήταν εκτός συστήματος υγείας, με την ικανότητα των ελέγχων να φτάνει τα 15.000 έως 20.000 τεστ την ημέρα.

Περιορισμός: Η Νότια Κορέα απομόνωσε τους ασθενείς φορείς του ιού, υποστήριξε όσους βρίσκονταν σε καραντίνα, έτσι ώστε να αυξήσουν τη συμμόρφωσή τους και, το σημαντικότερο, εντοπίστηκαν οι επαφές με ασυνήθιστη επιμέλεια και ακρίβεια. Ένα εργατικό δυναμικό εκατοντάδων στελεχών στην επιδημιολογία χρησιμοποιήθηκε για αυτές τις προσπάθειες εντοπισμού και εξουσιοδοτήθηκε να χρησιμοποιήσει μια μεγάλη ποικιλία πηγών δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων συναλλαγών με πιστωτικές κάρτες και τηλεοπτικών πλάνων κλειστού κυκλώματος.

Θεραπεία: Το σύστημα ενισχύθηκε σημαντικά για να μπορέσει να καλύψει τη ζήτηση, ειδικά στο Daegu, μια τοποθεσία στην οποία καταγράφηκε μεγάλος αριθμός μολύνσεων. Μόνο στο Daegu προσλήφθηκαν επιπλέον 2.400 εργαζόμενοι στον τομέα της υγείας. Σε ολόκληρη τη χώρα, η κυβέρνηση έφτιαξε προσωρινά νοσοκομεία για να αυξήσει τη χωρητικότητα και αντιμετώπισε τις ελλείψεις Μέσων Ατομικής Προστασίας (ΜΑΠ) μέσω κεντρικών κρατικών αγορών.

Το ευρύτερο περιβάλλον (κοινωνικό, πολιτιστικό, πολιτικό) της Νότιας Κορέας βοήθησε την κυβέρνηση να ενεργήσει γρήγορα και αποτελεσματικά. Φαίνεται ότι η χώρα, μετά την ανεπιτυχή προσπάθειά της να απαντήσει αποτελεσματικά στην προηγούμενη πανδημία MERS (Middle East Respiratory Syndrome) το 2015, οδήγησε την κυβέρνησή της να κάνει αρκετές μεταρρυθμίσεις στο σύστημα υγείας για να ενισχύσει την ετοιμότητά του. Επιπλέον, η χώρα φάνηκε ότι διαθέτει ένα αποτελεσματικό λειτουργικό εθνικό σύστημα ασφάλισης υγείας, πλήρως στελεχωμένο σε ανθρώπινο δυναμικό και υποδομές αλλά και με εποικοδομητικές σχέσεις με βασικά ιδρύματα, όπως το γραφείο του Προέδρου, το Υπουργείο Υγείας και τα Κορεατικά Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων, που επέτρεψαν μια εξαιρετικά αποφασιστική αντίδραση στην πανδημία.

Θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι  η Νότια Κορέα διαθέτει ένα ισχυρό σύστημα υγείας , το οποίο έχει επιτύχει καθολική κάλυψη υγειονομικής περίθαλψης από το 1989 (universal health care coverage), ενώ η χώρα μεταπήδησε σε ένα σύστημα κοινωνικής ασφάλισης με έναν μόνο πληρωτή από το 2004 (a single-payer system).[2]  Το 2015 η Νότια Κορέα προσπάθησε να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στο ξέσπασμα του MERS. Κατά τη διάρκεια των έξι μηνών αυτής της επιδημίας, όπου παρουσιάστηκαν 17.000 ύποπτα κρούσματα και 38 θάνατοι, οι Κορεάτες έζησαν με φόβο και η κυβέρνηση έχασε περίπου 2,6 δισεκατομμύρια δολάρια σε τουριστικά έσοδα, ενώ ξόδεψε σχεδόν 1 δισεκατομμύριο δολάρια ΗΠΑ για τη διάγνωση, τη θεραπεία και άλλες δραστηριότητες που στόχευαν στην αντιμετώπιση της επιδημίας.

Μετά την επιδημία από τον MERS, η χώρα προχώρησε σε μια σειρά μέτρων που αφορούσαν τις πολιτικές υγείας, οι οποίες είχαν στόχο να βελτιώσουν την ετοιμότητα της χώρας στην αντιμετώπιση μιας πανδημίας.

Όταν η COVID-19 «εισέβαλε» στη Νότια Κορέα, η οδυνηρή ανάμνηση του MERS ενέπνευσε μια έγκαιρη επιθετική κυβερνητική απάντηση αλλά και την προθυμία των κατοίκων της να πάρουν μέτρα ατομικής προστασίας, όπως για παράδειγμα να φορούν μάσκες, να συνεργάζονται με ιχνηλάτες επαφών και να ακούν με προσοχή τους επαγγελματίες της δημόσιας υγείας.

Έτσι, για παράδειγμα, η χρήση μάσκας σε δημόσιους χώρους, η οποία ήδη είχε μπει στη ζωή των πολιτών της Νότιας Κορέας λόγω της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, έγινε κοινωνικός κανόνας νωρίς κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Μια δημοσκόπηση έδειξε ότι περισσότεροι άνθρωποι τηρούσαν τα δημόσια πρωτόκολλα πρόληψης κατά τη διάρκεια της επιδημίας COVID-19, συγκριτικά με την επιδημία MERS.

Το Χρονολόγιο της Πανδημίας
Η Νότια Κορέα ήταν από τις πρώτες χώρες που βίωσαν την εμπειρία της πανδημίας από την COVID-19, με το πρώτο κρούσμα να έχει εισαχθεί από την Wuhan και να αναφέρεται στις 20 Ιανουαρίου 2020. Η κυβέρνηση, μέσα σε λίγες ημέρες από τη στιγμή που έγινε γνωστή η υπόθεση, δημιούργησε μια επιτροπή έκτακτης ανάγκης για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Ο αριθμός των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων κυμαινόταν από μηδέν έως δύο ημερησίως, για τον πρώτο μήνα της επιδημίας, έως ότου εντοπίστηκε ένα σύνολο κρουσμάτων στο Daegu, μια πόλη 2,5 εκατομμυρίων κατοίκων περίπου. Το σύνολο κρουσμάτων πρωτοεμφανίστηκε στις 19 Φεβρουαρίου και συμπεριελάμβανε 15 περιστατικά, που συνδέθηκαν με την εκκλησία «Shincheonji του Ιησού». Η ιχνηλάτηση έδειξε ότι τα κρούσματα προήλθαν από τον ασθενή 31 που ταξίδεψε στις πόλεις Daegu (συμπεριλαμβανομένης της εκκλησίας) και Σεούλ, πριν από τη διάγνωσή του ως φορέα του ιού. Στη συνέχεια, τα καθημερινά επιβεβαιωμένα κρούσματα αυξήθηκαν γρήγορα και έφτασαν στα 909 στις 29 Φεβρουαρίου, δηλαδή μέσα σε περίπου δέκα ημέρες.

Μετά από αυτή την κορύφωση, ο αριθμός των νέων κρουσμάτων μειώθηκε ραγδαία μέσα στις επόμενες δύο εβδομάδες, μέχρι να φτάσει κάτω από τα 200 επιβεβαιωμένα καθημερινά κρούσματα έως τις 12 Μαρτίου 2020. Έκτοτε, τα καθημερινά κρούσματα μειώθηκαν σταθερά στο μηδέν, αν και υπήρξε μια μικρή αναζωπύρωση στα μέσα Μαΐου (περίπου 30 περιστατικά την ημέρα), καθώς η χώρα άρχισε να «ανοίγει» ξανά και να επανέρχεται στην κοινωνική και οικονομική κανονικότητα.

Ανίχνευση κρουσμάτων
Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι στη Νότια Κορέα τα χρόνια μεταξύ MERS και COVID-19 εμφανίστηκαν πολλές εταιρείες βιοτεχνολογίας, που μέσα από συμπράξεις δημόσιου-ιδιωτικού τομέα προχώρησαν στην ανάπτυξη και κλιμάκωση των τεστ για τον SARS-CoV-2, τον ιό που προκαλεί την COVID-19. Να υπογραμμίσουμε με έμφαση ότι το κορεατικό CDC έλαβε δείγματα ιών από την Κίνα για να ξεκινήσει την ανάπτυξη διαγνωστικών εργαλείων, προτού ακόμη επιβεβαιωθεί το πρώτο κρούσμα στη Νότια Κορέα. Έτσι λοιπόν, μόλις αναφέρθηκε το πρώτο κρούσμα, η Νότια Κορέα έστρεψε το ενδιαφέρον της στην προετοιμασία της για έλεγχο μεγάλης κλίμακας μέσω των τεστ.

Μία εβδομάδα μετά την εμφάνιση του πρώτου κρούσματος, στις 27 Ιανουαρίου 2020, το CDC της Νότιας Κορέας απευθύνθηκε στις αντίστοιχες εταιρείες παραγωγής τεστ αντισωμάτων και κατόρθωσε να έχει στη διάθεσή του χιλιάδες τεστ ημερησίως, με αποκορύφωμα τα 100.000 τεστ ημερησίως τον Μάρτιο του 2020. Τον Απρίλιο, 118 οργανισμοί είχαν τη δυνατότητα να διεξάγουν 15.000 έως 20.000 τεστ ημερησίως.

Στη συνέχεια οι υγειονομικές αρχές της Νότιας Κορέας ενίσχυσαν τον έλεγχο. Για παράδειγμα, και προκειμένου να αποφευχθεί η είσοδος μολυσμένων ατόμων στα νοσοκομεία, δημιουργήθηκαν κλινικές προληπτικού ελέγχου COVID-19 έξω από τις εισόδους τους. Όσοι εντοπίστηκαν μέσω της διαδικασίας ανίχνευσης, προχώρησαν στη διεξαγωγή τεστ  και τους είπαν να επιστρέψουν και να αυτοπεριοριστούν εντός του σπιτιού τους όσο περίμεναν τα αποτελέσματα, ενώ όσοι θεωρούνταν χαμηλού κινδύνου έλαβαν κάρτα εισόδου ημέρας.

Κατά την περίοδο και κατά τη διάρκεια της έξαρσης, οι υπεύθυνοι υγείας άνοιξαν 600 κέντρα ελέγχου χρησιμοποιώντας καινοτόμους προσεγγίσεις για την αύξηση της χωρητικότητας. Για παράδειγμα, τα κέντρα ελέγχου με διέλευση αυτοκινήτων συνέλεξαν τριπλάσια δείγματα από τα συμβατικά κέντρα ελέγχου, αφαιρώντας ταυτόχρονα την ανάγκη για αίθουσες αρνητικής πίεσης που εμποδίζουν τη διαφυγή μολυσμένου αέρα. Εν τω μεταξύ, τηλεφωνικά κέντρα ελέγχου επέτρεψαν στους εργαζομένους στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης να αξιολογήσουν και να ελέγξουν πολίτες χωρίς να έρθουν σε άμεση επαφή μαζί τους. Εν κατακλείδι, η Νότια Κορέα κατόρθωσε να πραγματοποιήσει, μέχρι τα τέλη Μαρτίου, πάνω από 300.000 τεστ συνολικά, ποσοστό πάνω από 40 φορές μεγαλύτερο κατά κεφαλήν, σε σύγκριση με τις Ηνωμένες Πολιτείες κατά την ίδια χρονική περίοδο.

Απομόνωση και καραντίνα
Η κορεατική κυβέρνηση μετέτρεψε δημόσιες εγκαταστάσεις και ησυχαστήρια που ανήκουν σε ιδιωτικές εταιρείες σε «κέντρα» προσωρινής απομόνωσης. Το έκανε για δύο λόγους: πρώτον, για να φροντίσει τους ασθενείς με COVID-19, αποτρέποντας παράλληλα τη μετάδοση στα νοικοκυριά και, δεύτερον, για να ανακουφίσει τα νοσοκομεία από την πιθανότητα έλλειψης κρεβατιών. Οι εργαζόμενοι στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης παρακολουθούσαν και διατηρούσαν σε καραντίνα κλινικά σταθερούς ασθενείς που δεν απαιτούσαν νοσηλεία και νοσοκομειακή περίθαλψη. Στο Daegu, στην πόλη στην οποία υπήρξαν τα πρώτα ομαδικά κρούσματα, 15 κοινοτικά κέντρα θεραπείας, συμπεριλαμβανομένων αρκετών σε κοιτώνες για εκπαιδευτικά ιδρύματα ιδιωτικών εταιρειών όπως η Samsung και η LG, έγιναν δεκτά 3.033 άτομα μεταξύ της 3ης  και 26ης Μαρτίου 2020. Οι επαγγελματίες υγείας παρακολούθησαν τα κέντρα και οι ασθενείς ανέφεραν τα συμπτώματά τους τακτικά μέσω εφαρμογής smartphone ή τηλεφώνου. Οι εγκαταστάσεις ήταν εξοπλισμένες με παλμικά οξύμετρα, μηχανήματα ακτίνων-Χ και RT-PCR για τον SARS-CoV-2. Μόνο 81 από τις 3.033 (2,67 τοις εκατό) περιπτώσεις μεταφέρθηκαν σε νοσοκομείο για υψηλότερο επίπεδο υγειονομικής φροντίδας.

