Οι φλεγμονώδεις νόσοι του εντέρου είναι συγγενή αλλά ξεχωριστά νοσήματα που χαρακτηρίζονται από φλεγμονή του πεπτικού συστήματος. Γι’ αυτό και λέγονται Ιδιοπαθείς Φλεγμονώδεις Νόσοι του Εντέρου (ΙΦΝΕ).

Προκαλούνται από την αλληλεπίδραση γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων που επηρεάζουν τον ανοσολογικο μηχανισμό, με πορεία που περιλαμβάνει εξάρσεις και υφέσεις.
Σε πιο μικρές ηλικίες, υπάρχει ένα πολύ μικρό ποσοστό αλληλοεπικάλυψης της ελκώδους κολίτιδας με τη νόσο Crohn, εξαιτίας του οποίου δυσκολευόμαστε να διαγνώσουμε τη μια ή την άλλη, γι’ αυτό και τη λέμε αταξινόμητη κολίτιδα. Στα παιδιά, κάποια δεδομένη στιγμή η μορφή της νόσου αλλάζει και ενδέχεται αυτό που θεωρούσαμε νόσο Crohn να μετατραπεί στον ενήλικα σε ελκώδη και το αντίστροφο.

Μανώλης Συμβουλάκης, Γαστρεντερολόγου και Διευθυντή Β’ Γαστρεντερολογικής Κλινικής, Ερρίκος Ντυνάν Hospital Center

Η νόσος Crohn προσβάλλει οποιοδήποτε τμήμα του πεπτικού σωλήνα, από το στόμα έως τον πρωκτό, διατοιχωματικά, με ασυνεχή προσβολή του ιστού και εκδηλώνεται κυρίως με πόνο και διάρροιες. Οι κυριότερες θέσεις εντοπίσεως της νόσου αφορά κατά 30% το λεπτό έντερο, 30-40% το λεπτό και παχύ έντερο και, τέλος, 30% το παχύ έντερο.

Η ελκώδης κολίτιδα προσβάλλει το παχύ έντερο και πιο συγκεκριμένα τον βλεννογόνο χιτώνα, με συνεχή προσβολή του ιστού και εκδηλώνεται με πόνο και αιμορραγικές διάρροιες. Στο 50% των αρρώστων εντοπίζεται στο ορθοσιγμοειδές, στο 30% μέχρι την αριστερή κολπική καμπή και στο 20% καταλαμβάνει όλο το παχύ έντερο.

Και οι δύο νόσοι εκδηλώνονται με εξωεντερικές εκδηλώσεις σε ένα ποσοστό 20% που δεν σχετίζονται πάντα με την ενεργότητα της νόσου και περιστασιακά εκδηλώνονται νωρίτερα από τα γαστρεντερικά συμπτώματα, συνηθέστερα από τα οστά, το δέρμα, τους οφθαλμούς ή αναιμία με έλλειψη σιδήρου ή Β12, το ήπαρ, τους νεφρούς. Επίσης, μπορούν να εμφανισθούν ταυτόχρονα και με άλλα αυτοάνοσα νοσήματα όπως αυτό του θυρεοειδούς αδένα, η αγκυλοποιητική αρθρίτιδα, η αυτοάνοση ηπατίτιδα, η πρωτοπαθής σκληρυντική χολαγγειίτιδα.

Προσβάλλουν με την ίδια συχνότητα γυναίκες, άντρες, παιδιά και εφήβους. Η γενετική παίζει ρόλο στις ΙΦΝΕ, αλλά αυτός ο ρόλος είναι πιο σύνθετος. Σε παιδιά από γονείς με ΙΦΝΕ, ο κίνδυνος ανάπτυξης μιας από τις ασθένειες είναι μικρότερος από 10%.

Παναγιώτα Μάλλιου, Επιμελήτριας Α΄ Γαστρεντερολογικής Κλινικής ΕNHC

Έχει παρατηρηθεί ότι η πορεία των ΙΦΝΕ κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης είναι αμετάβλητη. Δεν υπάρχει αυξημένος κίνδυνος να έχουν πρόβλημα με τη γονιμότητα σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό.

