Η υπέρταση αποτελεί έναν παράγοντα κινδύνου για πολλές άλλες νοσηρές καταστάσεις, συμπεριλαμβανομένων του εγκεφαλικού επεισοδίου, του εμφράγματος του μυοκαρδίου, της καρδιακής ανεπάρκειας, της κολπικής μαρμαρυγής, της χρόνιας νεφρικής νόσου και της έκπτωσης της γνωστικής λειτουργίας . Έχει περιγραφεί σαν σιωπηλός δολοφόνος, γιατί είναι ύπουλη, χρόνια και προοδευτικά επιδεινούμενη.

Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, ο αριθμός των ενηλίκων σε όλο τον κόσμο με υπέρταση αυξήθηκε από 650 εκατομμύρια σε 1,28 δισεκατομμύρια και σχεδόν οι μισοί από αυτούς τους ανθρώπους δεν γνωρίζουν ότι πάσχουν από υπέρταση. Αυτό είναι το συμπέρασμα από την πρώτη ολοκληρωμένη παγκόσμια ανάλυση των τάσεων που αφορούν τον επιπολασμό της υπέρτασης, την ανίχνευσή της, τον έλεγχο και τη θεραπεία της.

Ερευνητές από το Imperial College London και το δίκτυο NCD Risk Factor Collaboration (NCD-RisC) ανέλυσαν τα δεδομένα από 1.201 πληθυσμιακά αντιπροσωπευτικές μελέτες, στις οποίες συμμετείχαν 104 εκατομμύρια άνθρωποι από 184 χώρες. Σε παγκόσμιο επίπεδο, ο αριθμός των ενηλίκων ηλικίας 30 έως 79 ετών με υπέρταση εκτινάχθηκε από τα 331 εκατομμύρια γυναίκες και 317 εκατομμύρια άνδρες το 1990, σε 626 εκατομμύρια γυναίκες και 652 εκατομμύρια άνδρες το 2019, με το μεγαλύτερο μέρος αυτής της αύξησης να παρατηρείται σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος.

Τα δεδομένα δείχνουν μια «μετατόπιση του προβλήματος από τις χώρες υψηλού εισοδήματος, όπου τα ποσοστά υπέρτασης έχουν μειωθεί, σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος, καθώς και σε χώρες στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, όπου τα ποσοστά δεν έχουν αλλάξει πολύ ή ανεβαίνουν».

Ο Καναδάς, το Περού και η Ελβετία είναι ανάμεσα στις χώρες που παρουσιάζουν τους χαμηλότερους δείκτες επιπολασμού της υπέρτασης στον κόσμο το 2019, ενώ μερικά από τα υψηλότερα ποσοστά παρατηρήθηκαν στη Δομινικανή Δημοκρατία, την Τζαμάικα και την Παραγουάη, σε ό,τι αφορά τις γυναίκες, και στην Ουγγαρία, την Παραγουάη και την Πολωνία σε ό,τι αφορά τους άνδρες.

Τι προκαλεί υψηλή αρτηριακή πίεση
Γενικά, η υψηλή αρτηριακή πίεση αναπτύσσεται συνήθως με την πάροδο του χρόνου. Η υψηλή αρτηριακή πίεση μπορεί να συμβεί είτε λόγω ανθυγιεινών επιλογών τρόπου ζωής όπως, για παράδειγμα, η μη επαρκής τακτική σωματική δραστηριότητα, είτε λόγω υποκείμενων νόσων. Πράγματι, ορισμένες καταστάσεις υγείας, όπως ο διαβήτης και η παχυσαρκία, μπορούν επίσης να αυξήσουν τον κίνδυνο εμφάνισης υψηλής αρτηριακής πίεσης. Να υπογραμμίσουμε επίσης ότι η υψηλή αρτηριακή πίεση μπορεί να εμφανιστεί κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Στο σημείο αυτό θεωρούμε απαραίτητο να ορίσουμε τι θεωρείται υψηλή αρτηριακή πίεση ή υπέρταση.