Εν τω μεταξύ, το προσωπικό στα τοπικά κέντρα δημόσιας υγείας παρακολουθούσε στενά άτομα που αυτο-περιορίστηκαν (μπήκαν σε καραντίνα) επειδή είχαν έρθει σε επαφή με επιβεβαιωμένο κρούσμα ή είχαν ταξιδέψει στο εξωτερικό ή υποψιάζονταν ότι μπορεί να είχαν μολυνθεί. Ένας υπάλληλος δημόσιας υγείας έκανε check -in μαζί τους, δύο φορές την ημέρα και παρέδιδε φαγητό και προϊόντα ατομικής περιποίησης.

Ιχνηλάτηση επαφών
Η Νότια Κορέα υιοθέτησε μια επιθετική προσέγγιση στην ιχνηλάτηση των επαφών αμέσως μετά το ξέσπασμα της πανδημίας. Πρώτον, αύξησαν το δίκτυο των υπαλλήλων που υλοποιούσαν την ιχνηλάτηση. Δεύτερον, έδωσαν σε αυτούς τους εργαζομένους πρόσβαση σε διαφορετικούς τύπους δεδομένων, εκτός από αυτά που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν μέσα από την κλασική συνέντευξη με τους ασθενείς. Τρίτον, χρησιμοποίησαν δημόσια μέσα επικοινωνίας προκειμένου να ενδυναμώσουν τη στάση των πολιτών στο να βοηθήσουν το σύστημα υγείας με τον εντοπισμό επαφών.

Η Νότια Κορέα διεύρυνε το συνηθισμένο στελεχικό δυναμικό της Υπηρεσίας Πληροφοριών Επιδημιών [Epidemic Intelligence Service (EIS)], εκπαιδεύοντας γρήγορα προσωπικό σε περίπου 250 τοπικά δημόσια κέντρα υγείας, προσλαμβάνοντας 300 ιδιωτικούς επιδημιολόγους και αξιοποιώντας προσωπικό σε 11 μη κυβερνητικές οργανώσεις που εκπαιδεύουν και υποστηρίζουν στελέχη της EIS. Αυτή η πολυεπίπεδη προσέγγιση ήταν αποτελεσματική, με τους παλαίμαχους αξιωματούχους της EIS να διεξάγουν τις πιο περίπλοκες έρευνες σε μεγάλες ομάδες και εγκαταστάσεις υγείας και το έκτακτο προσωπικό να χειρίζεται μικρότερες ομάδες, συμπεριλαμβανομένων των οικογενειών. Αυτές οι προσπάθειες οδήγησαν σε έγκαιρη ανίχνευση περιστατικών, κράτησαν χαμηλά το ποσοστό των νέων λοιμώξεων και μείωσαν δυνητικά τα ποσοστά θνησιμότητας, αποτρέποντας τη ροή πολλών ασθενών προς τα νοσοκομεία και τις λοιμώξεις μεταξύ ατόμων υψηλού κινδύνου.

Το έργο των αξιωματούχων της EIS διευκολύνθηκε περαιτέρω από τις νομικές αλλαγές που ακολούθησαν το ξέσπασμα του MERS το 2015. Όταν ήταν απαραίτητο, τα στελέχη της υπηρεσίας είχαν τη δυνατότητα να αντλήσουν τέσσερις βασικούς τύπους πληροφοριών, εκτός από τις συνεντεύξεις ασθενών και γιατρών:

  • Επισκέψεις σε διάφορες εγκαταστάσεις υγειονομικού ενδιαφέροντος, συμπεριλαμβανομένων φαρμακείων και ιατρικών εγκαταστάσεων
  • Δεδομένα κινητής τηλεφωνίας GPS από κινητά τηλέφωνα
  • Αρχεία καταγραφής συναλλαγών με πιστωτική κάρτα
  • Κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης

Αυτές οι πληροφορίες συνδυάστηκαν με συνεντεύξεις και διασταυρώθηκαν με άλλα δεδομένα για τον εντοπισμό επαφών και τη λήψη των κατάλληλων μέτρων περιορισμού.

Όσοι διαπιστώθηκαν πως είχαν επαφή με επιβεβαιωμένο ή ύποπτο κρούσμα, έπρεπε να αυτο-περιοριστούν στο σπίτι ή σε καθορισμένες εγκαταστάσεις για 14 ημέρες, όπως και οι ταξιδιώτες που εισέρχονταν στη χώρα. Ήδη από τα τέλη Ιανουαρίου, η Νότια Κορέα άρχισε να απαιτεί ειδικές διαδικασίες εισόδου για ταξιδιώτες που προέρχονταν από τη Γουχάν της Κίνας. Οι διαδικασίες περιλάμβαναν αρχικά ειδικές γραμμές εισόδου και ερωτηματολόγια, και αργότερα επεκτάθηκαν σε ελέγχους θερμοκρασίας, έλεγχο στα σύνορα για όλους τους ταξιδιώτες και υποχρεωτικές καραντίνες που παρακολουθούνταν για 14 ημέρες. Να υπογραμμίσουμε ότι αυτή η πολιτική εντοπισμού και καραντίνας, αντί του περιορισμού της εισόδου για έναν ταξιδιώτη, είναι σύμφωνη και με τους διεθνείς κανονισμούς για την υγεία, ενώ το κλείσιμο των συνόρων δεν είναι.

Η Νότια Κορέα έκανε αποτελεσματική χρήση της τεχνολογίας, για να διασφαλίσει τη συμμόρφωση των πολιτών στις προσπάθειες περιορισμού, αναπτύσσοντας εφαρμογές που συγκέντρωσαν τα σχετικά δεδομένα, γεγονός που ελάφρυνε το εργασιακό βάρος των αξιωματούχων της EIS και τους επέτρεπε να αντιμετωπίσουν τον μεγάλο όγκο ερευνών. Οι «τροχιές» των ασθενών δημοσιοποιούνταν, για να μπορέσουν οι πολίτες να παρακολουθούν τις κινήσεις τους, σε σύγκριση με εκείνες των υπόπτων περιπτώσεων. Οι πληροφορίες των ταξιδιωτών κοινοποιήθηκαν σε υγειονομικές εγκαταστάσεις και φαρμακεία, για να διευκολυνθεί ο έγκαιρος εντοπισμός των κρουσμάτων και των επαφών.

Θεραπεία
Στη Νότια Κορέα καθορίστηκαν οι ακόλουθες επτά ομάδες, που διατρέχουν τον υψηλότερο κίνδυνο για σοβαρή ασθένεια από την COVID-19: (1) Ενήλικες άνω των 65 ετών, (2) πολίτες με υποκείμενα χρόνια νοσήματα, όπως διαβήτης, χρόνια νεφροπάθεια, ηπατοπάθεια, καρδιοπάθεια και HIV, (3) ασθενείς με αιματολογικές νεοπλασίες, (4) καρκινοπαθείς στους οποίους χορηγείται χημειοθεραπεία, (5) ασθενείς που λαμβάνουν ένα ή και περισσότερα ανοσοκατασταλτικά φάρμακα, (6) έγκυοι γυναίκες, υπερβολικά παχύσαρκοι, όσοι υποβάλλονται σε αιμοκάθαρση, λήπτες μοσχεύματος και καπνιστές, (7) άτομα με επίπεδο κορεσμού οξυγόνου στο αίμα κάτω από το 90%.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι η Νότια Κορέα είχε εξασφαλίσει την ετοιμότητα ανταπόκρισης για αυτές και άλλες ομάδες ασθενών, εκτελώντας προσομοιώσεις διαφόρων συνθηκών επιδημίας στα νοσοκομεία πριν ξεκινήσει η πανδημία της COVID-19.

Η Νότια Κορέα εξασφάλισε επίσης το απαραίτητο προσωπικό και την απαραίτητη τεχνολογία για να αυξήσει γρήγορα την παραγωγική ικανότητα του συστήματος.
Κατά τη διάρκεια της έλλειψης κλινών στα νοσοκομεία της πόλης Daegu, που ήταν στο επίκεντρο της πανδημίας, οι υγειονομικοί αξιωματούχοι ανέπτυξαν ένα σύστημα διαλογής χρησιμοποιώντας ένα γρήγορο σύστημα βαθμολόγησης, προκειμένου να ταξινομήσουν τους ασθενείς σε ήπια, μέτρια, σοβαρά και κρίσιμα νοσήσαντες. Οι ήπια νοσήσαντες ασθενείς στάλθηκαν σε κοινοτικά κέντρα θεραπείας όπου παρακολουθήθηκαν στενά. Οι μέτρια νοσήσαντες ασθενείς στάλθηκαν σε κοινοτικά νοσοκομεία και οι βαριά ή σε κρίσιμη κατάσταση ασθενείς νοσηλεύτηκαν σε τριτοβάθμια νοσοκομεία πλήρως εξοπλισμένα, με δυνατότητα παροχής φροντίδας σε επίπεδο εντατικής θεραπείας.

Πίνακας 1 και 2: Ημερήσιοι θάνατοι ανά εκατομμύριο κατοίκους

Πηγή: Our world in data

Κάνοντας χρήση φορητών συσκευών αρνητικής πίεσης, η κυβέρνηση μπόρεσε να επεκτείνει γρήγορα την παροχή προσωρινών αιθουσών απομόνωσης για όσους είχαν ανάγκη. Για παράδειγμα, στο Daegu, οι αξιωματούχοι δημιούργησαν περίπου 400 επιπλέον κρεβάτια σε αίθουσες αρνητικής πίεσης κατά τη διάρκεια της πανδημικής κρίσης.

Όπως και σε πολλές άλλες πόλεις παγκοσμίως, κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19, έτσι και η Daegu αντιμετώπισε έλλειψη ΜΑΠ, ένα κρίσιμο ζήτημα που η κλιμάκωσή του απασχόλησε την εθνική κυβέρνηση. Αρχικά, η κυβέρνηση περιόρισε τις εξαγωγές μάσκας και ποινικοποίησε την αποθήκευση των ΜΑΠ στα καταστήματα λιανικής πώλησης, αλλά στα μέσα Φεβρουαρίου, τα έκτακτα μέτρα διπλασίασαν την παραγωγή μάσκας στη Νότια Κορέα σε 10 εκατομμύρια κατά μέσο όρο ημερησίως μέχρι τον Μάρτιο.

Επιπλέον, η κυβέρνηση παρενέβη στις αρχές Μαρτίου για να αγοράσει το 80% της προσφοράς μάσκας από κορεάτες κατασκευαστές, να απαγορεύσει πλήρως τις εξαγωγές, να θέσει όριο τιμών στις πωλήσεις μάσκας και να περιορίσει τον αριθμό των μασκών που μπορούσαν να πωληθούν εβδομαδιαίως μέσω των καταστημάτων λιανικής. Τέλος, η κυβέρνηση έδωσε προτεραιότητα στη διανομή μάσκας σε ιατρικές δομές. Αυτές οι παρεμβάσεις παρείχαν ανακούφιση και απέτρεψαν περαιτέρω ελλείψεις, χωρίς να αναγκάσουν τα νοσοκομεία να εκδώσουν πολιτικές για την επαναχρησιμοποίηση των ΜΑΠ.

Στους παρακάτω πίνακες μπορούμε να δούμε και να συγκρίνουμε τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής που εφάρμοσε η Νότια Κορέα, σε σύγκριση με άλλες τέσσερις, επίσης επιτυχημένες αναπτυγμένες χώρες, όσον αφορά τη διαχείριση της πανδημίας.

Συµπεράσµατα
Έχουμε πολλά μαθήματα να πάρουμε, από την εμπειρία της Νότιας Κορέας με την COVID-19, αναγνωρίζοντας παράλληλα ότι τα μαθήματα ενδέχεται να μην αφορούν όλες τις χώρες στον ίδιο βαθμό.

Γράφημα 1: Ημερήσιοι θάνατοι ανά εκατομμύριο κατοίκους

 

Είναι σίγουρο ότι στη Νότια Κορέα υπάρχουν «φυσικές» παράμετροι που συνέβαλαν θετικά στην εφαρμογή του σχεδίου που εκπόνησε η κυβέρνηση της χώρας αυτής για να αντιμετωπίσει την πανδημία. Η Νότια Κορέα, η οποία χωρίζεται από την Κίνα, από τη Βόρεια Κορέα, είναι ουσιαστικά ένα νησί, και αυτό επιτρέπει καλύτερα τον συνοριακό έλεγχο και την πρόσβαση των ταξιδιωτών στη χώρα αυτή. Είναι σίγουρο ότι μια αγροτική χώρα που συνορεύει με περισσότερες χώρες από ξηράς και έχει περισσότερες πύλες εισόδου, θα είχε πιθανόν μεγαλύτερες δυσκολίες στην αντιμετώπιση του θέματος.

