Η Οξεία Μυελογενής Λευχαιμία αποτελεί μία διαταραχή του αιμοποιητικού ιστού με μεγάλη ετερογένεια, που φαίνεται να επηρεάζει άτομα όλων των ηλικιών. Ωστόσο είναι πιο συχνή σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, με διάμεση ηλικία διάγνωσης τα 68 χρόνια και με περισσότερα από τα δύο τρίτα των διαγνώσεων να γίνονται σε ασθενείς άνω των 55 ετών (1). Αν και συχνά η αιτιολογία της είναι άγνωστη, ένας αυξημένος κίνδυνος ανάπτυξης μυελοειδών κακοηθειών, όπως η ΟΜΛ ή το Μυελοδυσπλαστικό Σύνδρομο (ΜΔΣ), έχει αναγνωριστεί ύστερα από παρατεταμένη έκθεση σε περιβάλλοντα με πετροχημικά ή βενζόλιο αλλά και σε ασθενείς με προηγηθείσα έκθεση σε κυτταροτοξικούς παράγοντες ή ακτινοθεραπεία (ΟΜΛ σχετιζόμενη με θεραπεία) (2). Επιπλέον, η συνεχής ανακάλυψη κληρονομικών αιματολογικών κακοηθειών έχει δείξει πως το 5-10% των περιπτώσεων ΟΜΛ σχετίζεται με μία υποκείμενη βλαστική προδιάθεση (3).
Η ΟΜΛ ευθύνεται για περισσότερους από 80.000 θανάτους παγκοσμίως ανά έτος, ενώ οι εκτιμήσεις είναι πως ο αριθμός αυτός θα διπλασιαστεί τις επόμενες δύο δεκαετίες. Στις Η.Π.Α., τo ποσοστό πενταετούς συνολικής επιβίωσης είναι 31,7% (4) και εμφανίζει μία σημαντική διακύμανση μεταξύ των διαφορετικών ηλικιακών ομάδων, φτάνοντας το 50% σε νεότερα νοσούντα άτομα, αλλά και λιγότερο του 10% σε νοσούντα άτομα μεγαλύτερα των 60 ετών. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Αιματολογική Εταιρεία (European Hematology Association, ΕΗΑ), η συχνότητα εμφάνισης της ΟΜΛ στην Ευρώπη κυμαίνεται μεταξύ των 3-4 περιπτώσεων ανά 100.000 άτομα ετησίως. Το ποσοστό πενταετούς επιβίωσης για τα ενήλικα άτομα 15-59 ετών είναι 45-50%, ενώ για ενήλικα άτομα μεγαλύτερα των 60 ετών είναι 5-15% (5).
Τα επίσημα στατιστικά δεδομένα για την Ελλάδα είναι περιορισμένα, με την Ελληνική Αιματολογική Εταιρεία να αναγνωρίζει κατά προσέγγιση 150 νέες περιπτώσεις ΟΜΛ ετησίως σε άτομα ηλικίας 15-65 ετών (6).
Αξίζει να σημειωθεί πως τις τελευταίες δεκαετίες έχει παρατηρηθεί μία σημαντική βελτίωση στα ποσοστά έκβασης της ΟΜΛ, η οποία οφείλεται τόσο στην πρόοδο στις θεραπευτικές μεθόδους όσο και στη μείωση της σχετιζόμενης με τη μεταμόσχευση θνησιμότητας. Επιπλέον, τα στατιστικά επιβίωσης που έχουμε στη διάθεσή μας βασίζονται κυρίως σε παλαιότερες μελέτες, και αναμένεται να βελτιωθούν περαιτέρω με την έγκριση από τον Αμερικανικό Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων (U.S. Food and Drug Administration, FDA) 11 καινούριων φαρμάκων και συνδυασμών από το 2017.
Εξάλλου, νέες μοριακές γνώσεις σχετικά με την εξέλιξη της ΟΜΛ και τους μηχανισμούς αντίστασης της νόσου, έχουν επηρεάσει σημαντικά τη διάγνωση, κατηγοριοποίηση και παρακολούθηση των ασθενών με ΟΜΛ.
Εξελίξεις στη διάγνωση
Σύμφωνα με τα νέα κριτήρια διάγνωσης της ΟΜΛ που θεσπίστηκαν το 2016 από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (World Health Organization, WHO), η διάγνωση της νόσου επιβεβαιώνεται με την παρουσία βλαστών στο μυελό των οστών ή στο περιφερικό αίμα σε ποσοστό ίσο ή άνω του 20% ή με την παρουσία ειδικών γονιδιωματικών ανωμαλιών χαρακτηριστικών για την ΟΜΛ (RUNX1::RYNX1T1, CBFB::MYH11 και PML::RARA – το διπλό σύμβολο της άνω και κάτω τελείας υποδηλώνει τις γονιδιακές συντήξεις) ανεξαρτήτως του ποσοστού βλαστών. Στην περίπτωση υποψίας ή επιβεβαιωμένης διάγνωσης ΟΜΛ, συνιστάται μία εκτενής διαγνωστική αξιολόγηση, η οποία περιλαμβάνει μορφολογική αξιολόγηση, μελέτη του ανοσοφαινοτύπου των κυττάρων καθώς και γονιδιωματική ανάλυση.
Η εξέλιξη των μοριακών τεχνικών γονιδιωματικής αλληλούχισης και μελέτης της γονιδιακής έκφρασης βοήθησαν στην αναγνώριση νέων προγνωστικών, κλινικών και ανοσοφαινοτυπικών χαρακτηριστικών της ΟΜΛ, με αποτέλεσμα να θεσπιστούν το 2022 δύο νέα συστήματα ταξινόμησης της ΟΜΛ.