Ορισμός της υπέρτασης: Ένας ασθενής θεωρείται ότι έχει υπέρταση όταν η συστολική πίεση είναι ≥ 140 mmHg και η διαστολική ≥ 90 mmHg, ή όταν λαμβάνει αντιυπερτασική αγωγή. Σύμφωνα με το CDC των ΗΠΑ, αν η αρτηριακή πίεση είναι μεταξύ 130-139 mmHg και 80-89 mmHg, τότε το άτομο αυτό θεωρείται υπερτασικό.

Όπως είναι γνωστό, υπάρχουν δύο βασικές κατηγορίες υπέρτασης:

Η πρωτοπαθής (ιδιοπαθής) υπέρταση
Για τους περισσότερους ενήλικες με πρωτοπαθή υπέρταση, δεν υπάρχει αναγνωρίσιμη αιτία που τη δημιουργεί. Αντίθετα, αυτός ο τύπος, που ονομάζεται πρωτοπαθής υπέρταση, τείνει να αναπτύσσεται σταδιακά για πολλά χρόνια.

Δευτεροπαθής υπέρταση
Μερικοί άνθρωποι έχουν υψηλή αρτηριακή πίεση που προκαλείται από μια υποκείμενη πάθηση. Αυτός ο τύπος υψηλής αρτηριακής πίεσης, που ονομάζεται δευτεροπαθής υπέρταση, τείνει να εμφανίζεται ξαφνικά και συνήθως προκαλεί υψηλότερη αρτηριακή πίεση από την πρωτοπαθή υπέρταση. Υπάρχουν διάφορες καταστάσεις ή φάρμακα που μπορεί να οδηγήσουν στην εμφάνιση δευτεροπαθούς υπέρτασης, όπως:

  • αποφρακτική άπνοια ύπνου
  • νεφρική νόσος
  • όγκοι επινεφριδίων
  • προβλήματα θυρεοειδούς
  • ορισμένες συγγενείς καταστάσεις των αιμοφόρων αγγείων
  • ορισμένα φάρμακα όπως τα αντισυλληπτικά χάπια, τα φάρμακα κατά του κρυολογήματος, τα αποσυμφορητικά, τα ΜΗΣΥΦΑ παυσίπονα, αλλά και ορισμένα συνταγογραφούμενα φάρμακα
  • παρανόμως διακινούμενες ψυχοτρόπες ουσίες, όπως κοκαΐνη και αμφεταμίνες.

Παράγοντες κινδύνου
Οι επιλογές του τρόπου ζωής των ανθρώπων μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο για υψηλή αρτηριακή πίεση. Για να μειωθεί αυτός ο κίνδυνος, ο γιατρός θα πρέπει να συστήσει αλλαγές στον τρόπο ζωής.

Μη υγιεινή διατροφή
Μια δίαιτα που είναι πολύ υψηλή σε νάτριο και πολύ χαμηλή σε κάλιο δημιουργεί τις συνθήκες εκείνες που ευνοούν τη δημιουργία υψηλής αρτηριακής πίεσης. Η υπερβολική κατανάλωση νατρίου, ενός στοιχείου που περιέχεται στο επιτραπέζιο αλάτι, αυξάνει την αρτηριακή πίεση. Γνωρίζουμε ότι το μεγαλύτερο μέρος του νατρίου που οι άνθρωποι καταναλώνουμε προέρχεται από επεξεργασμένα τρόφιμα και τρόφιμα εστιατορίων.

Επίσης, η μη λήψη ικανοποιητικών ποσοτήτων καλίου, που το ανθρώπινο σώμα χρειάζεται για να λειτουργεί σωστά, μπορεί επίσης να αυξήσει την αρτηριακή πίεση. Το κάλιο βρίσκεται σε πολλά τρόφιμα. Οι μπανάνες, οι πατάτες, τα φασόλια και το γιαούρτι έχουν υψηλά επίπεδα καλίου.

Η έλλειψη φυσικής άσκησης – Φυσική αδράνεια
Οι άνθρωποι που δεν ασκούνται τείνουν να έχουν υψηλότερους καρδιακούς παλμούς. Όσο υψηλότερος είναι ο καρδιακός ρυθμός, τόσο πιο σκληρά πρέπει να λειτουργεί η καρδιά με κάθε συστολή και τόσο ισχυρότερη είναι η δύναμη που ασκείται στις αρτηρίες.