Αυτή όμως η οπτική, που είναι σωστή σε μεγάλο βαθμό, δεν θα βοηθούσε κανέναν να βγάλει τα ουσιαστικά συμπεράσματα από την εξαιρετική δουλειά που έγινε στη Νότια Κορέα, αν χρησιμοποιούνταν σαν άλλοθι για τις αδυναμίες και τις παραλείψεις που παρατηρήθηκαν σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, αλλού περισσότερο και αλλού λιγότερο.

Θα μας επιτρέψετε λοιπόν να παραμείνουμε και να επιμείνουμε σε εκείνες τις πλευρές και διαστάσεις της επιτυχίας της Νότιας Κορέας, έχοντας ως στόχο να εντοπίσουμε προβλήματα και νοοτροπίες που θα πρέπει να ξεπεράσουμε, αν θέλουμε να κεφαλαιοποιήσουμε την παγκόσμια εμπειρία, θετική και αρνητική, για να βελτιωθούμε, έτσι ώστε να είμαστε ικανοί να αντιμετωπίσουμε στο μέλλον ανάλογες ή παρόμοιες καταστάσεις.

Η άποψή μας για τις διαστάσεις της επιτυχίας της Νότιας Κορέας
Θεωρούμε ότι το κύριο χαρακτηριστικό της επιτυχίας της Νότιας Κορέας στην αντιμετώπιση της πανδημίας, δεν στηρίζεται σε μία παράμετρο, ή έστω σε μερικές παραμέτρους, αλλά σε ένα σύνολο δράσεων και μέτρων, με κύριο το χαρακτηριστικό της συνεργασίας ανάμεσα σε όλους τους εμπλεκόμενους (stakeholders) και τον αποτελεσματικό σχεδιασμό. Μερικές από τις βασικές διαστάσεις που ξεχωρίζουν και βάζουν τη σφραγίδα τους σε αυτή την επιτυχημένη πορεία, είναι κατά την άποψή μας οι ακόλουθες:

  1. Στρατηγικός σχεδιασμός και στρατηγική σαφήνεια καθοδηγούμενη από δεδομένα. Η Νότια Κορέα, έχοντας πάρει το μάθημά της από την επιδημία του MERS, είχε κατανοήσει πολύ καλά ότι έπρεπε να έχει στρατηγικό σχεδιασμό και σαφήνεια, που σε πολύ αδρές γραμμές σημαίνει καθορισμός της θέσης στην οποία βρίσκεσαι, καθορισμός στόχων και προτεραιοποίησή τους, αλλά και καθορισμός της αλληλουχίας στην οποία αυτοί οι στόχοι πρέπει να εμπίπτουν. Αυτός ήταν και ο λόγος που την οδήγησε στην άμεση εφαρμογή ενός πλαισίου ετοιμότητας σε τρεις φάσεις: ανίχνευση, περιορισμό και θεραπεία, τα οποία και υλοποίησε υποδειγματικά.
  2. «Επενδύσεις» που καθιστούσαν τη χώρα ικανή να αντεπεξέλθει στην πίεση της πανδημίας. Οι επενδύσεις, για παράδειγμα, που έγιναν αμέσως στην κατασκευή εκατοντάδων καινοτόμων κλινικών προληπτικού ελέγχου υψηλής χωρητικότητας και η άμεση πρόσληψη του απαραίτητου επιστημονικού και υγειονομικού προσωπικού, καθώς και η συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα για να καλυφθούν τα οποιαδήποτε κενά, αποτέλεσαν σημαντική παράμετρο επιτυχίας στην αντιμετώπιση της πανδημίας. Ταυτόχρονα η Νότια Κορέα είχε φροντίσει να έχει την απαραίτητη τεχνολογία, που τη βοήθησε να αυξήσει γρήγορα την παραγωγική ικανότητα του συστήματος.
  3. Οργάνωση. Αν κάποιος έχει στοιχειώδη οργανωτική εμπειρία και μελετήσει προσεκτικά τις αντιδράσεις και τα μέτρα που λαμβάνονταν σε κάθε βήμα της πανδημίας, δεν μπορεί να μην καταλήξει ότι η χώρα αυτή διαθέτει εκείνη την οργανωτική ικανότητα που της επιτρέπει να αξιοποιεί με τον βέλτιστο δυνατό τρόπο τους οικονομικούς και τους ανθρώπινους πόρους της. Ο τρόπος με τον οποίο υλοποιήθηκε το έργο της ιχνηλάτησης και ο συντονισμός της από την «Υπηρεσία Πληροφοριών Επιδημιών [Epidemic Intelligence Service (EIS)]» είναι πράγματι υποδειγματικός.
  4. Αποτελεσματικός δημόσιος τομέας. Δεν θεωρώ ότι είναι τυχαίο ότι η χώρα φάνηκε να διαθέτει ένα αποτελεσματικό λειτουργικό εθνικό σύστημα ασφάλισης υγείας, πλήρως στελεχωμένο σε ανθρώπινο δυναμικό και υποδομές, αλλά και με εποικοδομητικές σχέσεις ανάμεσα στα βασικά θεσμικά όργανα, όπως το γραφείο του προέδρου, το Υπουργείο Υγείας και τα Κορεατικά Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων, που επέτρεψαν μια εξαιρετικά αποφασιστική αντίδραση στην πανδημία.
  5. Συστράτευση στην ίδια κατεύθυνση όλων των δομών υγείας, δημοσίων και ιδιωτικών, υπό την ηγεσία της κυβέρνησης και τον έλεγχο του δημοσίου.
  6. Προθυμία και κουλτούρα συνεργασίας. Είναι σίγουρο ότι χωρίς το ευρύτερο θετικό κοινωνικό, πολιτιστικό και πολιτικό περιβάλλον της χώρας αυτής, θα ήταν αδύνατον για την κυβέρνηση να ενεργήσει γρήγορα και αποτελεσματικά, όσο καλό σχεδιασμό και να είχε. Ένας σχεδιασμός ή ένα επιτελικό σχέδιο μπορεί να είναι καλά ή λιγότερο καλά, αλλά σίγουρα η υλοποίησή τους απαιτεί στελέχη και εργαζομένους σε οργανισμούς, που θα έχουν τις απαραίτητες δεξιότητες, θα μπορούν να συνεργαστούν και θα είναι εξουσιοδοτημένοι (delegated) να ενεργήσουν έτσι ώστε ο σχεδιασμός να μετατραπεί σε πράξη.

Από τα τέλη Μαΐου πλέον, η Νότια Κορέα συνεχίζει στον δρόμο που ξέρει, και καθορίζει τον καλύτερο τρόπο εφαρμογής των διαδικασιών επαναλειτουργίας, προσδιορίζοντας σαφείς κατευθυντήριες γραμμές για τη διατήρηση της κοινωνικής αποστασιοποίησης, ενώ επιστρέφει στην πορεία της κανονικής ζωής. Αυτός να είναι πιθανώς ένας ανώμαλος δρόμος που απαιτεί περισσότερη ευελιξία βάσει δεδομένων, που οδήγησε ωστόσο στην επιτυχία της Νότιας Κορέας μέχρι τώρα.


[1] Το «Exemplars in Global Health» είναι ένας «συνασπισμός» εμπειρογνωμόνων, χρηματοδοτών και συνεργατών σε όλο τον κόσμο, υποστηριζόμενος από την Gates Ventures και το ίδρυμα Bill & Melinda Gates. Οι συμμετέχοντες συμμερίζονται την πεποίθηση ότι η σε βάθος κατανόηση των παγκόσμιων επιτυχιών στον τομέα της υγείας μπορεί να βοηθήσει στην καλύτερη κατανομή πόρων, την εφαρμογή ορθότερων πολιτικών, αλλά και στην υλοποίηση των αποφάσεων. Η πλατφόρμα «Exemplars in Global Health» δημιουργήθηκε για να βοηθήσει τους υπεύθυνους λήψης αποφάσεων σε όλο τον κόσμο να μάθουν πώς άλλες χώρες έχουν λύσει σημαντικές προκλήσεις για την υγεία.
[2] Σε ένα σύστημα υγειονομικής περίθαλψης με έναν μόνο πληρωτή, ένας δημόσιος ή οιονεί δημόσιος οργανισμός αναλαμβάνει την ευθύνη για τη χρηματοδότηση της υγειονομικής περίθαλψης για όλους τους κατοίκους. Δηλαδή, όλοι έχουν ασφάλιση υγείας βάσει ενός σχεδίου ασφάλισης υγείας και έχουν πρόσβαση στις απαραίτητες υπηρεσίες-συμπεριλαμβανομένων γιατρών, νοσοκομείων, μακροχρόνιας περίθαλψης, συνταγογραφούμενων φαρμάκων, οδοντιάτρων και οφθαλμολογικής φροντίδας.

Χρήση των πόρων υγειονομικής περίθαλψης με σύνεση

Οι προσδοκίες των ασθενών, όσον αφορά την ανταπόκριση των συστημάτων υγείας και τη δυνατότητά τους να καλύπτουν τις ανάγκες υγείας κάτω από έκτακτες συνθήκες έφεραν στην επιφάνεια αρκετούς προβληματισμούς και ανησυχίες.

Σε ένα άρθρο στο BMJ, που δημοσιεύτηκε στις 14 Ιουλίου 2020, με τίτλο «Covid-19: an opportunity to reduce unnecessary healthcare»¹, αναφέρεται ότι το κόστος της πανδημίας σε συνδυασμό με την επικείμενη οικονομική κρίση, αναπόφευκτα έγινε η αφορμή να διερευνήσουμε τις δυνατότητες του αν πρέπει να κάνουμε «περισσότερα με λιγότερα». Η τραγωδία της πανδημίας, κατά την άποψη των συγγραφέων του άρθρου, δημιούργησε παραδόξως την ευκαιρία να αντιμετωπίσουμε την ολοένα και πιο αναγνωρισμένη πρόκληση παροχής «υπερβολικών υπηρεσιών υγείας» (“too much medicine”) με ασφάλεια και δικαιοσύνη – προκειμένου να βελτιώσουμε τη βιωσιμότητα και την ισότητα στην υγειονομική περίθαλψη.

Οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι υπήρχε ήδη η ανάγκη να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο της υπερπροσφοράς και παροχής υπερβολικών υπηρεσιών υγείας και πριν την έλευση της πανδημίας. Οι αναφορές που υπήρχαν από τις ΗΠΑ και τον ΟΟΣΑ, υποστήριζαν πως τουλάχιστον το 1/5 των εξετάσεων «ρουτίνας» στην υγεία, μπορεί να ήταν άχρηστες, συμπεριλαμβανομένων της «υπερδιάγνωσης» (overdiagnosis) και της αλόγιστης χρήσης πόρων (overuse). Επικαλούνται μάλιστα και μία μελέτη του CIHI, που δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο του 2017, σύμφωνα με την οποία, στον Καναδά, οι ασθενείς λαμβάνουν περισσότερα από ένα εκατομμύριο δυνητικά περιττές εξετάσεις και θεραπείες κάθε χρόνο.

Στο ίδιο έγκυρο επιστημονικό περιοδικό (BMJ) δημοσιεύτηκε μία μελέτη-ανασκόπηση, που ολοκληρώθηκε τον Σεπτέμβριο του 2020 και έγινε αποδεκτή και δημοσιεύτηκε στο BMJ, τον Φεβρουάριο του 2021, με τίτλο «Impact of COVID-19 pandemic on utilisation of healthcare services»². Στη μελέτη αυτή αναφέρεται ότι η χρήση των υπηρεσιών υγείας μειώθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας περίπου στο ένα τρίτο με σημαντική διακύμανση και με μεγαλύτερες μειώσεις μεταξύ των ατόμων που έπασχαν από λιγότερο σοβαρές ασθένειες. Οι συγγραφείς σημειώνουν ότι, ενώ η αντιμετώπιση της ανεκπλήρωτης ανάγκης (unmet need) παραμένει προτεραιότητα, οι μελέτες σχετικά με τις επιπτώσεις των μειώσεων παροχής υπηρεσιών υγείας, μπορούν να βοηθήσουν τα συστήματα υγείας να μειώσουν την περιττή παροχή υπηρεσιών υγείας, στη μετά την πανδημία εποχή.