Το ένα σύστημα δημοσιεύτηκε από τον WHO και αποτελεί μία αναθεώρηση της ταξινόμησης του 2016, ενώ το δεύτερο αποτελεί τη Διεθνή Συναινετική Ταξινόμηση (International Consensus Classification, ICC), η οποία υιοθετήθηκε από το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Λευχαιμίας (European Leukemia Net, ELN). Και οι δύο ταξινομήσεις δίνουν έμφαση στην ενσωμάτωση της μοριακής ανάλυσης στην καθημερινή πρακτική των θεραπόντων ιατρών καθώς αναγνωρίζεται πλέον η ανάγκη μελέτης των κυτταρογενετικών και μοριακών χαρακτηριστικών για τον χαρακτηρισμό της νόσου. Μολονότι οι δύο ταξινομήσεις της ΟΜΛ εμφανίζουν κάποιες αξιοσημείωτες διαφορές, και τα δύο συστήματα διευρύνουν τις γενετικές ανωμαλίες που χαρακτηρίζουν συγκεκριμένους τύπους ΟΜΛ. Πιο συγκεκριμένα:
- Η ΟΜΛ με BCR::ABL1 προστέθηκε ως επίσημη αλλοίωση που χαρακτηρίζει τη νόσο, με απαίτηση ποσοστού βλαστών ≥20% και όχι 10%, προκειμένου να υπάρξει διαφοροποίηση από τη χρόνια μυελογενή λευχαιμία (ΧΜΛ) σε επιταχυνόμενη φάση.
- O WHO πλέον διαχωρίζει την ΟΜΛ με μετάλλαξη στο CEBPA ως μία ξεχωριστή οντότητα στην οποία περιλαμβάνεται η διαλληλική μετάλλαξη του CEBPA ή μονοαλληλική (monoallelic) μετάλλαξη στο c-τελικό άκρο στην περιοχή bZIP (basic leucine zipper). Σύμφωνα με τον ορισμό της ICC, είναι απαραίτητη η παρουσία μόνο της bZIP μετάλλαξης. Αυτό οφείλεται στην ανακάλυψη πως μεταλλάξεις εντός πλαισίου στην περιοχή του bZIP έχουν διακριτά κλινικά και μοριακά χαρακτηριστικά: χαμηλότερη ηλικία, υψηλότερα λευκά αιμοσφαίρια, και περισσότερες μεταλλάξεις στα GATA2 και NPM1. Η παρουσία μίας εντός πλαισίου μετάλλαξης στο bZIP σχετίζεται με θετική απόκριση και βελτιωμένη επιβίωση.
- Τα δύο συστήματα ταξινόμησης χρησιμοποιούν διαφορετικό κατώφλι επιβεβαίωσης της ΟΜΛ σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Ενώ στα κριτήρια του WHO για ΟΜΛ με χαρακτηριστικές γενετικές ανωμαλίες δεν ορίζεται ελάχιστο όριο βλαστών (με εξαίρεση το 20% που απαιτείται για ΟΜΛ με BCR::ABL1 και ΟΜΛ με μετάλλαξη CEBPA bZIP), το ICC απαιτεί μία παρουσία βλαστών κατά ποσοστό τουλάχιστον 10% στο μυελό των οστών ή στο περιφερικό αίμα για τον προσδιορισμό της ΟΜΛ με υποτροπιάζουσες γενετικές ανωμαλίες (με εξαίρεση ≥20% σε ΟΜΛ με BCR::ABL1). Για όλες τις άλλες υποομάδες ΟΜΛ, ο WHO, όπως αναφέρθηκε ήδη, διατήρησε το όριο των βλαστών σε 20%.
- Γενετική ανωμαλία στο NPM1 αναγνωρίζεται πλέον από τους WHO και ICC ως μία καθοριστική μετάλλαξη για την ΟΜΛ, εξαιτίας της σπανιότητας των NPM1 μεταλλάξεων στο ΜΔΣ και στην ταχεία εξέλιξη που παρατηρείται στα περισσότερα νοσούντα άτομα που προηγουμένως ορίζονταν ως ΜΔΣ με μετάλλαξη στο NPM1.
- Η ΟΜΛ με αλλαγές σχετιζόμενες με μυελοδυσπλασία (myelodysplasia related changes, MRC) δεν συμπεριλήφθηκε σε κανένα από τα δύο συστήματα ταξινόμησης. Αντίθετα, τόσο ο WHO όσο και η ICC εισήγαγαν κατηγορίες με μοριακές και κυτταρογενετικές ανωμαλίες που ορίζουν τη λειτουργική δευτερογενή οντογένεση και σχετίζονται με κακή πρόγνωση. Ωστόσο, ενώ ο WHO όρισε αυτές τις κατηγορίες ως ΟΜΛ σχετιζόμενη με μυελοδυσπλασία (AML myelodysplasia related, AML-MR) που περιελάμβανε ασθενείς με προηγούμενο ιστορικό ΜΔΣ ή ΜΔΣ και μυελοϋπερπλαστικών νεοπλασμάτων (myeloproliferative neoplasms, MPN), η ICC όρισε αντίθετα το προηγούμενο ΜΔΣ ή ΜΔΣ/MPN ως προσδιοριστικό για τη διάγνωση της ΟΜΛ. Επιπλέον, οι δύο ταξινομήσεις διαφέρουν ελαφρώς ως προς το ποιες μοριακές και κυτταρογενετικές ανωμαλίες θεωρούνται βλάβες που καθορίζουν το ΜΔΣ. Για παράδειγμα, μία μετάλλαξη στο RUNX1 περιλαμβάνεται ως καθοριστική για τη μυελοδυσπλασία μόνο στον ορισμό της ICC, και όχι στις προϋποθέσεις που ορίζει ο WHO.