Παχυσαρκία
Όσο πιο υπέρβαρος είναι ένας άνθρωπος, τόσο περισσότερο αίμα χρειάζεται για την παροχή οξυγόνου και θρεπτικών συστατικών στους ιστούς. Με την πάροδο του χρόνου, καθώς αυξάνεται η ποσότητα της ροής του αίματος μέσω των αιμοφόρων αγγείων του οργανισμού, αυξάνεται το στρες στην καρδιά και στα αιμοφόρα αγγεία σας.

Υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ
Η κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων αλκοόλ συμβάλλει στην αύξηση της αρτηριακής πίεσης. Οι γυναίκες δεν θα πρέπει να πίνουν περισσότερο από ένα ποτό την ημέρα, ενώ οι άνδρες περισσότερο από δύο ποτήρια την ημέρα.

Κάπνισμα
Το κάπνισμα αυξάνει τον κίνδυνο για υψηλή αρτηριακή πίεση. Το κάπνισμα μπορεί να βλάψει την καρδιά και τα αιμοφόρα αγγεία, αφού η νικοτίνη αυξάνει την αρτηριακή πίεση και η εισπνοή μονοξειδίου του άνθρακα –που παράγεται από το κάπνισμα– μειώνει την ποσότητα οξυγόνου που μπορεί να μεταφέρει το αίμα.

Το στρες
Τα υψηλά επίπεδα στρες μπορεί να οδηγήσουν σε προσωρινή αύξηση της αρτηριακής πίεσης. Επιπλέον, συνήθειες που σχετίζονται με το άγχος, όπως το να τρώμε περισσότερο, να καπνίζουμε ή να καταναλώνουμε μεγαλύτερες ποσότητες αλκοόλ, μπορεί να οδηγήσουν σε περαιτέρω αύξηση της αρτηριακής πίεσης.

Τα «καλά νέα» είναι ότι η τροποποίηση αυτών των συμπεριφορών και η υιοθέτηση ενός υγιεινού τρόπου ζωής μπορεί να μειώσει αποφασιστικά τον κίνδυνο εμφάνισης υπέρτασης.

Οικογενειακό ιστορικό
Όπως είναι γνωστό, τα μέλη μιας οικογένειας περνούν χαρακτηριστικά από τη μια γενιά στην άλλη μέσω γονιδίων, και αυτή η διαδικασία, που ονομάζεται κληρονομικότητα, διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη παθήσεων όπως η υπέρταση, οι καρδιακές και άλλες παθήσεις, στους απογόνους. Ωστόσο, είναι επίσης πιθανό τα άτομα με οικογενειακό ιστορικό υψηλής αρτηριακής πίεσης να έχουν κοινό περιβάλλον και άλλους πιθανούς κοινούς παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο.

Το οικογενειακό ιστορικό υγείας είναι ένα χρήσιμο εργαλείο για την κατανόηση των κινδύνων για την υγεία και την πρόληψη ασθενειών. Στις ΗΠΑ, προκειμένου να βοηθηθούν οι πολίτες να συλλέξουν και να οργανώσουν πληροφορίες σχετικά με το οικογενειακό τους ιστορικό, το Γραφείο Δημόσιας Υγείας Γονιδιωματικής του CDC συνεργάστηκε με το Surgeon General και άλλες ομοσπονδιακές υπηρεσίες για την ανάπτυξη ενός διαδικτυακού εργαλείου (Web-based tool) που ονομάζεται «My Family Health Portrait».

Γεγονός πάντως είναι ότι ο κίνδυνος για υψηλή αρτηριακή πίεση μπορεί να αυξηθεί ακόμη περισσότερο όταν η κληρονομικότητα συνδυάζεται με ανθυγιεινές επιλογές τρόπου ζωής, όπως το κάπνισμα και η ανθυγιεινή διατροφή.