Σύμφωνα με όσα αναφέρουν οι συγγραφείς, αυτή η ανασκόπηση βασίστηκε σε μελέτες που συνέκριναν τη χρήση υπηρεσιών υγείας κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19 με τουλάχιστον μία συγκρίσιμη περίοδο των προηγούμενων ετών. Οι υπηρεσίες που επιλέχτηκαν περιελάμβαναν επισκέψεις, εισαγωγές στα νοσοκομεία, διαγνωστικές εξετάσεις και θεραπευτικές εφαρμογές. Οι μελέτες που προέρχονταν από μεμονωμένα κέντρα ή αφορούσαν μελέτες αποκλειστικά για ασθενείς με COVID-19 αποκλείστηκαν από την ανασκόπηση.

Σύμφωνα πάντα με τους συγγραφείς της μελέτης, ο κίνδυνος μεροληψίας (Risk of bias) αξιολογήθηκε προσαρμόζοντας το εργαλείο κινδύνου μεροληψίας σε μη τυχαιοποιημένες μελέτες παρεμβάσεων, και χρησιμοποιώντας το εργαλείο «Cochrane Effective Practice and Organization of Care». Τα αποτελέσματα αναλύθηκαν χρησιμοποιώντας περιγραφικά στατιστικά στοιχεία, γραφικά σχήματα και αφηγηματική σύνθεση.

Οι συγγραφείς θεώρησαν ότι το 69% (56/81) των μελετών αυτών διατρέχουν υψηλό κίνδυνο μεροληψίας εξαιτίας των ανεπαρκών δεδομένων που χαρακτήριζαν τη χρήση των υπηρεσιών υγείας στην περίοδο πριν την πανδημία. Αντίθετα, το 4% των μελετών κρίθηκαν ότι παρουσιάζουν χαμηλό κίνδυνο μεροληψίας σε αυτόν τον τομέα, λόγω επαρκών δεδομένων και ανάλυσης που επιτρέπουν τον χαρακτηρισμό των τάσεων για τη χρήση των υπηρεσιών υγείας στην περίοδο πριν την πανδημία.

Το 63% των μελετών κρίθηκε ότι παρουσιάζει υψηλό ή ασαφή κίνδυνο μεροληψίας εξαιτίας της χρήσης διαφορετικών μεθόδων που χρησιμοποιήθηκαν για την αξιολόγηση της χρήσης των υπηρεσιών υγείας κατά την περίοδο προ-πανδημίας και κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ή λόγω έλλειψης πληροφοριών για την αξιολόγηση αυτού του τομέα. Οι περισσότερες μελέτες (n = 74, 91%) κρίθηκαν ότι παρουσιάζουν χαμηλό κίνδυνο μεροληψίας όσο αφορά την επιλεκτική αναφορά των αποτελεσμάτων.

Τέλος, το πρωτεύον αποτέλεσμα (The primary outcome) αφορούσε την αλλαγή στη χρήση υπηρεσιών μεταξύ των χρονικών περιόδων προ-πανδημίας και χρονικών περιόδων της πανδημίας, ενώ το δευτερεύον αποτέλεσμα (The secondary outcome) αφορούσε την αλλαγή των ποσοστών των χρηστών υπηρεσιών υγείας με ήπιες ή περισσότερο σοβαρές ασθένειες (π.χ. αξιολογήσεις διαλογής όπως «triage scores»).

Οι συγγραφείς εντόπισαν με ηλεκτρονική αναζήτηση, μέσα από μία «δεξαμενή μελετών», και επέλεξαν 81 μελέτες που περιλήφθηκαν στη συγκεκριμένη ανασκόπηση.

Είναι σημαντικό να υπογραμμίσουμε ότι οι 81 μελέτες, σύμφωνα πάντα με την ενημέρωση των συγγραφέων της ανασκόπησης, περιελάμβαναν συλλογικά αναφορές για περισσότερες από 6,9 εκατομμύρια υπηρεσίες υγείας που παρασχέθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας και για πάνω από 11 εκατομμύρια κατά τη συγκριτική προ-πανδημική περίοδο.

Επίσης, οι μελέτες αφορούσαν πολλές χώρες σε διάφορες περιοχές: 3 από τις μελέτες ήταν διεθνείς, 20 προέρχονταν από τις ΗΠΑ, 15 από την Ιταλία, 8 από την Γαλλία, 6 από την Γερμανία, 5 από το Ηνωμένο Βασίλειο, 3 από την Ισπανία, 2 από κάθε μία από τις χώρες που ακολουθούν: Ταϊβάν, Χονγκ Κονγκ, Ελλάδα, Δανία, Κατάρ, Αυστραλία, και 1 από κάθε μία από τις χώρες Αργεντινή, Κίνα, Καναδάς, Βραζιλία, Βέλγιο, Χιλή, Μονακό, Τουρκία και Πορτογαλία. Τέσσερις μελέτες προέρχονταν από χώρες χαμηλού εισοδήματος ή μεσαίου εισοδήματος.

Το περιβάλλον υγείας από το οποίο προήλθαν αυτές οι μελέτες αφορούσε: Νοσοκομεία 51%, τμήματα επειγόντων περιστατικών και νοσοκομεία 15%, τμήματα επειγόντων περιστατικών μόνο 19% και πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας 11%. Περισσότερο από το 1/3 των μελετών αφορούσε υπηρεσίες υγείας για καρδιαγγειακές παθήσεις (41%), 17% αφορούσε υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης, 15% υπηρεσίες παροχής υπηρεσιών πρωτοβάθμιας φροντίδας, όπως για παράδειγμα εμβολιασμοί, και 27% αφορούσαν διάφορα προβλήματα υγείας όπως, ορθοπεδικά περιστατικά, τραυματισμούς, γαστρεντερολογικά προβλήματα, και προβλήματα ψυχικής υγείας.

Μετά από αυτές τις διευκρινήσεις που αφορούν κυρίως την ταυτότητα της ανασκόπησης, είναι σημαντικό να υπογραμμίσουμε ότι στην ανασκόπηση «μπήκαν στο μικροσκόπιο» τέσσερις βασικές υπηρεσίες υγείας. Οι συγγραφείς της ανασκόπησης μας ενημερώνουν ότι κατηγοριοποίησαν τις 143 εκτιμήσεις μεταβολών σε τέσσερις ομάδες, σύμφωνα με τον τύπο των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας. 41 εκτιμήσεις αφορούσαν επισκέψεις σε υγειονομικές δομές, 43 αφορούσαν εισαγωγή στα νοσοκομεία, 12 εκτιμήσεις αφορούσαν διαγνωστικές εξετάσεις, και 47 εκτιμήσεις αφορούσαν θεραπευτικές παρεμβάσεις, όπως χειρουργεία, εμβολιασμοί, κλπ.

Η μεγάλη μείωση, σε παγκόσμια κλίμακα, της χρήσης υπηρεσιών υγείας που συνοψίζεται σε αυτήν την ανασκόπηση, κάνει επιτακτική την ανάγκη για ιεράρχηση των προσπαθειών που εστιάζονται στις ανεκπλήρωτες ανάγκες των ασθενών που δεν πάσχουν από την νόσο COVID-19.

Σημαντικά μηνύματα από τις κύριες μελέτες περιλαμβάνουν προβληματισμούς που αφορούν την παρακολούθηση των μακροπρόθεσμων επιπτώσεων αυτής της «χαμένης φροντίδας», τις δημόσιες καμπάνιες που θα πρέπει να παροτρύνουν τους ανθρώπους να αναζητήσουν ιατρική περίθαλψη όταν τη χρειάζονται, και καλύτερη ετοιμότητα στο μέλλον για τη μείωση της έκτασης του φαινομένου της «χαμένης φροντίδας» στα μελλοντικά κύματα της πανδημίας ή σε μελλοντικές πανδημίες που πρόκειται να έλθουν.

Ενδείξεις και τεκμήρια περί υπερβολικής θνησιμότητας του πληθυσμού, πέραν των θανάτων από COVID-19, και συναφή φαινόμενα, όπως η αύξηση των καρδιακών ανακοπών εκτός νοσοκομείου και κλήσεις σε τηλεφωνικές γραμμές έκτακτης ανάγκης 33 34 καθιστούν αυτές τις παροτρύνσεις για δράση ακόμη πιο επείγουσες. Αντιστρόφως, η διαπίστωση της επισκόπησης ότι οι μειώσεις τείνουν συχνά να είναι μεγαλύτερες για ήπιες ή λιγότερο σοβαρές μορφές ασθένειας, σε συνδυασμό με υπάρχουσες ενδείξεις σχετικά με την κατάχρηση στην χρήση υπηρεσιών υγείας (too much medicine), 11–17 υποδηλώνουν ότι για ορισμένες κατηγορίες ασθενών, η «έλλειψη» φροντίδας υγείας μπορεί να μην προκάλεσε καμία απολύτως βλάβη.

Στην συγκεκριμένη ανασκόπηση του BMJ, στην σελίδα 8, οι συγγραφείς αναφέρουν τα εξής: «Πολλές ερωτήσεις σχετικά με τις αιτίες και τις επιπτώσεις των αλλαγών στη χρήση των υγειονομικών υπηρεσιών που τεκμηριώνονται στην αναθεώρησή μας, απαιτούν προσεκτική ανάλυση και περαιτέρω έρευνα». «Απαιτούνται υψηλής ποιότητας αναλύσεις των τάσεων μέσα στον χρόνο (time-trend analyses), για την καλύτερη κατανόηση της έκτασης και της φύσης των συνεχιζόμενων αλλαγών στη χρήση των υπηρεσιών υγείας, όπως είναι και οι μακροπρόθεσμες μελέτες κοόρτης για τη συλλογή αποτελεσμάτων με επίκεντρο τον ασθενή, προκειμένου να προχωρήσουμε στην εκτίμηση των επιπτώσεων στην υγεία, το κόστος και την ισότητα». «Οι διαβουλεύσεις με τους ασθενείς κατά τη διάρκεια της πανδημίας, που είναι οι καταναλωτές των υπηρεσιών υγείας, επισημαίνουν την ανάγκη κατανόησης του τρόπου με τον οποίο η πανδημία μπορεί να επηρεάσει διαφορετικά τους πιο ευάλωτους και την ανάγκη να δοθεί προτεραιότητα σε αυτούς που έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη». Οι συγγραφείς μάλιστα κάνουν συγκεκριμένες προτάσεις σχετικά με την ανάγκη για περαιτέρω έρευνα στο μέλλον. Από τις προτάσεις τους αυτές σταχυολογούμε χαρακτηριστικά τις ακόλουθες:

  • Να στοχεύσουμε στο να εντοπιστούν οι επιπτώσεις που σχετίζονται με ζητήματα ισότητας, όπως μπορεί να συμβαίνει ανάμεσα σε διαφορετικές ομάδες ασθενών, που επηρεάζονται διαφορετικά.
  • Να εξετάσουμε τη δυνατότητα διεθνών ερευνητικών συνεργασιών με τα συστήματα υγείας.
  • Να στοχεύσουμε στη διενέργεια μακροπρόθεσμων μελετών κοόρτης, με έμφαση σε συγκεκριμένες συνθήκες ή παρεμβάσεις.
  • Να αναζητήσουμε ισχυρή κλινική συμβολή, αλλά και τη συμβολή των ασθενών και των πολιτών, ανεξάρτητα από εμπορικά συμφέροντα.

Μεταβολές στις χειρουργικές επεμβάσεις και Στην πληρότητα των νοσοκομείων
Φεβρουάριος έως Ιούνιος 2020

Πηγή: Canadian Institute for Health Information

Μεταβολές σε επιλεγμένες χειρουργικές επεμβάσεις
Μάρτιος έως Ιούνιος 2020

Πηγή: Canadian Institute for Health Information

Η επίδραση της πανδημίας στις υπηρεσίες νοσοκομειακής περίθαλψης
Στην προσπάθειά μας να «φωτίσουμε» καλύτερα όλες τις πλευρές του σημαντικού προβλήματος της ορθολογικής χρήσης των πόρων υγείας, έτσι ώστε να επιτυγχάνουμε το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα σε όρους κόστους αποτελεσματικότητας, ανατρέξαμε στην παράθεση και μίας άλλης πρόσφατης μελέτης που προέρχεται από έναν από τους πλέον έγκυρους διεθνείς οργανισμούς, το «Canadian Institute for Health Information» (CIHI).