- Και τα δύο συστήματα ταξινόμησης έδωσαν ιδιαίτερη προσοχή στην προηγηθείσα κυτταροτοξική έκθεση και γενετική προδιάθεση. Στην ταξινόμηση του WHO, σχηματίστηκε μία νέα διαγνωστική κατηγορία, αυτή των δευτερογενών μυελοειδών νεοπλασμάτων, η οποία περιλαμβάνει μυελοειδή νεοπλάσματα που προκύπτουν ύστερααπό κυτταροτοξικές θεραπευτικές αγωγές ή που χαρακτηρίζονται από καθορισμένη βλαστική προδιάθεση. Αντίθετα, στην ταξινόμηση ICC, αυτά δεν ορίστηκαν ως μία ξεχωριστή κατηγορία αλλά ως πρόσθετοι προσδιοριστές για τη διάγνωση της ΟΜΛ. Με τις πρόσφατες εξελίξεις στη μοριακή διάγνωση και ανάλυση, αυξάνεται ο αριθμός των ατόμων με μυελοειδείς κακοήθειες στα οποία αναγνωρίζεται η ύπαρξη κάποιας κληρονομικής βλαστικής προδιάθεσης.
Με βάση αυτό, έχει υποστηριχθεί ότι οποιοδήποτε άτομο με ΜΔΣ ή ΟΜΛ με συγκεκριμένες μοριακές/κυτταρογενετικές βλάβες, συνδρομική εμφάνιση ή υποδηλωτικό οικογενειακό ιστορικό πρέπει να υποβάλλεται σε γενετική ανάλυση μη προσβεβλημένου ιστού προκειμένου να εκτιμηθεί η βλαστική προδιάθεση.
Η διαπίστωση βλαστικής προδιάθεσης μπορεί να επηρεάσει τη θεραπευτική στρατηγική, όπως την επιλογή δότη για αλλογενή μεταμόσχευση αιμοποιητικών κυττάρων (άλλο-ΜΑΚ) ή την απόφαση σχετικά με το κατάλληλο θεραπευτικό σχήμα. Επιπλέον, μπορεί να επηρεάσει την παρακολούθηση των μελών της οικογένειας.
Εξελίξεις αναφορικά με τη σταδιοποίηση και εκτίμηση του κινδύνου
Η σταδιοποίηση της νόσου, η εκτίμηση του κινδύνου αλλά και η κλινική ανταπόκριση στη θεραπεία καθορίζονται πρωτίστως από την υποκείμενη γονιδιωματική.
Πρόσφατα δημοσιεύτηκαν οι καινούριες οδηγίες του ELN 2022, οι οποίες αποτελούν μία ενημέρωση της υπάρχουσας από το 2017 εκτίμησης κινδύνου. Στη νέα ταξινόμηση κινδύνου ενσωματώνονται γνώσεις από νέα μοριακά ευρήματα και πρόσφατα αποτελέσματα κλινικών μελετών, ενώ δίνεται έμφαση και στην αξιολόγηση της ανταπόκρισης, όπως η εκτίμηση της ελάχιστης υπολειμματικής νόσου (minimal residual disease, MRD).
Η σταδιοποίηση της ΟΜΛ χωρίζεται σε τρεις προγνωστικές ομάδες: την ευνοϊκή, την ενδιάμεση και την αυξημένη (Πίνακας 1).

Καθώς η συγκεκριμένη κατηγοριοποίηση βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε ασθενείς που υποβάλλονται σε εντατική θεραπεία, ενδέχεται να χρειαστούν μελλοντικές προσαρμογές για ασθενείς που υποβάλλονται σε λιγότερο εντατικές θεραπείες, συμπεριλαμβανομένων σχημάτων που βασίζονται στη βενετοκλάξη.
Εξελίξεις στα θεραπευτικά σχήματα
Στόχος της θεραπευτικής αντιμετώπισης της ΟΜΛ είναι η βελτίωση της επιβίωσης παράλληλα με την επίτευξη ύφεσης της νόσου. Πλήρης ύφεση (complete remission, CR) της ΟΜΛ ορίζεται ως ένα ποσοστό βλαστών στο μυελό των οστών λιγότερο από 5%, απουσία ενδείξεων νόσου, μερική ανασύσταση του μυελού των οστών που ορίζεται ως πλήρης ανάκτηση των κυτταρικών επιπέδων στο περιφερικό αίμα (απόλυτος αριθμός ουδετερόφιλων μεγαλύτερος από 1.000 ανά μL και αριθμός αιμοπεταλίων μεγαλύτερος από 100.000 ανά μL) και απουσία ανάγκης μετάγγισης (7).
Αξίζει να σημειωθεί πως η πλήρης ύφεση με μερική αιματολογική ανάκτηση (CR with partial hematological recovery, CRh) αναγνωρίζεται πλέον επίσημα από τις συστάσεις του ELN 2022 ως κλινικό μέτρο ανταπόκρισης (απόλυτος αριθμός ουδετερόφιλων μεγαλύτερος από 500 ανά μL και αριθμός αιμοπεταλίων μεγαλύτερος από 50.000 ανά μL). Προστέθηκε επομένως στα υπόλοιπα κριτήρια μικρότερης ανταπόκρισης, όπως πλήρης ύφεση με ελλιπή αιματολογική ανάκτηση (CR with incomplete count recovery, CRi), μερική ύφεση (partial remission, PR) και απαλλαγή από μορφολογική λευχαιμία (morphologic leukemia-free state, MLFS). Πιο πρόσφατα, η CRh συμπεριλήφθηκε ως εναλλακτικό μέτρο της κλινικής ανταπόκρισης σε κλινικές δοκιμές που αξιολογούν τη θεραπεία χαμηλότερης έντασης, για να αντικατοπτρίζει καλύτερα την επαρκή ανάκτηση τόσο των ουδετερόφιλων όσο και των αιμοπεταλίων (8).