Άλλοι παράγοντες κινδύνου

  • Ηλικία: Ο κίνδυνος εμφάνισης υπέρτασης αυξάνει με την ηλικία. Μέχρι την ηλικία περίπου των 64 ετών, η υψηλή αρτηριακή πίεση είναι πιο συχνή στους άνδρες. Οι γυναίκες είναι πιο πιθανό να αναπτύξουν υψηλή αρτηριακή πίεση μετά την ηλικία των 65 ετών.
  • Το φύλο: Οι γυναίκες έχουν περίπου ίδιες πιθανότητες με τους άνδρες να αναπτύξουν υψηλή αρτηριακή πίεση κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της ζωής τους.
  • Φυλή ή εθνικότητα: Οι Αφροαμερικανοί εμφανίζουν υψηλή αρτηριακή πίεση πιο συχνά από τους λευκούς, τους ισπανόφωνους, τους Ασιάτες, τους Ινδιάνους της Αμερικής ή τους ιθαγενείς της Αλάσκας. Οι Αφροαμερικανοί εμφανίζουν επίσης υψηλή αρτηριακή πίεση νωρίτερα στη ζωή τους σε σύγκριση με τους λευκούς.

Τέλος, αξίζει να αναφέρουμε ότι, αν και η υψηλή αρτηριακή πίεση είναι πιο συχνή στους ενήλικες, τα παιδιά μπορεί επίσης να διατρέχουν κίνδυνο να αναπτύξουν υπέρταση. Είναι επίσης σημαντικό να υπογραμμίσουμε ότι για έναν αυξανόμενο αριθμό παιδιών οι κακές συνήθειες ζωής –όπως η ανθυγιεινή διατροφή και η έλλειψη άσκησης– συμβάλλουν στην αύξηση του κινδύνου εμφάνισης υψηλής αρτηριακής πίεσης.

Πολλοί άνθρωποι με υπέρταση και συν-νοσηρότητες μπορεί να παίρνουν κάποιο φάρμακο που την επιδεινώνει
Μια νέα μελέτη που δημοσιεύτηκε στο JAMA δείχνει ότι σχεδόν 1 στα 5 άτομα με υπέρταση μπορεί να παίρνει κάποιο άλλο φάρμακο, για μια άλλη πάθηση, που αυξάνει όμως την αρτηριακή τους πίεση.

Στη μελέτη ερευνήθηκε η χρήση των φαρμάκων που είναι γνωστό ότι αυξάνουν την αρτηριακή πίεση, συμπεριλαμβανομένων των αντικαταθλιπτικών, των συνταγογραφούμενων μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων (ΜΣΑΦ), των στεροειδών, των ορμονικών φαρμάκων, των αποσυμφορητικών και των χαπιών απώλειας βάρους σε άτομα με υψηλή αρτηριακή πίεση.

Η μελέτη διαπίστωσε ότι το 18,5% των ενηλίκων με υψηλή αρτηριακή πίεση ανέφεραν ότι έπαιρναν ένα φάρμακο που συντελούσε στην αύξηση της αρτηριακής τους πίεσης. Όσοι το έκαναν είχαν περισσότερες πιθανότητες να έχουν ανεξέλεγκτη υψηλή αρτηριακή πίεση, αν δεν έπαιρναν επίσης φάρμακα για τον έλεγχό της.

«Ο κίνδυνος (τα φάρμακα) να αυξήσουν την αρτηριακή πίεση μπορεί απλά να παραβλεφθεί, ιδιαίτερα για ασθενείς που χρησιμοποιούν αυτά τα πρόσθετα φάρμακα για πολλά χρόνια».

Θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι ένας μεγάλος αριθμός ασθενών με υπέρταση είναι άνω των 60 ετών και επομένως υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να λαμβάνουν και άλλα φάρμακα, εκτός από αυτά της «πίεσης». Πράγματι, κάτι τέτοιο μπορεί να ισχύει ιδιαίτερα για ασθενείς που επισκέπτονται πολλούς γιατρούς για διαφορετικές παθήσεις, οι οποίοι μπορεί να μην είναι πάντα ενημερωμένοι σχετικά με τα φάρμακα που λαμβάνουν οι ασθενείς.