Η μελέτη αυτή του CIHI, που δημοσιεύτηκε στις 19 Νοεμβρίου 2020, αναφέρεται στις επιπτώσεις της πανδημίας στην παροχή υπηρεσιών υγείας από τους φορείς της τριτοβάθμιας βαθμίδας υγείας. Στη μελέτη αυτή αναφέρονται χαρακτηριστικά τα εξής:

Τον Μάρτιο του 2020, όλες οι επαρχίες του Καναδά προετοιμάστηκαν για μία πιθανή αύξηση των ασθενών με COVID-19, που αναμένεται να χρειαστούν νοσοκομειακή περίθαλψη. Τα νοσοκομεία ακύρωσαν προγραμματισμένες χειρουργικές επεμβάσεις για να διασφαλίσουν ότι θα διατίθενται επαρκείς πόροι στο νοσοκομείο (κρεβάτια, προσωπικό και εξοπλισμός) για ασθενείς με COVID-19. Τα πρώτα στοιχεία δίνουν μια εικόνα του αντίκτυπου που είχε η πανδημία στη νοσοκομειακή περίθαλψη από τον Μάρτιο έως τον Ιούνιο του 2020.

Έτσι λοιπόν, από τον Μάρτιο έως τον Ιούνιο του 2020, ο συνολικός αριθμός χειρουργικών επεμβάσεων μειώθηκε κατά 47% σε σύγκριση με το 2019, αντιπροσωπεύοντας περίπου 335.000 λιγότερες χειρουργικές επεμβάσεις. Ο Απρίλιος είχε τον χαμηλότερο αριθμό χειρουργικών επεμβάσεων – βασικός παράγοντας στη μείωση κατά 36% των εισαγωγών στο νοσοκομείο. Οι εισαγωγές στο νοσοκομείο ανέκαμψαν στο 75% του προηγούμενου έτους έως τον Ιούνιο.

Οι ακυρώσεις προγραμματισμένων χειρουργικών επεμβάσεων, μας ενημερώνει η πρόσφατη ανασκόπηση από τον Καναδά, ποικίλλουν ανάλογα με τον επείγοντα χαρακτήρα της επέμβασης. Οι επείγουσες χειρουργικές επεμβάσεις, καθώς και εκείνες που θεωρούνται σωτήριες για την ζωή, μειώθηκαν λιγότερο (κατά 17% σε 21%). Οι επεμβάσεις που ανήκαν σε αυτές τις κατηγορίες περιελάμβαναν την εγκατάσταση βηματοδότη, επεμβάσεις «bypass», χειρουργικές επεμβάσεις καρκίνου, και επεμβάσεις για την αποκατάσταση καταγμάτων. Αντίθετα, οι χειρουργικές επεμβάσεις για λιγότερο επείγουσες καταστάσεις μειώθηκαν περισσότερο σε σύγκριση με τις προηγούμενες κατηγορίες (μείωση έως και 80%). Έτσι λοιπόν, τον Απρίλιο και το Μάιο του 2020, πραγματοποιήθηκαν περίπου 13.500 λιγότερες αντικαταστάσεις ισχίου και αρθρώσεων γόνατος (μείωση 67% σε σχέση με το προηγούμενο έτος). Από τον Ιούνιο του 2020, πολλά νοσοκομεία είχαν αρχίσει να κάνουν περισσότερες χειρουργικές επεμβάσεις, αν και υπάρχουν διαφοροποιήσεις ανάμεσα στις διαφορετικές επαρχίες.

Σε σύγκριση με το 2019, όπως δείχνουν τα δύο σχήματα που ακολουθούν, λιγότερες χειρουργικές επεμβάσεις διενεργήθηκαν κατά τη διάρκεια του πρώτου κύματος της πανδημίας. Οι επεμβάσεις για την αποκατάσταση καταγμάτων ήταν 17% λιγότερες σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, ενώ οι χειρουργικές επεμβάσεις για καρκίνο κατά 20% λιγότερες, οι χειρουργικές επεμβάσεις για την αντικατάσταση και αποκατάσταση γόνατου και ισχίου ήταν 21% λιγότερες, 21% λιγότερες ήταν και οι καρδιοχειρουργικές επεμβάσεις, οι επεμβάσεις αποκατάστασης αμφιβληστροειδούς κατά 29% λιγότερες, οι επεμβάσεις αφαίρεσης χοληδόχου κύστης κατά 33% λιγότερες, γυναικείες αποστειρώσεις κατά 37% λιγότερες, οι χειρουργικές επεμβάσεις αποκατάστασης δίσκου κατά 42% λιγότερες, επεμβάσεις κήλης κατά 53% λιγότερες, επεμβάσεις καταρράκτη και φακών κατά 66% λιγότερες, επεμβάσεις αποκατάστασης πυελικού εδάφους κατά 69% λιγότερες, χειρουργικές επεμβάσεις κιρσών / αποκατάστασης φλεβών κατά 69% επίσης, υπό-βλενογόνιες εκτομές της μύτης κατά 72% λιγότερες, αμυγδαλεκτομές κατά 73% λιγότερες, Ρινοπλαστικές επεμβάσεις κατά 74% λιγότερες και τέλος οι αγγειοεκτομές κατά 80% λιγότερες.

Οι εισαγωγές στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) ήταν κατά 22% χαμηλότερες κατά την περίοδο του πρώτου κύματος την πανδημίας (Μάρτιος έως Ιούνιος 2020), σε σύγκριση με τις αντίστοιχες του προηγούμενου έτους. Έτσι λοιπόν, λιγότεροι ασθενείς εισήλθαν στις ΜΕΘ εξαιτίας καρδιακών συμβάντων, εγκεφαλικών και πνευμονίας. Ωστόσο, υπήρξε μία σημαντική αύξηση (41%) στον αριθμό των μη χειρουργικών εισαγωγών στις ΜΕΘ για πνευμονολογικές καταστάσεις, κυρίως λόγω ασθενών που νόσησαν από COVID-19.

Τα περιστατικά με σοβαρά προβλήματα στον πνεύμονα που απαιτούσαν μηχανική υποστήριξη για την αναπνοή (ventilation), συμπεριλαμβανομένων εκείνων που νόσησαν από COVID-19, αυξήθηκαν κατά 129% τον Απρίλιο του 2020. Ωστόσο, συνολικά, 17% λιγότεροι ασθενείς απαίτησαν μηχανική υποστήριξη αναπνοής κατά τη διάρκεια του πρώτου κύματος της πανδημίας, σε σύγκριση με τον Ιούνιο του 2019.

Σε σύγκριση με το 2019, η πληρότητα των νοσοκομείων μειώθηκε ελαφρά και στη συνέχεια μειώθηκε σταθερά όλο τον Μάρτιο και τον Απρίλιο. Τον Απρίλιο του 2020 η πληρότητα των νοσοκομείων ήταν περίπου κατά 40% κάτω από την αντίστοιχη του 2019. Τα επίπεδα πληρότητας αυξήθηκαν ελαφριά τον Μάιο και τον Ιούνιο, κατά 30% λιγότερο σε σύγκριση με το 2019. Η πληρότητα των ΜΕΘ ακολούθησε μία ανάλογη πορεία. Τον Φεβρουάριο, ήταν ελαφρώς χαμηλότερη σε σύγκριση με το 2019, και στη συνέχεια έπεσε καθ’ όλη την διάρκεια του Μαρτίου και του Απριλίου. Τον Απρίλιο, η πληρότητα των ΜΕΘ ήταν περίπου 35% κάτω, σε όγκο, από την αντίστοιχη περίοδο του 2019. Τα επίπεδα πληρότητας τον Μάιο, αυξήθηκαν περίπου 20% κάτω από τα αντίστοιχα επίπεδα του 2019, και στη συνέχεια μειώθηκαν ξανά περίπου κατά 25% κάτω από τα επίπεδα του 2019 τον Ιούνιο. Περιορισμοί στην παροχή υπηρεσιών ανακοινώθηκαν στα μέσα Μαρτίου του 2020, και οι υπηρεσίες επανήλθαν από τα τέλη Απριλίου έως τα τέλη Μαΐου, ανάλογα με την περιοχή.


Λιγότεροι άνθρωποι εισήχθησαν σε ΜΕΘ και έλαβαν μηχανική υποστήριξη αναπνοής

Πηγή: Canadian Institute for Health Information

Σημαντικότεροι λόγοι εισαγωγής στα νοσοκομεία την περίοδο Μαρτίου-Ιουνίου 2020.

Πηγή: Canadian Institute for Health Information

Παροχή άλλων υπηρεσιών νοσοκομειακής περίθαλψης
Σε σύγκριση με το 2019, οι σημαντικότεροι λόγοι για την εισαγωγή στο νοσοκομείο άλλαξαν κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας. Κατά τη διάρκεια μίας κανονικής περιόδου, ο τοκετός είναι ο συνηθέστερος λόγος εισαγωγής στο νοσοκομείο. Η πανδημία COVID-19 είχε μικρή επίδραση σε αυτή την υπηρεσία, με μείωση κατά 4% στις γεννήσεις στο νοσοκομείο μόνο. Η εισαγωγή σε νοσοκομείο εξαιτίας τραυμάτων που προκλήθηκαν από ατυχήματα και απαιτούσαν νοσοκομειακή περίθαλψη, μειώθηκε κατά 10% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος. Φαίνεται πως οι συμβουλές για διαμονή στο σπίτι, επηρέασαν πιθανότατα την εισαγωγή στα νοσοκομεία εξαιτίας τραύματος από τροχαία ατυχήματα, πτώσεις ή άλλους τραυματισμούς. Απρόσμενα, οι μη προγραμματισμένες εισαγωγές για καταστάσεις υγείας, όπως οι γαστρεντερικές παθήσεις και τα καρδιακά προβλήματα, μειώθηκαν κατά περίπου 22%. Οι λόγοι για αυτήν την αλλαγή δεν είναι σαφείς από τα υπάρχοντα δεδομένα. Ίσως μερικοί άνθρωποι να αποφάσισαν ότι η κατάστασή τους δεν ήταν αρκετά επείγουσα για να αναζητήσουν τη φροντίδα που συνήθως θα είχαν, σε ένα νοσοκομείο. Τέλος άλλες γαστρεντερολογικές επεμβάσεις μειώθηκαν 23% και οι εισαγωγές για πνευμονία μειώθηκαν κατά 34%.

Γενικότερα, κατά τη διάρκεια της υπό έρευνας χρονικής περιόδου, εκτός από την ακύρωση προγραμματισμένων χειρουργικών επεμβάσεων, δεν μεταφέρθηκαν ασθενείς σε νοσοκομεία από άλλες δομές περίθαλψης. Συνολικά, παρατηρήθηκε μείωση κατά 22% στις εισαγωγές σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος. Η μεγαλύτερη μείωση παρατηρήθηκε μεταξύ των ατόμων που μεταφέρθηκαν από τις δομές μακροχρόνιας περίθαλψης (32%), ακολουθούμενη από εκείνους που μεταφέρθηκαν από τις ομάδες υποστηρικτικής διαβίωσης (21%) (supportive living settings), καθώς και εκείνων που λαμβάνουν φροντίδα υγείας στο σπίτι σπίτι (12%).

Όπως πολύ σωστά παρατηρεί η συγκεκριμένη ανασκόπηση του Καναδικού Ινστιτούτου, υπάρχουν μία σειρά ερωτήματα που μένουν αναπάντητα από αυτή την μελέτη και ανάμεσα σε αυτά τα κυριότερα είναι:

  • Ποιες είναι οι επιπτώσεις στην υγεία για εκείνους των οποίων η χειρουργική επέμβαση ή άλλη απαραίτητη μορφή φροντίδας υγείας αναβλήθηκε;
  • Έγιναν δεκτοί στο νοσοκομείο ασθενείς σε χειρότερη κατάσταση υγείας από ό, τι σε ένα κανονικό έτος ως αποτέλεσμα της καθυστερημένης παροχής φροντίδας υγείας;
  • Υπήρξαν συνέπειες για την υγεία των ατόμων, εξαιτίας των μειωμένων διακομιδών τους σε νοσοκομεία, από τις δομές μακροχρόνιας περίθαλψης ή άλλες δομές παροχών υπηρεσιών υγείας;

Θεωρούμε ότι τα παραπάνω ερωτήματα είναι εύλογα και επομένως μια βιαστική απάντηση για το ποιες υπηρεσίες υγείας θα πρέπει να περιοριστούν και ποιες όχι, δεν είναι μια εύκολη απάντηση που μπορεί στηριχτεί στις μειωμένες παροχές υπηρεσιών υγείας κατά την περίοδο της πανδημίας.

Θέλουμε επίσης να υπογραμμίσουμε ότι η «καταχρηστική» χρησιμοποίηση υπηρεσιών υγείας μπορεί να αποτελεί μία πραγματικότητα που έχει ως αίτιο τόσο την «εμπορευματοποίηση» που κυριαρχεί και στον χώρο της υγείας, όσο και την πληθώρα προσφερόμενων προϊόντων και υπηρεσιών που συνδέονται και με τις επιστημονικές εξελίξεις και την ανάπτυξη αυτής της «αγοράς», αλλά η αντιμετώπισή της απαιτεί μάλλον περισσότερη ιατρική εκπαίδευση, λήψη αποφάσεων βάσει αποδεικτικών στοιχείων, αυστηρές κατευθυντήριες οδηγίες, και ορθολογική χρήση των πόρων υγείας, και σίγουρα όχι περικοπές και μάλιστα οριζόντιες.