Ύστερα από την επίτευξη CR με την αρχική θεραπεία εφόδου, η γενική θεραπευτική προσέγγιση στην ΟΜΛ είναι να χορηγηθεί μία θεραπεία σταθεροποίησης ή αλλιώς εδραίωσης της ύφεσης, με στόχο την αποτροπή της επανεμφάνισης της νόσου, η οποία μπορεί να είναι χημειοθεραπεία ή/και αλλο-ΜΑΚ.
Η επιλογή της κατάλληλης θεραπείας εφόδου και σταθεροποίησης βασίζεται σε ένα μεγάλο αριθμό παραμέτρων, όπως των συννοσηροτήτων των ασθενών, πρότερο ιατρικό ιστορικό (π.χ. προηγηθείσα μυελοειδής ασθένεια και/ή έκθεση σε κυτταροτοξική χημειοθεραπεία), το κυτταρογενετικό ή μοριακό προφίλ κινδύνου του ατόμου, η εκτίμηση της MRD ύστερα από το αρχικό θεραπευτικό στάδιο της ΟΜΛ και φυσικά η διαθεσιμότητα δότη και οι στόχοι φροντίδας που θέτουν τα νοσούντα άτομα.
Η αξιολόγηση της φυσικής κατάστασης του ατόμου κρίνεται απαραίτητη προτού τη λήψη αποφάσεων σχετικά με την αρχική θεραπεία για την ΟΜΛ. Και αυτό γιατί τα τυπικά σχήματα εντατικής χημειοθεραπείας δεν συνιστώνται για ασθενείς προχωρημένης ηλικίας ή ασθενείς με σοβαρές συννοσηρότητες.
Επί του παρόντος, η ηλικία μεγαλύτερη των 75 ετών θεωρείται μία σχετική αντένδειξη για εντατική χημειοθεραπεία, ειδικά λαμβάνοντας υπόψη τη διαθέσιμη μικρότερης έντασης χημειοθεραπεία με σημαντική αποτελεσματικότητα.
Επιπλέον της ηλικίας, τα κριτήρια τα οποία ορίζονται από τον FDA και χρησιμοποιούνται για να χαρακτηρίσουν τα νοσούντα άτομα ως κατάλληλα ή μη για εντατική χημειοθεραπεία, εστιάζουν στην κατάσταση της ηπατικής, νεφρικής, καρδιακής και πνευμονικής λειτουργίας του ατόμου.
Το σύνολο των σχετικά αυστηρών αυτών κριτηρίων επικυρώθηκε σε μία μεγάλη ομάδα ασθενών στα πλαίσια μίας προσπάθειας πρόβλεψης της βραχυπρόθεσμης θνησιμότητας μετά από εντατική χημειοθεραπεία για ΟΜΛ και πλέον ενσωματώνεται στα κριτήρια καταλληλότητας των κλινικών μελετών.
Παρακάτω θα αναφερθούμε στις επικαιροποιήσεις ανά κατηγορία θεραπείας.
Επικαιροποιήσεις στη θεραπεία εφόδου
Βασικός στόχος της θεραπείας εφόδου αποτελεί η μορφολογική ύφεση. Το πιο κοινό σχήμα εντατικής χημειοθεραπείας παραμένει το σχήμα «7 + 3», το οποίο περιλαμβάνει ανθρακυκλίνη και κυταραβίνη (cytarabine). Χρησιμοποιούνται φυσικά και άλλες θεραπείες εφόδου, όπως οι CLAG-M, G-CLAM, IA, FLAG-IDA και λομουστίνη-IA. Χωρίς να έχει επιβεβαιωθεί εάν κάποιες από αυτές τις επιλογές είναι καλύτερη από το σχήμα «7 + 3», η προσθήκη λομουστίνης, ενός νουκλεοσιδικού αναλόγου, ή η χορήγηση του συνδυασμού FLAG-IDA έχουν προταθεί ως καλύτερες του «7 + 3» σε τυχαιοποιημένες κλινικές μελέτες, με το συνδυασμό FLAG-IDA να κρίνεται τελικά πολύ τοξικός για γενική χρήση. Πρόσφατα εγκρίθηκαν αρκετοί φαρμακευτικοί παράγοντες για ασθενείς με πρόσφατα διαγνωσμένη ΟΜΛ (newly-diagnosed AML, ND-AML) που είναι κατάλληλοι για εντατική χημειοθεραπεία. Θα ακολουθήσει συνοπτική αναφορά των νέων εγκρίσεων, ενώ για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τα σχήματα θεραπείας, προτείνεται να ανατρέξετε στην πρωτότυπη πηγή.
- Γκεμτουζουμάμπη οζογκαμυσίνη (gemtuzumab ozogamycin, GO)
Αποτελεί ένα CD33 μονοκλωνικό αντίσωμα συζευγμένο με ένα ισχυρό αντιβιοτικό με κυτταροτοξική δράση, την καλιχεαμυκίνη. Εγκρίθηκε εκ νέου το 2017 από τον FDA, για χρήση μόνη της ή σε συνδυασμό με τη συμβατική χημειοθεραπεία σε ασθενείς που εκφράζουν το CD33, ύστερα και από τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων της κλινικής δοκιμής ALFA0701 (NCT00927498). Πρόσφατη μετα-ανάλυση που συγκέντρωσε τα δεδομένα από 5 τυχαιοποιημένες κλινικές μελέτες, κατέληξε πως η προσθήκη GO στη συμβατική χημειοθεραπεία αυξάνει την ολική επιβίωση ασθενών με ΟΜΛ. Η συγκεκριμένη παρατήρηση περιορίστηκε στα νοσούντα άτομα με κυτταρογενετική ευνοϊκής και ενδιάμεσης πρόγνωσης, χωρίς να παρατηρείται θεραπευτικό όφελος σε ασθενείς των ομάδων αυξημένου κινδύνου.