Η αιτιοπαθογένεια των ΙΦΝΕ δεν έχει αποσαφηνιστεί επαρκώς, αλλά η επικρατέστερη θεωρία είναι ότι οφείλεται σε υπερβολική ανοσολογική απάντηση από τα κύτταρα του εντέρου προς τη φυσιολογική εντερική του χλωρίδα σε άτομα με γενετική προδιάθεση που εκτίθενται σε περιβαλλοντικούς παράγοντες όπως λοιμώξεις, φάρμακα, κάπνισμα, stress, διαιτητικές συνήθειες. Γενετικά, ο κίνδυνος να νοσήσουν συγγενείς πρώτου βαθμού είναι 7-10% σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό.

Η διάγνωση των ΙΦΝΕ βασίζεται στην κλινική εικόνα, σε ειδικές εξετάσεις αίματος και κοπράνων, προς αποκλεισμό μικροβιακής ή παρασιτικης λοίμωξης, και εξετάσεις όπως η γαστροσκόπηση – κολονοσκόπηση με λήψη βιοψιών, η αξονική τομογραφία, η μαγνητική εντερογραφία και η ενδοσκοπική κάψουλα.

Η θεραπευτική προσέγγιση στους ασθενείς με ΙΦΝΕ βασίζεται σε δύο άξονες: αρχικά στην επαγωγή ύφεσης και ακολούθως στη διατήρηση αυτής προς αποφυγή δυνητικών μελλοντικών επιπλοκών. Η επιλογή του φαρμακευτικού παράγοντα καθώς και ο τρόπος χορήγησής του καθορίζονται από παραμέτρους όπως η συμπεριφορά της νόσου, η βαρύτητα, η έκταση, η αποτυχία ανταπόκρισης στην τρέχουσα θεραπεία, η ταυτοποίηση κατά την αρχική διάγνωση δυσμενών προγνωστικών παραγόντων και η προτίμηση του ασθενούς.

Οι κύριοι εγκεκριμένοι φαρμακευτικοί παράγοντες που χρησιμοποιούνται είναι τα αμινοσαλικυλικά (5-ASA), που χρησιμοποιούνται σε ήπιες εξάρσεις και σε χρόνια χορήγηση για τη διατήρηση της ύφεσης.

Τα κορτικοστεροειδή (πρεδνιζολόνη, βουδεσονίδη) για την επίτευξη της ύφεσης δεν χορηγούνται για τη διατήρηση της νόσου, λόγω των πολλών ανεπιθύμητων ενεργειών που επιφέρουν σε χρόνια χορήγηση.

Τα ανοσοκατασταλτικά (αζαθειοπρίνη, μεθοτρεξάτη) χορηγούνται για την επίτευξη και διατήρηση της ύφεσης.

Οι βιολογικοί παράγοντες (infliximab, adalimumab, vedolizumab, ustecinumab και προσφάτως ο πρώτος εκπρόσωπος των μικρών μορίων, το tofacitinib) στοχεύουν σε συγκεκριμένα μόρια ή μηχανισμούς φλεγμονής.

Τέλος, η χειρουργική αντιμετώπιση στις ΙΦΝΕ αποτελεί θεραπευτική παρέμβαση σε καταστάσεις όπου η φαρμακευτική αντιμετώπιση αποτυγχάνει ή δεν επαρκεί και σε επιπλοκές της νόσου όπως η διάτρηση, η εντερική απόφραξη, η επιλεγμένη προεδρική νόσος Crohn, η ανεύρεση δυσπλασίας ή κακοήθειας.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν στο μέλλον οι γονιδιακές μελέτες, ενώ ήδη σε ερευνητικό επίπεδο υπάρχει μεγάλη πρόοδος στην αναγνώριση και κατανόηση «μοριακών μονοπατιών φλεγμονής», με αποτέλεσμα την παραγωγή νέων φαρμακευτικών ουσιών, στοχεύοντας στην αλλαγή της φυσικής πορείας στις ΙΦΝΕ.