Θεωρούμε ότι είναι σκόπιμο ο γιατρός, προτού συνταγογραφήσει φάρμακο για την υπέρταση, να ρωτά τους ασθενείς αυτής της κατηγορίας αν λαμβάνουν άλλα φάρμακα και ποια.

Διάγνωση της υπέρτασης
Στις περισσότερες περιπτώσεις, η υπέρταση είναι ασυμπτωματική και η θεραπεία της εμπλέκει τους ασθενείς σε μακροχρόνια λήψη πολλαπλών φαρμάκων, και φυσικά στις ανεπιθύμητες ενέργειες που αυτά μπορεί να έχουν. Είναι επομένως καίριας σημασίας ζήτημα η διάγνωση της υπέρτασης να γίνεται με τη μέγιστη δυνατή ακρίβεια σε επίπεδο πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας.

Αν η BP είναι ≥130/90 mmHg, η κλινική αξιολόγηση του ασθενούς θα πρέπει να διεξάγεται έτσι ώστε:

  • να επιβεβαιώνεται η αυξημένη ΑΠ
  • να αξιολογείται ο καρδιαγγειακός κίνδυνος του ασθενούς
  • να προσδιορίζεται αν έχει προκληθεί βλάβη στα τελικά όργανα
  • να εντοπίζονται τυχόν δευτεροπαθείς αιτίες υπέρτασης.

Επιβεβαίωση της αυξημένης Αρτηριακής Πίεσης
Για να επιτευχθεί μια πιο ακριβής εκτίμηση της ΑΠ, συνιστάται να λαμβάνονται τουλάχιστον δύο μετρήσεις, με χρονική απόσταση τουλάχιστον δύο λεπτών. Ιδανικά, μία επιπλέον μέτρηση θα πρέπει επίσης να λαμβάνεται στον άλλο βραχίονα του ασθενούς. Σταθερές συστολικές διαφορές της αρτηριακής πίεσης >10 mmHg σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου. Εάν οι μετρήσεις της αρτηριακής πίεσης είναι αυξημένες σε ένα μόνο ραντεβού, θα πρέπει να ληφθεί και άλλη ένδειξη σε ξεχωριστό ραντεβού σε διαφορετική ημέρα, για να επιβεβαιωθεί η διάγνωση της υπέρτασης.

Οι μετρήσεις στο ιατρείο δεν αντικατοπτρίζουν πάντα την πραγματική ΑΠ, παρά τη χρήση κατάλληλων διαδικασιών μέτρησης, λόγω ψυχολογικών, φυσιολογικών και συμπεριφορικών παραγόντων που σχετίζονται με τον ίδιο τον ασθενή. Κατά μέσο όρο, οι μετρήσεις στο ιατρείο είναι 5-10 mmHg υψηλότερες, σε σύγκριση με την παρακολούθηση στο σπίτι ή την περιπατητική παρακολούθηση. Επομένως, μπορεί να απαιτείται 24ωρη περιπατητική παρακολούθηση (η «ιδανική μέτρηση») ή παρακολούθηση στο σπίτι, για να επιβεβαιωθεί η διάγνωση της υπέρτασης και να αποκλειστούν:

  • το «σύνδρομο της λευκής μπλούζας», στις περιπτώσεις που οι μετρήσεις είναι σταθερά υψηλές παρά την απουσία εμφανών παραγόντων κινδύνου
  • η συγκαλυμμένη πίεση, στην περίπτωση που η ΑΠ εμφανίζεται σταθερά κανονική στο ιατρείο, αλλά υπάρχουν κλινικά χαρακτηριστικά που συνηγορούν στην ύπαρξη υπέρτασης, όπως σημεία βλάβης των τελικών οργάνων κ.ά. (για λεπτομερείς πληροφορίες: https://bpac.org.nz/BPJ/2016/May/blood-pressure.aspx).