- FLT3 αναστολείς
Σε ασθενείς ΟΜΛ με FTL3-ITD και FTL3-TKD μεταλλάξεις, η προσθήκη στο σχήμα «7 + 3» του αναστολέα κινασών μιντοσταυρίνη (midostaurin) βελτίωσε τα ποσοστά ολικής επιβίωσης, όπως έδειξαν τα αποτελέσματα της κλινικής μελέτης RATIFY (NCT00651261). Με βάση αυτά, ο FDA ενέκρινε τη χρήση του συνδυασμού «7 + 3 + μιντοσταυρίνη» για όλους τα νοσούντα άτομα με FTL3 μεταλλάξεις οι οποίοι κρίνονται κατάλληλοι για εντατική χημειοθεραπεία. Επί του παρόντος βρίσκονται υπό μελέτη πιο ισχυροί δεύτερης γενιάς FLT3 αναστολείς, με αξιοσημείωτα αποτελέσματα από τον φαρμακευτικό παράγοντα quizartinib (εκλεκτικός αναστολέας του FTL3-ITD) σε συνδυασμό με εντατική χημειοθεραπεία. Τα αποτελέσματα από την κλινική μελέτη QUANTUM FIRST (NCT02668653) έδειξαν βελτιωμένη ολική επιβίωση στα νοσούντα άτομα μέχρι και 75 ετών με ND-AML με μετάλλαξη στο FLT3-ITD στα οποία χορηγήθηκε το σχήμα «7 + 3 + quizartinib» έναντι εκείνων που έλαβαν μόνο το συμβατικό σχήμα «7 + 3».
- CPX351
Σε ασθενείς με δευτεροπαθή ΟΜΛ μετά από θεραπεία (therapy-related AML, t-AML) και με ΟΜΛ με MRC, εγκρίθηκε το 2017 η χρήση του CPX351, που αποτελεί τη λιποσωμιακή μορφή του συνδυασμού των δαουνορουβικίνης (daunorubicin) και κυταραβίνης. Η έγκριση βασίστηκε στα αποτελέσματα μίας τυχαιοποιημένης κλινικής μελέτης φάσης III (NCT01696084), η οποία έδειξε βελτιωμένα ποσοστά ύφεσης και υψηλότερη συνολική επιβίωση σε ασθενείς ηλικίας 60 – 75 ετών που έλαβαν το CPX351, έναντι των ασθενών που έλαβαν το συμβατικό σχήμα «7 + 3».
- Συνδυαστικές θεραπείες βενετοκλάξης
Η βενετοκλάξη, ένας ισχυρός εκλεκτικός αναστολέας της αντι-αποπτωτικής πρωτεΐνης BCL2, έχει εγκριθεί για χορήγηση σε συνδυασμό με υπομεθυλιωτικούς παράγοντες (hypomethylating agents, ΗΜΑs) και χαμηλές δόσεις κυταραβίνης (low dose cytarabine, LDAC) σε ασθενείς με ND-AML ηλικίας μεγαλύτερης των 75 ετών ή για νοσούντα άτομα μη κατάλληλα για εντατική χημειοθεραπεία. Τα αποτελέσματα της τυχαιοποιημένης κλινικής μελέτης φάσης ΙΙΙ VIALE-A(NCT02993523), στην οποία χορηγήθηκε ένας ΗΜΑ με και χωρίς βενετοκλάξη, έδειξαν αξιοσημείωτη βελτίωση στα ποσοστά ανταπόκρισης και επιβίωσης, με τα σύνθετα ποσοστά ύφεσης (CR+CRi) να υπολογίζονται στο 66% (σε σύγκριση με 28%), ενώ η διάμεση συνολική επιβίωση βελτιώθηκε σε 14,7 μήνες (σε σύγκριση με 9,6 μήνες).
- Αναστολείς IDH
Με βάση τα αποτελέσματα της κλινικής μελέτης AGILE (NCT03173248), ο FDA ενέκρινε το συνδυασμό αζακιτιδίνης (azacitidine) και του φαρμακευτικού παράγοντα ivosidenib, για τα πρόσφατα διαγνωσμένα νοσούντα άτομα με ΟΜΛ με μετάλλαξη στο IDH1.
Επικαιροποιήσεις στη θεραπεία σταθεροποίησης
Με την επίτευξη της ύφεσης, η χορήγηση θεραπείας σταθεροποίησης κρίνεται απαραίτητη προκειμένου να εδραιωθεί η ύφεση και να αυξηθούν οι πιθανότητες για ένα ευνοϊκό μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα της θεραπείας και πιθανώς ίαση της νόσου. Η γενική κατεύθυνση είναι τα νοσούντα άτομα με ευνοϊκό προφίλ κινδύνου να λαμβάνουν 3 – 4 κύκλους χημειοθεραπείας υψηλής δόσης, ενώ τα νοσούντα άτομα με ενδιάμεσο ή δυσμενή κίνδυνο συνιστάται να προχωρήσουν σε αλλο-ΜΑΚ. Η συγκεκριμένη σύσταση στα άτομα με μη ευνοϊκούς υποτύπους ΟΜΛ βασίζεται στο ότι ο κίνδυνος θνητότητας από υποτροπή ή ανθεκτικότητα της νόσου είναι ενδεχομένως υψηλότερος από τον κίνδυνο θνητότητας (treatment related mortality, TRM) που σχετίζεται με τη μεταμόσχευση.