  1. Οι συγγραφείς που υπογράφουν το συγκεκριμένο άρθρο είναι: Ray Moynihan, Minna Johansson, Alies Maybee, Eddy Lang, France Légaré
  2. Οι συγγραφείς που υπογράφουν αυτή τη μελέτη είναι: Ray Moynihan, Sharon Sanders, Zoe A Michaleff, Anna Mae Scott, Justin Clark, Emma J To, Mark Jones, Eliza Kitchener, Melissa Fox, Minna Johansson, Eddy Lang, Anne Duggan, Ian Scott, Loai Albarqouni

FDA: Νέες Εγκρίσεις Φαρμάκων – 2020

Επειδή τα φάρμακα είναι αρκετά και ο «χώρος» ενός τεύχους δεν μπορεί να συμπεριλάβει όλο τον όγκο της ύλης που αφορά τα νέα φάρμακα που εγκρίθηκαν από τον FDA το 2020, θα χρησιμοποιήσουμε ως κριτήρια ταξινόμησης για την παρουσίασή τους τα εξής:

  • Βαρύτητα της κατηγορίας των ασθενειών τις οποίες στοχεύουν τα νέα φάρμακα. Για παράδειγμα, ο καρκίνος και οι παθήσεις του καρδιαγγειακού αποτελούν δύο πολύ σοβαρές κατηγορίες ασθενειών που πλήττουν δεκάδες εκατομμύρια πολιτών σε όλο τον κόσμο, και οδηγούν στο θάνατο εκατομμύρια από αυτούς.
  • Ακάλυπτες ιατρικές ανάγκες (unmet needs). Νέα φάρμακα τα οποία δίνουν λύσεις σε κατηγορίες ασθενειών για τις οποίες δεν υπήρχε, μέχρι την έγκρισή τους, φαρμακευτική αντιμετώπιση. Σε αυτή την κατηγορία θα εντάσσονται και φάρμακα τα οποία φέρνουν σημαντική θεραπευτική πρόοδο, σε όρους συνολικής επιβίωσης (overall survival), και επιστημονικής καινοτομίας, σε σύγκριση με τα ήδη υπάρχοντα στην κατηγορία τους. Για παράδειγμα, νέα φάρμακα για την πολλαπλή σκλήρυνση που επιφέρουν σημαντικές βελτιώσεις όσον αφορά το προσδόκιμο ζωής, την εξέλιξη της νόσου και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής του ασθενούς, αλλά και την τεχνολογία τους που μπορεί να ανοίγει νέους δρόμους στην αντιμετώπιση μίας χρόνιας και καταστρεπτικής για τη ζωή του ασθενούς πάθηση.
  • Φάρμακα για τις Σπάνιες Παθήσεις. Τα ορφανά φάρμακα αποτελούν μία ειδική κατηγορία στην οποία θα εστιάσουμε αρκετά την προσοχή μας, στην προσπάθειά μας να ενημερώσουμε τους επαγγελματίες της υγείας για τις θεραπευτικές εξελίξεις σε αυτή την κατηγορία, που απασχολεί μεμονωμένα (για κάθε σπάνια πάθηση) μικρό αριθμό ασθενών, αλλά στο σύνολό τους (πάνω από 7.000 σπάνιες παθήσεις) ταλαιπωρούν εκατομμύρια ασθενείς.

Στις σελίδες λοιπόν που ακολουθούν, παρουσιάζουμε μία ανασκόπηση ορισμένων νέων φαρμάκων που εγκρίθηκαν το 2020 από τον FDA. Στο τεύχος αυτό παραθέτουμε χαρακτηριστικά ορισμένα από τα φάρμακα αυτά σε βασικές θεραπευτικές κατηγορίες και την πορεία των εγκρίσεών τους στην Ευρώπη. Τα φάρμακα που αφορούν τον καρκίνο του πνεύμονα θα παρουσιαστούν στο τρίτο τεύχος του Hellenic Medical Review, γιατί όλο το τεύχος θα είναι αφιερωμένο στη σοβαρή αυτή μορφή καρκίνου που οδηγεί στο θάνατο εκατομμύρια ασθενείς κάθε χρόνο.

Χαρακτηριστικά, αναφέρουμε παρακάτω τις θεραπείες που εγκρίθηκαν για ορισμένες από τις μορφές καρκίνου που περιγράψαμε παραπάνω, ενώ στον πίνακα με τίτλο «New Drugs Approved by FDA during 2020» (στο τέλος του τεύχους), μπορείτε να δείτε τις εγκρίσεις για όλα τα καινοτόμα προϊόντα.

Ογκολογία
Ο FDA ενέκρινε αρκετές νέες θεραπείες που αφορούν την αντιμετώπιση μίας ευρείας γκάμας καρκίνων, ανάμεσα στους οποίους: (I) τον καρκίνο των πνευμόνων, (II) τον καρκίνο του στήθους,  (III) τον καρκίνο του προστάτη, (IV) καρκίνους του ουροθηλίου, (V) τον καρκίνο του παχέος εντέρου, αλλά και (VI) νέες θεραπείες που αφορούν την αντιμετώπιση σπάνιων μορφών καρκίνου. Θα μπορούσαμε να διατυπώσουμε την άποψη ότι το 2020 ήταν μία «χρονιά του καρκίνου» αφού από τα 53 νέα φάρμακα που εγκρίθηκαν τα 31 αφορούσαν διάφορες μορφές καρκίνου (διαδεδομένες ή σπάνιες).

Πράγματι, το CDER ενέκρινε πολλές νέες θεραπείες μέσα στο 2020 για αρκετές μορφές καρκίνου, ειδικότερα για τον καρκίνο του πνεύμονα, για τον οποίο εγκρίθηκαν δύο σημαντικές νέες θεραπείες για τους ασθενείς με μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα (SCLC), και εννέα για τη θεραπεία διαφόρων μορφών μη μικροκυτταρικού καρκίνου του πνεύμονα (NSCLC) και δύο νέα φάρμακα για τη θεραπεία ορισμένων μορφών καρκίνου του θυρεοειδούς. Εγκρίθηκαν ακόμα 4 νέες θεραπείες για τους ασθενείς με καρκίνο του μαστού. Για άλλες μορφές καρκίνου αναφέρουμε 1) δύο νέες θεραπείες για ορισμένους ασθενείς με ουροθηλιακό καρκίνο, που είναι μια μορφή καρκίνου που ξεκινά από τα λεγόμενα ουροθηλιακά κύτταρα του ουροποιητικού συστήματος, 2) μία νέα θεραπεία πρώτης γραμμής για τον διηθητικό ορθοπρωκτικό καρκίνο (colorectal cancer), ή για τον οποίο το χειρουργείο δεν αποτελεί μία επιλογή, 3) δύο νέες θεραπείες για ορισμένους ασθενείς με καρκίνο του προστάτη, και 4) μια νέα θεραπεία για ορισμένους ασθενείς με καρκίνο της ουροδόχου κύστης (bladder cancer) που δεν απαντούν θετικά στη θεραπεία πρώτης γραμμής.

Το CDER ενέκρινε ακόμα μια σειρά από νέα φάρμακα για τη θεραπεία ασθενών που πάσχουν από ορισμένους σπάνιους καρκίνους (rare cancers). Σε αυτά περιλαμβάνονται 1) τρεις νέες θεραπείες για ασθενείς που πάσχουν από πολλαπλούν μυέλωμα (multiple myeloma) 2) ένα νέο φάρμακο για τη θεραπεία των ασθενών με υψηλού κινδύνου ανθεκτικό ή υποτροπιάζον νευροβλάστωμα, μία πολύ σπάνια μορφή καρκίνου, 3) ένα νέο φάρμακο σε μορφή χαπιού για τη θεραπεία ασθενών με μυελοδυσπλαστικά σύνδρομα και χρόνια μυελομονοκυτταρική λευχαιμία, πολλοί από τους οποίους θα επωφεληθούν με την αυτό-θεραπεία μέσω της λήψης χαπιών, αντί να χρειαστεί να μεταβούν σε μια υγειονομική δομή για να λάβουν την ενέσιμη μορφή θεραπείας, 4) δύο νέα φάρμακα για ασθενείς με στρωματικό γαστρεντερικό καρκίνο, μία σπάνια μορφή καρκίνου που ξεκινά από ειδικά (specialized) νευρικά κύτταρα που βρίσκονται στο τοίχωμα του πεπτικού συστήματος, 5) ένα νέο φάρμακο για ασθενείς που πάσχουν από επιθηλιοειδές σάρκωμα, μία σπάνια, αργά εξελισσόμενη, μορφή καρκίνου, 6) ένα νέο φάρμακο για ασθενείς που πάσχουν από ένα συγκεκριμένο τύπο μεταστατικού χολαγγειοκαρκινώματος (bile duct cancer), 7) ένα νέο φάρμακο για τη θεραπεία ορισμένων παιδιατρικών ασθενών, ηλικίας 2 ετών και άνω, που πάσχουν από νευροϊνωμάτωση τύπου 1 (neurofibromatosis type 1) μία γενετική διαταραχή του νευρικού συστήματος, 8) μία νέα ένδειξη για δύο ήδη εγκεκριμένα φάρμακα από τον FDA που χρησιμοποιούνται συνδυαστικά για τη θεραπεία ασθενών που έχουν μεσοθηλίωμα, έναν τύπο καρκίνου που προκαλείται από την εισπνοή αμιάντου.

Καρκίνος του Μαστού
Τριπλά αρνητικός καρκίνος μαστού

Sacituzumab govitecan-hziy
Ο EMA επικύρωσε την Αίτηση Άδειας Κυκλοφορίας για το Sacituzumab Govitecan-Hziy, τον Μάρτιο του 2021  για τη θεραπεία του μεταστατικού τριπλού αρνητικού καρκίνου του μαστού (mTNBC), ενώ ο FDA έδωσε ταχεία έγκριση του φαράκου για τους ασθενείς που έχουν λάβει τουλάχιστον δύο προηγούμενες θεραπείες για mTNBC, τον Απρίλιο του 2020.

Τον Απρίλιο του 2021, ο FDA προχώρησε στην πλήρη έγκριση του sacituzumab govitecan στις ΗΠΑ, για τη θεραπεία τοπικά προχωρημένου ή μεταστατικού τριπλού αρνητικού καρκίνου του μαστού (TNBC), μετά από τουλάχιστον δύο προηγούμενες θεραπείες. Η τελική ένδειξη που δόθηκε για το προϊόν σηματοδοτεί ένα βήμα παραπάνω, σε σχέση με την αρχική επιταχυνόμενη διαδικασία και υπό όρους έγκριση, η οποία βασίστηκε στη συρρίκνωση του όγκου και στη διάρκεια των δεδομένων απόκρισης. Η αρχική έγκριση ήταν για το TNBC μετά από τουλάχιστον δύο προηγούμενες θεραπείες για μεταστατική νόσο, αλλά η τελική έγκριση απαιτεί μόνο μία από τις δύο προηγούμενες θεραπείες για μεταστατική νόσο.

Η κλινική μελέτη «PIII ASCENT» έδειξε μια σημαντική μείωση κατά 57%, όσο αφορά την επιδείνωση της νόσου (PFS) ή τον θάνατο, σε ασθενείς που έλαβαν το Sacituzumab govitecan-hziy. Το φάρμακο επέκτεινε τη διάμεσο PFS στους 4,8 μήνες, έναντι 1,7 μήνες της χημειοθεραπείας. Αυξήθηκε επίσης η μέση συνολική επιβίωση (OS) στους 11,8 μήνες έναντι 6,9 μήνες της καθιερωμένης θεραπείας, που ισοδυναμούσε με 49% μείωση του κινδύνου θανάτου. Παρόλα αυτά το sacituzumab παρουσίασε σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες, όπως σοβαρή ουδετεροπενία και διάρροια, αλλά και άλλες ανεπιθύμητες ενέργειες όπως ναυτία, κόπωση, εμέτους, αλωπεκία, δυσκοιλιότητα, μειωμένη όρεξη, εξάνθημα και κοιλιακό άλγος.

Ο τριπλά αρνητικός καρκίνος του μαστού δεν εκφράζει υποδοχείς για οιστρογόνα, προγεστερόνη ή Her2. Ευθύνεται για το 10% έως 20% όλων των καρκίνων του στήθους και έχει φτωχότερη πρόγνωση σε σύγκριση με άλλες μορφές καρκίνου του στήθους.

Στην Ελλάδα το φάρμακο εισάγεται, σύμφωνα με τις διαδικασίες, από την ΙΦΕΤ Μ.Α.Ε.