Αξιολόγηση του καρδιαγγειακού κινδύνου
Η αξιολόγηση του κινδύνου διαμορφώνει τη βάση πάνω στην οποία μπορεί να γίνουν συζητήσεις με τον ασθενή σχετικά με την πρόγνωση και τις θεραπευτικές επιλογές, ενώ μπορεί ταυτόχρονα να μας παρέχουν πληροφορίες σχετικά με άλλες παραμέτρους που μπορεί να επηρεάσουν τη διαχείριση της καρδιαγγειακής νόσου, όπως για παράδειγμα ο διαβήτης και η πρόληψη του εμφράγματος του μυοκαρδίου ή του εγκεφαλικού. Μια αξιολόγηση του CVD κινδύνου θα έπρεπε να γίνεται σε όλους τους ασθενείς με ΑΠ σταθερά ≥130/90 mmHg. Επίσης, μια αξιολόγηση καρδιαγγεαικού κινδύνου θα πρέπει να γίνεται σε όλους τους άνδρες από ηλικία ≥ 45 ετών και σε όλες τις γυναίκες πάνω από 55 έτη. Συστήνεται όμως πως οι αξιολογήσεις αυτές θα πρέπει να γίνονται:

  • 10 χρόνια νωρίτερα σε άτομα με οικογενειακό ιστορικό CVD
  • 20 χρόνια νωρίτερα σε ασθενείς με ψυχικές παθήσεις
  • να διενεργούνται άμεσα μετά από διάγνωση διαβήτη σε ένα άτομο.

Οι αξιολογήσεις του καρδιαγγειακού κινδύνου γίνονται είτε με τις «εξισώσεις» του Framingham είτε με άλλα εργαλεία αξιολόγησης του καρδιαγγειακού κινδύνου, όπως για παράδειγμα το «εργαλείο» αξιολόγησης 5ετούς κινδύνου που χρησιμοποιείται στη Νέα Ζηλανδία από την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, που βασίζεται στη μελέτη Predict, στην οποία ενσωματώνεται ένα ευρύτερο φάσμα παραμέτρων.3

Διερευνήστε τυχόν βλάβη τελικών οργάνων ή συν-νοσηρότητες
Η διερεύνηση αυτή, σε ένα ελάχιστο επίπεδο, θα πρέπει να περιλαμβάνει:1

  • Δοκιμασία με στικ ούρων για αιματουρία και πρωτεϊνουρία
  • Ποσοτικό προσδιορισμό της πρωτεΐνης των ούρων, είτε με αναλογία λευκωματίνης: κρεατινίνης (ACR) είτε με αναλογία πρωτεΐνης: κρεατινίνης
  • Δείγμα αίματος για μέτρηση κρεατινίνης (eGFR), ηλεκτρολυτών, HbA1c, λιπιδίων, ουρικού.
  • Οφθαλμοσκοπική εξέταση του βυθού. ΗΚΓ για την αξιολόγηση των σημείων που υποδηλώνουν υπερτροφία της αριστερής κοιλίας (να ληφθεί υπόψη η δυνατότητα να προχωρήσετε σε υπερηχο-καρδιογράφημα, εάν ενδείκνυται).

Εξετάστε τις δευτερογενείς αιτίες της υπέρτασης
Η συντριπτική πλειονότητα των ατόμων με υπέρταση έχουν πρωτοπαθή υπέρταση – όπου δεν υπάρχει κλινικά αναγνωρίσιμη αιτία. Θα πρέπει ωστόσο να διερευνήσετε τις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες η υπέρταση είναι αποτέλεσμα δευτερογενών αιτίων, ιδιαίτερα σε ασθενείς ηλικίας <30 ετών. Οι πλέον συχνές δευτερογενείς αιτίες υπέρτασης περιλαμβάνουν: υψηλή κατανάλωση αλκοόλ, σύνδρομο αποφρακτικής άπνοιας κατά τη διάρκεια του ύπνου, λήψη φαρμάκων από του στόματος όπως αντισυλληπτικά, κορτικοστεροειδή, ΜΣΑΦ. Εάν αυτοί οι παράγοντες μπορούν να αντιμετωπιστούν, τότε μπορεί να αποφευχθεί μια άσκοπη φαρμακολογική παρέμβαση.