Υπάρχει μία συζήτηση γύρω από το εάν είναι καλύτερο η αλλογενής μεταμόσχευση να πραγματοποιηθεί στην πρώτη πλήρη ύφεση (CR1) ή στη δεύτερη (CR2). Μία ανάλυση των κλινικών δοκιμών σχετικών με την MRC στο Ηνωμένο Βασίλειο έδειξε πως η βέλτιστη στρατηγική για ασθενείς ενδιάμεσου κινδύνου είναι η μεταμόσχευση κατά τη CR2. Αντίθετα, μία μετα-ανάλυση κλινικών δοκιμών που αξιολογούσαν την αποτελεσματικότητα της αλλο-ΜΑΚ στη CR1, έναντι θεραπειών μη αλλογενούς μεταμόσχευσης, έδειξε υψηλότερα ποσοστά ολικής επιβίωσης στις ομάδες ενδιάμεσου και αυξημένου κινδύνου.
Η θεραπεία συντήρησης έναντι της μη θεραπείας ύστερα από αλλο-ΜΑΚ συσχετίστηκε με βελτιωμένα ποσοστά ολικής επιβίωσης σε μία μετα-ανάλυση τυχαιοποιημένων κλινικών δοκιμών. Η σοραφενίμπη (sorafenib), ένας αναστολέας κινασών, φάνηκε να έχει σημαντική δράση ως θεραπεία συντήρησης. Κλινικές δοκιμές φάσης ΙΙΙ αξιολογούν επί του παρόντος θεραπείες συντήρησης όπως τον συνδυασμό ΗΜΑ + βενετοκλάξη (VIALE-T, NCT04161885) ή τον φαρμακευτικό παράγοντα gilteritinib σε ασθενείς με μετάλλαξη στο FTL3 (NCT02997202).
Τέλος, για τα νοσούντα άτομα με ενδιάμεσης ή αυξημένης πρόγνωσης κυτταρογενετικά χαρακτηριστικά, τα οποία δεν μπορούν να υποβληθούν σε αλλο-ΜΑΚ, προτείνεται η χορήγηση του CC-486 («αζακιτιδίνη από του στόματος», oral azacitidine) ως θεραπεία συντήρησης. Αποτελεί έναν ΗΜΑ ο οποίος εγκρίθηκε από τον FDA ως θεραπεία σταθεροποίησης με βάση τα αποτελέσματα της κλινικής μελέτης φάσης III QUAZAR AML-001 (NCT01757535).
ΜΗ ΕΝΤΑΤΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΓΙΑ ΑΤΟΜΑ ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΔΙΑΓΝΩΣΜΕΝΑ
Μέχρι και πριν λίγα μόλις χρόνια, τα ηλικιωμένα άτομα με ΟΜΛ τα οποία κρίνονταν μη κατάλληλα για εντατική θεραπεία είχαν πολύ χαμηλή πρόγνωση καθώς οι διαθέσιμες θεραπείες ήταν περιορισμένες. Χορηγούνταν κυρίως δεσιταβίνη (decitabine) και αζακιτιδίνη, χωρίς όμως να έχει ξεκαθαριστεί εάν οι μεμονωμένοι αυτοί θεραπευτικοί παράγοντες ήταν καλύτερη επιλογή από άλλες διαθέσιμες θεραπείες. Η πρόσφατη έγκριση καινούριων σχημάτων για θεραπεία εφόδου στη συγκεκριμένη κατηγορία ασθενών, όπως η προσθήκη βενετοκλάξης σε χημειοθεραπεία χαμηλής δόσης, έφερε επανάσταση και βελτίωσε τα ποσοστά επιβίωσης των ασθενών.
- Συνδυαστικές θεραπείες βενετοκλάξης
Όπως έδειξαν τα δεδομένα από τη την κλινική δοκιμή φάσης ΙΙΙ VIALE-A (NCT02993523), ο συνδυασμός αζακιτιδίνης και βενετοκλάξης βελτίωσε την απόκριση και την ολική επιβίωση των ασθενών μεγαλύτερων των 75 ετών ή εκείνων με σημαντικές συννοσηρότητες. Η βενετοκλάξη φαίνεται να έχει συνεργιστική δράση και με άλλες θεραπείες, όπως χαμηλή δόση χημειοθεραπείας, στοχευμένη θεραπεία και ανοσοθεραπεία.
- Αναστολείς IDH
Ο φαρμακευτικός παράγοντας ivosidenib έχει εγκριθεί και ως θεραπεία εφόδου για νοσούντα άτομα που κρίνονται ακατάλληλα για εντατική χημειοθεραπεία, είτε ως μονοθεραπεία είτε ως συνδυασμό με αζακιτιδίνη. Με βάση τα αποτελέσματα της κλινικής δοκιμής φάσης ΙΙΙ AGILE (NCT03173248), ο FDA ενέκρινε τη χορήγηση του συνδυασμού αζακιτιδίνης και ivosidenib για άτομα ηλικίας μεγαλύτερης των 75 ετών διαγνωσμένα με ND-AML με IDH1 μετάλλαξη.