HER-2 θετικός καρκίνος μαστού Tucatinib
Σύμφωνα με το NICE, υπολογίζεται ότι περίπου 15% -20% των γυναικών με καρκίνο του μαστού θα έχουν HER2-positive όγκους. Μεταστάσεις στον εγκέφαλο μπορεί να αναπτυχθούν έως και στο 50% των ασθενών με HER2-positive όγκους.

Οι υπάρχουσες θεραπείες για προχωρημένο καρκίνο του μαστού στοχεύουν στην ανακούφιση των συμπτωμάτων, στην παράταση της επιβίωσης και στη διατήρηση καλής ποιότητας ζωής με λίγες ανεπιθύμητες ενέργειες. Η θεραπεία εξαρτάται από το εάν τα καρκινικά κύτταρα έχουν συγκεκριμένους υποδοχείς (hormone receptor status or HER2 status), από την έκταση της νόσου και από τις προηγούμενες θεραπείες.

Στις 17 Απριλίου 2020, ο FDA προχώρησε στην έγκριση (σαν μέρος του Project Orbis) του Tukysa (tucatinib), σε συνδυασμό με χημειοεραπεία ((trastuzumab και capecitabine) για τη θεραπεία των ενλίκων ασθενών με προχωρημένες μορφές καρκίνου του μαστού, θετικού HER2, που δεν μπορούν να αφαιρεθούν με χειρουργική επέμβαση ή έχουν εξαπλωθεί σε άλλα μέρη του σώματος, συμπεριλαμβανομένου του εγκεφάλου, και που έχουν λάβει μία ή περισσότερες προηγούμενες θεραπείες.

Tο MHRA της Αγγλίας, στις 21 Φεβρουαρίου του 2021, ενέκρινε το tucatinib ως θεραπεία τρίτης γραμμής για θετικό σε HER2 καρκίνο του μαστού. Το tucatinib μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμό με trastuzumab και capecitabine σε ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με δύο προηγούμενα σχήματα αντι-HER2. Ως αποτέλεσμα του Brexit, η έγκριση MHRA ισχύει για την Αγγλία, τη Σκωτία και την Ουαλία. Σύμφωνα με το MHRA, η έγκριση του φαρμάκου βασίστηκε στη κλινική μελέτη «HER2CLIMB».

Αντίστοιχα ο EMA εξέδοσε την άδεια κυκλοφορίας σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση στις 11 Φεβρουαρίου 2021. Το tucatinib εγκρίθηκε,  σε συνδυασμό με trastuzumab και capecitabine, για τη θεραπεία ενηλίκων ασθενών με HER2-θετικά τοπικά προχωρημένο ή μεταστατικό καρκίνο του μαστού που έχουν λάβει τουλάχιστον 2 προηγούμενα θεραπευτικά σχήματα κατά του HER2.

H κλινική μελέτη HER2CLIMB, στην οποία συμμετείχαν 612 ασθενείς έδειξε ότι η προσθήκη του tucatinib στη θεραπεία έφερε καλύτερα αποτελέσματα, έναντι του trastuzumab και capecitabine μόνο, όσο αφορά το καταληκτικό σημείο της μελέτης που ήταν η επιβίωση χωρίς εξέλιξη (PFS). Υπήρξε μια μείωση κατά 46% στον κίνδυνο επιδείνωσης της νόσου (HR=0.54, 95% CI: 0.42, 0.71, p<0.00001) και 52% μείωση σε ασθενείς με μεταστάσεις στον εγκέφαλο.  Υπήρξε επίσης βελτίωση στη συνολική επιβίωση (OS) με 34% μείωση του κινδύνου θανάτου. (HR=0.66, 95% CI: 0.50, 0.88, p=0.0048). Το tucatinib σε συνδυασμό με trastuzumab και capecitabine ήταν γενικά καλά ανεκτό με ένα εύκολα διαχειριστικό προφίλ ασφάλειας. Οι πιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες όσον αφορά το tucatinib περιλάμβαναν διάρροια, αυξημένα επίπεδα AST και χολερυθρίνης, σύνδρομο παλματικής πελματιαίας ερυθροδυστασίας (palmar-plantar erythrodysaesthesia [PPE]), ναυτία, κόπωση και έμετο.

Στην Ελλάδα το φάρμακο εισάγεται, σύμφωνα με τις εθνικές διαδικασίες, από την ΙΦΕΤ Μ.Α.Ε.

Margetuximab
Στις 16 Δεκεμβρίου του 2020 ο FDA ενέκρινε το margetuximab-cmkb, σε συνδυασμό με χημειοθεραπεία, για τη θεραπεία των ενηλίκων ασθενών με μεταστατικό «HER2-positive» καρκίνο του μαστού, οι οποίοι έχουν λάβει προηγουμένως τουλάχιστον 2 (ή και περισσότερα) θεραπευτικά σχήματα με anti-HER2 φάρμακα, από τα οποία, τουλάχιστον το ένα ήταν για μεταστατική μορφή της νόσου.

Η αποτεσματικότητα του φαρμάκου αξιολογήθηκε με βάση μία τυχαιοποιημένη πολυκεντρική, open-label, κλινική μελέτη. Οι ασθενείς που συμμετείχαν είχαν λάβει προηγουμένως θεραπείες με άλλα anti-HER2 φάρμακα. Οι ασθενείς στη φάση της τυχαιοποίησης χωρίστηκαν, έτσι ώστε η μια ομάδα να λαμβάνει margetuximab και chemotherapy ή trastuzumab και chemotherapy. Για περισσότερεςπληροφορίες σχετικά με την κλινική μελέτη βλέπε JAMA Oncology.

Το πρωτεύον αποτέλεσμα της μελέτης ήταν ο χρόνος επιβίωσης χωρίς εξέλιξη της ασθένειας [(PFS) progression-free survival] που αξιολογήθηκε με τη μέθοδο «blinded independent central review» (BICR), καθώς και το OS (overall survival). Επιπρόσθετες μετρήσεις αποτελεσματικότητας ήταν ο αντικειμενικός ρυθμός ανταπόκρισης [objective response rate (ORR)] και η διάρκεια της ανταπόκρισης [duration of response (DOR)], που αξιολογήθηκαν με τη μέθοδο BICR.

Η μέση τιμή του PFS για την ομάδα των ασθενών που ελάμβαναν το margetuximab ήταν 5,8 μήνες (95% CI: 5.5, 7.0), σε σύγκριση με τους 4,9 μήνες που ήταν η αντίστοιχη μέση τιμή για τους ασθενείς που ανήκαν στην ομάδα ελέγχου (HR 0.76; 95% CI: 0.59, 0.98; p=0.033). Ο επιβεβαιωμένος ρυθμός ανταπόκρισης ORR ήταν 22% (95% CI: 17, 27) και η μέση τιμή της διάρκειας ανταπόκρισης (DOR) ήταν 6,1 μήνες (95% CI: 4.1, 9.1) στην ομάδα που ελαμβανε margetuximab, σε σύγκριση με 16% ρυθμού ανταπόκρισης ORR (95% CI: 12, 20) και μέσης τιμής διάρκειας ανταπόκρισης (DOR) 6,0 μήνες (95%CI: 4.0, 6.9) της ομάδας ελέγχου.

Οι πιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες (> 10%) που εμφανίστηκαν στους ασθενείς που ελάμβαναν το margetuximab σε συνδυασμό με χημειοθεραπεία ήταν η κόπωση, η ναυτία, η διάρροια, ο έμετος, η δυσκοιλιότητα, ο πονοκέφαλος, η πυρεξία, η αλωπεκία, το κοιλιακό άλγος, η περιφερική νευροπάθεια, η αρθραλγία/μυαλγία, ο βήχας, η μειωμένη όρεξη, η δύσπνοια, αντιδράσεις που σχετίζονται με την έγχυση, παλαμο-πελματιαία ερυθροδυσαισθησία και πόνος στα άκρα (palmar-plantar erythrodysesthesia, and extremity pain). Στις πληροφορίες συνταγογράφησης προς τους επαγγελματίες υγείας, περιλαμβάνεται μια προειδοποίηση εντός πλαισίου σχετικά με τον κίνδυνο δυσλειτουργίας της αριστερής κοιλίας και κινδύνους τοξικότητας για το έμβρυο.

Η συνιστώμενη δόση margetuximab είναι 15 mg/kg με ενδοφλέβια έγχυση σε διάστημα 120 λεπτών για την αρχική δόση, και στη συνέχεια για τουλάχιστον 30 λεπτά κάθε 3 εβδομάδες για όλες τις επόμενες δόσεις.

Τις ημέρες που πρόκειται να χορηγηθεί τόσο το margetuximab, όσο και η χημειοθεραπεία, το margetuximab μπορεί να χορηγηθεί αμέσως μετά την ολοκλήρωση της χημειοθεραπείας. Οι επαγγεματίες της υγείας που είναι επιφορτισμένοι με την χορήγηση του φαρμάκου, θα πρέπει να ανατρέξουν στις αντίστοιχες πληροφορίες συνταγογράφησης για κάθε θεραπευτικό παράγοντα που χορηγείται σε συνδυασμό με το margetuximab για τις πληροφορίες που αφορούν τις συνιστώμενη δοσολογία, ανάλογα με την περίπτωση. To margetuximab δεν έχει εγκριθεί ακόμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το Ηνωμένο Βασίλειο.

Καρδιαγγειακό σύστηµα
Κατά τη διάρκεια του 2020 το FDA δεν ενέκρινε κανένα νέο καινοτόμο φάρμακο που να αφορά το καρδιαγγειακό σύστημα. Ενέκρινε όμως επέκταση των ενδείξεων για φάρμακα, που αφορούν το καρδιαγγειακό σύστημα, και τα οποία είχαν εγκριθεί παλαιότερα με άλλη ένδειξη, ενώ ενέκρινε και μία νέα φαρμακοτεχνική μορφή σε ένα παλαιότερο φάρμακο.

Συγκεκριμένα δόθηκε επέκταση ενδείξεων για τα εξής, ήδη εγκεκριμένα με άλλες ενδείξεις, φάρμακα:

Farxiga (dapagliflozin)

Το dapagliflozin υπό μορφή χαπιών εγκρίθηκε αρχικά το 2014 ως φάρμακο συμπληρωματικό της δίαιτας για τη βελτίωση του γλυκαιμικού ελέγχου του αίματος σε ενήλικες με διαβήτη τύπου 2. Το 2020, ο FDA επέκτεινε την έγκρισή του για ασθενείς με «New York Heart Association’s functional class II-IV» καρδιακή ανεπάρκεια και μειωμένο κλάσμα εξόδου, προκειμένου να μειώσει τον κίνδυνο καρδιαγγειακού θανάτου ή εισαγωγής τους στο νοσοκομείο.

Αυτό είναι το πρώτο, σε αυτή την ιδιαίτερη κατηγορία φαρμάκων [sodium-glucose co-transporter 2 (SGLT2) inhibitors], που εγκρίνεται για την αντιμετώπιση αυτού του τύπου της καρδιακής ανεπάρκειας σε ενήλικες.

Το Φεβρουάριο του 2021 το NICE δημοσίευσε θεραπευτική οδηγία σχετικά με τη χορήγηση του dapagliflozin για τη θεραπεία της συμπτωματικής καρδιακής ανεπάρκειας με μειωμένο κλάσμα εξόδου (HFrEF), σε ενήλικες ασθενείς, μόνο αν αυτό χορηγείται ως συμπληρωματική θεραπεία για τη βελτιστοποίηση των αποτελεσμάτων μαζί με:

  • Αναστολείς ΜΕΑ ή αναστολείς των υποδοχέων αγγειοτενσίνης 2 (ARBs), μαζί με β-αναστολείς, και, αν είναι καλά ανεκτό, ανταγωνιστές των υποδοχέων των μινεραλκορτικοειδών [mineralocorticoid (MRAs)], ή
  • sacubitril valsartan, με β- αναστολείς, και, αν γίνονται καλά ανεκτά, MRAs.

Η έναρξη της θεραπείας για τη συμπωματική θεραπεία της HFrEF με dapagliflozin, θα πρέπει να γίνεται με τη συμβουλή ενός εξειδικευμένου και έμπειρου στις καρδιακές ανεπάρκειες γιατρού. Η παρακολούθηση του ασθενούς θα πρέπει να γίνεται από το πλέον κατάλληλο ιατρικό προσωπικό.