Η διαχείριση της υπέρτασης – Θεραπείες και στόχοι
Η αλλαγή του τρόπου ζωής είναι σημαντική για όλους τους ασθενείς
Μετά τη διάγνωση της υπέρτασης, η διατροφή του ασθενούς (ιδιαίτερα η πρόσληψη αλατιού), το βάρος, το επίπεδο άσκησης, η κατανάλωση αλκοόλ και το κάπνισμα, θα πρέπει να αξιολογούνται και ο ασθενής να υποστηρίζεται να κάνει θετικές αλλαγές στη ζωή του. Εάν οι ασθενείς μπορούν να δεσμευτούν γι’ αυτές τις σημαντικές αλλαγές στον τρόπο ζωής, τότε αυτό θα μπορούσε να μειώσει την ανάγκη για αντιυπερτασική φαρμακευτική αγωγή.

Πότε αρχίζουμε μια αντιυπερτασική φαρμακευτική αγωγή
Όπως αναφέρει το BPACNZ το 2018, συνιστάται ο υπολογισμός του 5ετούς καρδιαγγειακού κινδύνου (CVD) σε ασθενείς με ΑΠ ≥130/80, προκειμένου να ληφθούν αποφάσεις για την έναρξη αντιυπερτασικής αγωγής. Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι:

  • για ασθενείς με κίνδυνο καρδιοαγγειακής νόσου (CVD) <5%, δεν συστήνεται η έναρξη φαρμακευτικής αγωγής. Συστήνονται αλλαγές στον τρόπο ζωής του ασθενούς.
  • για ασθενείς με κίνδυνο CVD 5–15% συστήνεται να ληφθεί υπόψη η δυνατότητα έναρξης αντιυπερτασικής αγωγής, μαζί με αλλαγές στον τρόπο ζωής, αν η ΑΠ είναι ≥140/90 mmHg.
  • για ασθενείς με κίνδυνο CVD ≥15% συστήνεται η έναρξη αντιυπερτασικής αγωγής, μαζί με αλλαγές του τρόπου ζωής του ασθενούς.

Για ασθενείς με σοβαρή υπέρταση, π.χ., ≥160/100 mmHg, η αντιυπερτασική αγωγή θα πρέπει να αρχίζει αμέσως, μαζί με αλλαγές του τρόπου ζωής, ανεξάρτητα από το εάν ο ασθενής παρουσιάζει ή όχι CVD κίνδυνο.

Επιλογή της κατάλληλης αντιυπερτασικής αγωγής. Σε πολλές χώρες, αποτελεί κοινή πρακτική η έναρξη της αντιυπερτασικής αγωγής να γίνεται με έναν αναστολέα μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης (ΑΜΕΑ), ή αν αυτός δεν γίνεται καλά ανεκτός από τον ασθενή, με έναν ανταγωνιστή των υποδοχέων της αγγειοτενσίνης (ΑΥΑ). Πρέπει όμως να σημειώσουμε ότι παρόμοια αντιυπερτασική δράση έχουν και οι ανταγωνιστές των διαύλων του ασβεστίου ή τα θειαζιδικά διουρητικά. Ως εκ τούτου, μπορούμε να πούμε ότι η έναρξη της θεραπείας με ένα φάρμακο που ανήκει σε μια από τις κατηγορίες που αναφέρθηκαν, αποτελεί τη μόνη κατάλληλη, πρώτης γραμμής, θεραπευτική αγωγή σε ασθενείς με απλή υπέρταση. Εξαίρεση αποτελούν οι γυναίκες στην αναπαραγωγική τους ηλικία, οι οποίες δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούν ΑΜΕΑ ή ΑΥΑ, καθώς υπάρχει αυξημένος κίνδυνος ανωμαλιών για το έμβρυο, σε περίπτωση εγκυμοσύνης. Στα συνιστώμενα αντιυπερτασικά κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, περιλαμβάνονται η labetalol, η nifedipine και η methyldopa.