- Γκλασδεγκίμπη (Glasdegib)
Η γκλασδεγκίμπη αποτελεί έναν αναστολέα του σηματοδοτικού μονοπατιού Hedgehog, το οποίο υπερεκφράζεται στα λευχαιμικά βλαστικά κύτταρα. Βάσει των αποτελεσμάτων της κλινικής μελέτης BRIGHT AML 1003 (NCT01546038), ο FDA ενέκρινε το συνδυασμό LDAC + γκλασδεγκίμπης σε ασθενείς ND-AML που κρίνονται μη κατάλληλοι για εντατική χημειοθεραπεία.
- Gilteritinib
O φαρμακευτικός παράγοντας gilteritinib έχει δοκιμαστεί στην τυχαιοποιημένη μελέτη φάσης ΙΙΙ LACEWING (NCT02752035), όπου συμμετείχαν ασθενείς με ND-AML με μετάλλαξη στο FLT3.
Αντιμετώπιση υποτροπής και πρωτοπαθώς ανθεκτικής ΟΜΛ (relapsed and refractory AML, R/R AML)
Δυστυχώς, ακόμα και αν επιτευχθεί πλήρης ύφεση με την αρχική θεραπεία εφόδου ή θεραπεία συντήρησης, η υποτροπή αποτελεί ένα συχνό φαινόμενο. Η αντιμετώπιση της υποτροπής αλλά και της πρωτοπαθώς ανθεκτικής ΟΜΛ αποτελεί ακόμα και σήμερα μία θεραπευτική πρόκληση, καθώς η πενταετής επιβίωση βρίσκεται στο 10%. Αρκετοί παράγοντες, μεταξύ αυτών η ηλικία, η διάρκεια της CR1, η αρχική κυτταρογενετική του ατόμου καθώς και μία προηγηθείσα αλλο-ΜΑΚ, αποτελούν προγνωστικούς παράγοντες υποτροπής. Η γενική προσέγγιση στην R/R AML, τουλάχιστον στα νοσούντα άτομα που είναι διατεθειμένα να δεχτούν επιπλέον θεραπεία για μία σχετικά μικρή πιθανότητα καλού μακροπρόθεσμου αποτελέσματος, αποτελεί η προσπάθεια για την επίτευξη μίας δεύτερης ύφεσης με θεραπεία εφόδου και η εντατικοποίηση της θεραπείας με άλλο-MAK στη CR2. Σε ασθενείς που δέχτηκαν αλλογενή μεταμόσχευση στη CR1, οι επιλογές περιλαμβάνουν χειρισμό του ανοσοποιητικού συστήματος ώστε να επιτευχθεί η δράση του μοσχεύματος έναντι της λευχαιμίας (graft-versus-leukemia effect, GVL). Αρκετές στοχευμένες θεραπείες για ασθενείς R/R AML με συγκεκριμένες μεταλλάξεις έχουν εγκριθεί τα τελευταία χρόνια.
- Gilteritinib
Έχει εγκριθεί ως μονοθεραπεία για ασθενείς με R/R AML με μετάλλαξη στο FLT3, με βάση τα αποτελέσματα της δοκιμής ADMIRAL (NCT02421939). Επιπλέον, δεδομένα τόσο από τη δοκιμή ADMIRAL όσο και από την CHRYSALLIS (NCT02014558) έδειξαν πως ασθενείς με προηγούμενη έκθεση σε FTL3 αναστολείς είχαν αυξημένο όφελος από τη χορήγηση gilteritinib.
- Αναστολείς IDH
Οι IDH1 και IDH2 αναστολείς ivosidenib και enasidenib έχουν εγκριθεί ως μονοθεραπεία για ασθενείς με R/R AML με μετάλλαξη στο IDH (NCT02074839). Το ίδιο ισχύει και για τον φαρμακευτικό παράγοντα olutasidenib, ο οποίος εγκρίθηκε πρόσφατα για χορήγηση σε ασθενείς με R/R AML με μετάλλαξη στο IDH1 (NCT02719574).
- Gemtuzumab ozogamycin
Αν και έχει εγκριθεί για ασθενείς με R/R AML, η μέτρια αποτελεσματικότητά του σε συνδυασμό με αυξημένο κίνδυνο πρόκλησης αποφρακτικού συνδρόμου των φλεβών του ήπατος (sinusoidal obstruction syndrome, SOS) καθιστούν τη χρήση του περιορισμένη.
- Βενετοκλάξη + χημειοθεραπεία διάσωσης (salvage chemotherapy)
Αν και ο συνδυασμός βενετοκλάξης με FLAG-IDA σε ασθενείς με R/R AML, είχε κάποια ενθαρρυντικά αποτελέσματα, τα αυξημένα περιστατικά λοιμώξεων που σχετίζονται με αυτή τη θεραπεία απαιτούν συνεχή παρακολούθηση των ασθενών.
Νέες θεραπευτικές εξελίξεις
Αν και τα τελευταία χρόνια, έχει παρατηρηθεί σημαντική βελτίωση στη διαχείριση της ΟΜΛ, τα θεραπευτικά αποτελέσματα δεν είναι ακόμα ικανοποιητικά, ειδικά για τα νοσούντα άτομα με κυτταρογενετική αυξημένου κινδύνου. Ένας μεγάλος αριθμός κλινικών μελετών βρίσκεται στη διαδικασία αξιολόγησης στοχευμένων θεραπειών ή ανοσοθεραπειών, είτε ως μονοθεραπείες είτε ως συνδυαστικές θεραπείες (Πίνακας 2). Καθώς οι περισσότερες από αυτές τις θεραπείες βρίσκονται ακόμα υπό μελέτη, δεν υπάρχουν διαθέσιμες περιγραφές των μακροχρόνιων αποτελεσμάτων, μερικές όμως από αυτές εμφανίζουν πολλά υποσχόμενες αρχικές αποκρίσεις, ακόμα και σε πληθυσμούς ασθενών με δυσμενή πρόγνωση όπως οι ασθενείς με μετάλλαξη στο TP53 ή αντιμεταθέσεις του MLL. Χαρακτηριστικά, οι αναστολείς της ογκοκατασταλτικής πρωτεΐνης μενίνης (menin) στα νοσούντα άτομα με ΟΜΛ με μετάλλαξη NPM1 ή με αντιμετάθεση του MLL φαίνεται να έχουν πολύ σημαντικά πρώιμα αποτελέσματα. Επιπλέον, το μονοκλωνικό αντίσωμα magrolimab που μελετάται σε συνδυαστικά σχήματα με ΗΜΑ και βενετοκλάξη σε ασθενείς με ND-AML και ΜΔΣ, έχει δείξει πολύ ενθαρρυντικά αποτελέσματα στο πλαίσιο της ομάδας ασθενών με ΟΜΛ με μετάλλαξη στο TP53.