Το NICE αιτιολογεί αυτές του τις απόψεις σημειώνοντας ότι οι ασθενείς που έχουν καρδιακή ανεπάρκεια με μειωμένο κλάσμα εξόδου, μπορεί να παρουσιάζουν συμπτώματα που δεν ελέγχονται επαρκώς παρά την χορήγηση της βέλτιστης δυνατής θεραπείας. Η στάνταρντ θεραπεία συνίσταται στην χορήγηση ενός αναστολέα ΜΕΑ ή ενός ARB, μαζί με β-αναστολείς, και αν είναι καλά ανεκτό, με την προσθήκη ενός MRA. Εναλλακτικά σε αυτούς τους ασθενείς μπορεί να χορηγηθεί sacubitril valsartan μαζί με β- αναστολείς, και αν είναι καλά ανεκτό, να γίνει προσθήκη ενός MRA, αν τα συμπτώματα συνεχίζουν μετά τη χορήγηση του αναστολέα ΜΕΑ ή ενός ARB.

Όπως μας ενημερώνει το NICE, σε μία κλινική μελέτη έγινε σύγκριση του dapagliflozin ως συμπληρωματική θεραπεία μαζί με την καθιερωμένη θεραπεία (που βασίζεται στην χορήγηση ενός αναστολέα ΜΕΑ, ARB η sacubitril valsartan) και της καθιερωμένης θεραπείας μόνο. Τα στοιχεία από τη μελέτη δείχνουν ότι το dapagliflozin μείωσε τον κίνδυνο θανάτου από καρδιαγγειακές αιτίες, ενώ ταυτόχρονα μείωσε την πιθανότητα εισαγωγής στο νοσοκομείο ή επείγουσα επίσκεψη σε εξωτερικά ιατρεία εξαιτίας της καρδιακής ανεπάρκειας.

Δεν υπάρχουν μελέτες που να συγκρίνουν το dapagliflozin με sacubitril valsartan. Μία έμμεση σύγκριση δείχνει ότι το dapagliflozin είναι πιθανό να είναι το ίδιο αποτελεσματικό με το sacubitril valsartan στη μείωση των θανάτων από καρδιαγγειακές αιτίες.

Ο λόγος κόστους-αποτελεσματικότητας εκτιμάται ότι είναι μέσα στο πλαίσιο αυτού που το NICE θεωρεί συνήθως ως αποδεκτή χρήση των πόρων υγείας. Έτσι λοιπόν ο οργανισμός αξιολόγησης των τεχνολογιών υγείας του Ηνωμένου Βασιλείου (NICE) συστήνει το dapagliflozin ως συμπληρωματική θεραπεία, με στόχο τη βελτιστοποίηση της καθιερωμένης θεραπείας σε ασθενείς με χρόνια συμπτωματική καρδιακή ανεπάρκεια με μειωμένο κλάσμα εξόδου. Για περισσότερες πληροφορίες επισκεφτείτε την ιστοσελίδα του NICE.

Αντίστοιχα ο οργανισμός αξιολόγησης τεχνολογιών υγείας του Καναδά (CADTH) συστήνει να αποζημιώνεται το dapagliflozin ως συμπληρωματικό της καθιερωμένης θεραπείας σε ασθενείς HFrEF, όταν πληρείται η ακόλουθη συνθήκη:

  • το dapagliflozin χορηγείται ως συμπληρωματικό της καθιερωμένης θεραπείας, μόνο σε ενήλικες ασθενείς που πάσχουν από καρδιακή ανεπάρκεια κατηγορίας II και III, σύμφωνα με τα κριτήρια της New York Heart Association (NYHA). Η καθιερωμένη θεραπεία περιλαμβάνει β-αναστολείς, Αναστολείς ΜΕΑ ή ARBs, και συμπληρωματικά MARs (Mineralocorticoid Receptor Antagonists).

Ozempic (semaglutide)

Το semaglutide, ενέσιμο, εγκρίθηκε για πρώτη φορά το 2017 ως φάρμακο συμπληρωματικό στη δίαιτα και την άσκηση για τη βελτίωση τον γλυκαιμικού ελέγχου σε ενήλικες ασθενείς με διαβήτη τύπου 2. Το 2020 ο FDA προχώρησε σε επέκταση των ενδείξεών του για τη μείωση του κινδύνου των σοβαρών καρδιαγγειακών συμβάντων σε ενήλικες ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 και εγκατεστημένη καρδιαγγειακή νόσο.

Στην τροποποίηση της άδειας κυκλοφορίας του προϊόντος από τον ΕΜΑ, που εκδόθηκε στις 22 Μαρτίου του 2021 και κοινοποιήθηκε στις 24 Μαρτίου 2021, στην περίληψη χαρακτηριστικών του προϊόντος, αναφέρονται χαρακτηριστικά τα εξής: «Δεν υπάρχει εμπειρία σε ασθενείς με συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια κατηγορίας IV σύμφωνα με την ταξινόμηση κατά NYHA (New York Heart Association) και επομένως η σεμαγλουτίδη δε συνιστάται σε αυτούς τους ασθενείς».

Αντίστοιχη ήταν και η ανακοίνωση ενός άλλου έγκυρου διεθνούς οργανισμού, του National Institute for Health Research, όπου σε μία αναφορά του με τίτλο «GLP-1 drug for diabetes gives modest cardiovascular benefits compared with placebo», η οποία δημοσιεύτηκε στις 29 Ιανουαρίου 2020 αναφέρονται τα εξής:

Λαμβάνοντας ένα αγωνιστή GLP-1 (glucagon-like peptide-1 receptor) μειώνεται η πιθανότητα εγκεφαλικού καρδιακής προσβολής ή θανάτου εξαιτίας άλλων καρδιαγγειακών αιτίων, κατά 12%. Τα φάρμακα που ανήκουν σε αυτή την κατηγορία παρέχουν μια ανάλογη μείωση της συνολικής θνησιμότητας κατά 12%. Επιπλέον, δεν αυξάνουν τον κίνδυνο καρδιακής ανεπάρκειας, πολύ χαμηλών επιπέδων σακχάρου στο αίμα, ή παγκρεατικής νόσου.

Ο διαβήτης προκαλεί ένα στα πέντε εγκεφαλικά επεισόδια, μαζί με άλλες καρδιαγγειακές επιπλοκές. Οι γιατροί, στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν την πάθηση, στοχεύουν στη μείωση αυτών των κινδύνων και στη μείωση των επιπέδων σακχάρου στο αίμα. Η συγκεκριμένη μετά-ανάλυση είναι η πρώτη που συνδυάζει δεδομένα για καρδιαγγειακά αποτελέσματα από επτά μεγάλες κλινικές μελέτες των αγωνιστών GLP-1, στις οποίες συμμετείχαν πάνω από 56.000 ασθενείς. Οι περισσότεροι από τους συμμετέχοντες σε αυτές τις κλινικές μελέτες, είχαν εγκατεστημένη καρδιακή νόσο.

Τα ευρήματα αυτών των μελετών υποδηλώνουν ότι οι αγωνιστές GLP-1 είναι μια αποτελεσματική και ασφαλής επιλογή θεραπείας για άτομα με διαβήτη και συνυπάρχουσες καρδιακές παθήσεις. Ωστόσο, αυτά τα φάρμακα είναι ακριβά και απαιτούνται στοιχεία αποδοτικότητας, από άποψη κόστους, για το NHS. Για περισσότερες πληροφορίες επισκεφθείτε την ιστοσελίδα: Εδώ.

Trulicity (dulaglutide)

Το dulaglutide, ενέσιμο, είχε αρχικά εγκριθεί από τον FDA το 2017 ως συμπληρωματικό φάρμακο στη δίαιτα και την άσκηση, με στόχο τη βελτίωση του γλυκαιμικού ελέγχου στο αίμα σε ασθενείς που έπασχαν από διαβήτη τύπου 2. Το 2020 το FDA ενέκρινε το φάρμακο για τη μείωση των σημαντικών ανεπιθύμητων καρδιαγγειακών επεισοδίων (θάνατος από καρδιαγγειακό επεισόδιο, μη θανατηφόρο έμφραγμα του μυοκαρδίου, ή μη θανατηφόρο εγκεφαλικό) σε ενήλικες ασθενείς με διαβήτη τύπου 2, οι οποίοι έχουν, ή δεν έχουν, εγκατεστημένη καρδιαγγειακή νόσο. Πρόκειται για το πρώτο φάρμακο για τον διαβήτη τύπου 2, που εγκρίθηκε από τον FDA για να μειώσει τα καρδιαγγειακά επεισόδια σε ενήλικες που έχουν, ή δεν έχουν, εγκατεστημένη καρδιαγγειακή νόσο.

Ο EMA, στην τελευταία του «Περίληψη των Χαρακτηριστικών του Προϊόντος», που δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο του 2021, δεν έχει μεταβάλλει τις ενδείξεις του φαρμάκου, που περιορίζονται στη «θεραπευτική αγωγή ενηλίκων με μη επαρκώς ελεγχόμενο σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 ως επιπρόσθετη αγωγή στη διατροφή και την άσκηση», είτε ως μονοθεραπεία, είτε σε συνδυασμό με άλλα φάρμακα.

Στην παράγραφο 5.1 όμως, του ίδιου κειμένου και στο εδάφιο με τίτλο «Μελέτη καρδιαγγειακής έκβασης» αναφέρονται χαρακτηριστικά τα εξής: « Η μελέτη μακροχρόνιας καρδιαγγειακής έκβασης του dulaglutide ήταν μία ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο, διπλά τυφλή κλινική μελέτη». «Το πρωτεύον καταληκτικό σημείο ήταν ο χρόνος από την τυχαιοποίηση έως την πρώτη εμφάνιση οποιουδήποτε μείζονος ανεπιθύμητου καρδιαγγειακού συμβάματος (MACE): καρδιαγγειακός θάνατος, μη θανατηφόρο έμφραγμα του μυοκαρδίου ή μη θανατηφόρο αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο. Το dulaglutide ήταν ανώτερο στην πρόληψη των MACE σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο.

Στην αναθεώρηση της Περίληψης των Χαρακτηριστικών του Προϊόντος» του αυστραλιανού οργανισμού φαρμάκων, που έγινε τον Ιούλιο του 2020, στην παράγραφο 4.1. των θεραπευτικών ενδείξεων αναφέρονται χαρακτηριστικά τα εξής: «Σακχαρώδης Διαβήτης Τύπου 2: μείωση του κινδύνου ανεπιθύμητων μείζονων καρδιαγγειακών συμβαμάτων».

Το dulaglutide ενδείκνυται, ως συμπληρωματικό φάρμακο στην καθιερωμένη θεραπεία για τη μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου των μείζονων ανεπιθύμητων καρδιαγγειακών συμβαμάτων, σε ενήλικες ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 που έχουν: (I) εγκατεστημένη καρδιαγγειακή νόσο, (II) πολλαπλούς καρδιαγγειακούς παράγοντες κινδύνου.

Αντίστοιχα το PHARMAC της Νέας Ζηλανδίας ανακοίνωσε, στην Ειδική Αρχή για αποζημίωση του φαρμάκου, εκτός από τα κριτήρια που αφορούν τον διαβήτη τύπου 2, ότι το φάρμακο μπορεί να λαμβάνουν όσοι:

Έχουν διαβήτη τύπου 2, και οτιδήποτε από τα ακόλουθα:

  • Ο ασθενής έχει προ-υπάρχουσα καρδιαγγειακή νόσο ή ισοδύναμο κίνδυνο.
  • Ο ασθενής έχει απόλυτο κίνδυνο 5ετούς καρδιαγγειακής νόσου 15%, ή μεγαλύτερο, σύμφωνα με έναν επικυρωμένο υπολογισμό εκτίμησης καρδιαγγειακού κινδύνου.
  • Ο ασθενής έχει υψηλό καρδιαγγειακό κίνδυνο για όλη τη διάρκεια της ζωής του, που οφείλεται στην διάγνωσή του για διαβήτη τύπου 2 κατά την παιδική ή νεανική ηλικία.
  • Ο ασθενής έχει διαβητική νεφρική νόσο.

Ο στόχος HbA1c (53 mmol/mol ή λιγότερο) δεν έχει επιτευχθεί παρά την τακτική χρήση τουλάχιστον ενός φαρμάκου για τη μείωση της γλυκόζης στο αίμα (π.χ. μετφορμίνη, βιλνταγλιπτίνη ή ινσουλίνη) για τουλάχιστον 3 μήνες.


Το « National Institute for Health Research», χρηματοδοτείται από το Υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Φροντίδας της Αγγλίας. Το έργο του εστιάζεται στην πρώιμη μεταφραστική έρευνα, την κλινική έρευνα και την εφαρμοσμένη έρευνα υγείας και κοινωνικής φροντίδας. Το έργο του επικεντρώνεται κυρίως στην Αγγλία, αλλά συνεργάζεται στενά με τις διοικητικές αρχές της Σκωτίας, της Ουαλίας και της Βόρειας Ιρλανδίας. Είναι επίσης σημαντικός χρηματοδότης εφαρμοσμένης έρευνας υγείας σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος, έργο που χρηματοδοτείται κυρίως μέσω βοήθειας από τη βρετανική κυβέρνηση.