Επιλέγοντας θεραπευτική στρατηγική
Μία από τις πιο κρίσιμες αποφάσεις κατά τον σχεδιασμό της θεραπευτικής προσέγγισης για την ΟΜΛ αποτελεί η καταλληλότητα ενός ατόμου για εντατική χημειοθεραπεία. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα νοσούντα άτομα με μετάλλαξη στο TP53, τα οποία ενδέχεται να μην επωφεληθούν από ένα σχήμα εντατικής χημειοθεραπείας. Η συγκεκριμένη απόφαση βασίζεται στην ηλικία του ατόμου, συννοσηρότητες που μπορεί να εμφανίζει, τα χαρακτηριστικά της νόσου καθώς και τους θεραπευτικούς στόχους που έχουν τεθεί. Αν και έχουν σχεδιαστεί ποικίλα εργαλεία για την εκτίμηση της θνησιμότητας που σχετίζεται με τη θεραπευτική αγωγή, η προσαρμογή για όλες εκείνες τις μεταβλητές της απόφασης αποτελεί ένα δύσκολο εγχείρημα. Στα πλαίσια αυτά, έχουν προταθεί κάποιες αρχές οι οποίες μπορούν να καθοδηγήσουν τη διαδικασία του θεραπευτικού σχεδιασμού και την επιλογή της κατάλληλης θεραπευτικής στρατηγικής για το εκάστοτε άτομο.
- Η πιο κοινή αιτία θανάτου των ασθενών με ΟΜΛ αποτελούν η υποτροπή της νόσου και η πρωτοπαθώς ανθεκτική ΟΜΛ.
- Η ηλικία από μόνη της δεν θα πρέπει να αποτελεί τον μοναδικό καθοριστικό παράγοντα για την ένταση της θεραπείας.
- Κρίνεται ως απαραίτητη μία ολοκληρωμένη αξιολόγηση των συννοσηροτήτων προτού αποφασιστεί η στρατηγική θεραπείας. Οι παροδικές συννοσηρότητες που είναι αποτέλεσμα της ΟΜΛ δεν πρέπει να αποτελούν αντένδειξη για τη λήψη εντατικής χημειοθεραπείας.
- Σε ασθενείς μεγαλύτερης ηλικίας, προτείνεται επιπλέον μία γηριατρική αξιολόγηση, τα αποτελέσματα της οποίας θα πρέπει να ληφθούν υπόψη για την επιλογή της βέλτιστης θεραπείας. Αν και δεν έχουν οριστεί συγκεκριμένες συστάσεις για αυτή, μία τέτοια αξιολόγηση μπορεί να αποκαλύψει ευπάθειες που δεν ανιχνεύονται στη συνήθη κλινική πρακτική καθώς και να προβλέψει τη νοσηρότητα και τη θνησιμότητα.
- Οι θεραπευτικοί στόχοι θα πρέπει να συζητιούνται από νωρίς και να καθοδηγούν την απόφαση για την επιλογή της καταλληλότερης θεραπείας.
- Είναι σημαντικό να ληφθεί υπόψη εάν το άτομο είναι κατάλληλο για αλλο-ΜΑΚ, καθώς αυτό θα κρίνει την επιλογή της αρχικής θεραπείας. Όπως ήδη αναφέρθηκε, ορισμένοι υποτύποι της ΟΜΛ εμφανίζουν διαφορετική απόκριση στις ποικίλες θεραπευτικές μεθόδους. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν, η ΟΜΛ με μεταλλαγμένο TP53 που εμφανίζει χαμηλή ανταπόκριση στη χημειοθεραπεία, και τα νοσούντα άτομα με μονοκυτταρική διαφοροποίηση που ανταποκρίνονται λιγότερο στο σχήμα ΗΜΑ + βενετοκλάξη.
Συμπέρασμα
Η ετερογενής φύση της ΟΜΛ καθιστά τη διάγνωση και κατηγοριοποίηση των ασθενών μία απαιτητική υπόθεση, με αρκετά ακόμα αναπάντητα ερωτήματα να δυσχεραίνουν τον θεραπευτικό σχεδιασμό (Πίνακας 3). Η βελτιωμένη κατανόηση όμως της παθοφυσιολογίας της νόσου έχει οδηγήσει τα τελευταία χρόνια σε έναν μεγάλο αριθμό νέων εγκεκριμένων φαρμακευτικών παραγόντων. Διανύουμε την εποχή της εξατομικευμένης ιατρικής προσέγγισης για την ΟΜΛ, η οποία απαιτεί περαιτέρω κατηγοριοποίηση των ασθενών προκειμένου να σχεδιαστούν καινοτόμες κλινικές μελέτες που θα αντιμετωπίζουν τις απαιτήσεις τις κάθε ομάδας.