Λάβετε υπόψη σας πιθανές συννοσηρότητες. Τα δύο τρίτα των ασθενών με υπέρταση έχουν συννοσηρότητες, οι οποίες με τη σειρά τους επηρεάζουν την καταλληλότητα του αντιυπερτασικού που χρησιμοποιείται. Πάντα θα πρέπει να εξετάζετε εάν το φάρμακο που θα επιλέξετε να χορηγήσετε για την υπέρταση θα επιδεινώσει προϋπάρχουσες καταστάσεις ή θα αλληλεπιδράσει με φάρμακα που ήδη παίρνει ο ασθενής για άλλες υποκείμενες παθήσεις.

Οι β-αποκλειστές δεν αποτελούν θεραπεία πρώτης γραμμής για τους ασθενείς με μεμονωμένη υπέρταση. Οι β-αποκλειστές δεν μειώνουν τον κίνδυνο εγκεφαλικού το ίδιο με άλλα αντιυπερτασικά φάρμακα και συχνά δεν γίνονται καλά ανεκτοί από τους ασθενείς. Ωστόσο, οι β-αποκλειστές μπορεί να προτιμώνται σαν αρχική θεραπεία σε ασθενείς με κάποιες συν-νοσηρότητες, όπως είναι η ισχαιμική καρδιακή νόσος ή η κολπική μαρμαρυγή.

Θέστε εξατομικευμένους στόχους ΑΠ ανάλογα με τον ασθενή
Ένας στόχος ΑΠ <140/90 mmHg εντός τριών μηνών είναι εφικτός για πολλούς ασθενείς με απλή υπέρταση, στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας1. Ωστόσο, οι στόχοι της ΑΠ πρέπει πάντα να εξατομικεύονται με βάση τον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου του ασθενούς, τις συννοσηρότητες, αλλά και τους προσωπικούς στόχους θεραπείας που τίθενται (Πίνακας 1)

Η εντατικοποιημένη θεραπευτική αγωγή για την αντιμετώπιση της ΑΠ, θέτοντας στόχους για τη συστολική ΑΠ <120 mmHg, μπορεί να είναι επωφελής για ορισμένους ασθενείς. Παρ’ όλα αυτά, η καταλληλότητα μιας τέτοιας θεραπευτικής αγωγής στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας δεν έχει εδραιωθεί επαρκώς. Μία από τις βασικές ανησυχίες για την εφαρμογή μιας πιο «επιθετικής» θεραπευτικής αγωγής είναι ότι αυτή θα μπορούσε να αυξήσει τον κίνδυνο πτώσεων, ιδιαίτερα σε ηλικιωμένους ασθενείς. Παρ’ όλα αυτά η έρευνα έδειξε ότι το ποσοστό των πτώσεων σε ασθενείς που ακολουθούν εντατικοποιημένη θεραπευτική αγωγή είναι συγκρίσιμο με αυτό που παρατηρήθηκε σε ασθενείς που ακολουθούν τη συνηθισμένη θεραπευτική αγωγή.

Είναι πάντως σημαντικό να υπογραμμίσουμε ότι οι στόχοι της αντιυπερτασικής αγωγής μπορεί να χρειαστεί να τροποποιηθούν ανάλογα με την καρδιαγγειακή έκβαση από την οποία ο ασθενής κινδυνεύει περισσότερο, σύμφωνα με τα δεδομένα που παρατίθενται στην κλινική μελέτη, την ALLHAT. Η επικαιροποιημένη μελέτη δημοσιεύτηκε στο τεύχος της 26ης Οκτωβρίου 2021 του «Journal of the American College of Cardiology».

Τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης μελέτης δείχνουν ότι για έναν ασθενή που κινδυνεύει να υποστεί εγκεφαλικό επεισόδιο, μπορεί να δικαιολογείται μια περισσότερο επιθετική μείωση της αρτηριακής πίεσης, σε σύγκριση με έναν ασθενή που κινδυνεύει να υποστεί έμφραγμα του μυοκαρδίου (MI).

Στη μελέτη συμμετείχαν 33.357 ασθενείς και η διάρκεια μιας μέσης παρακολούθησης ήταν 4,4 έτη. Μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα υπήρξαν 2.636 εμφράγματα του μυοκαρδίου, 866 συμβάντα καρδιακής ανεπάρκειας, 936 εγκεφαλικά επεισόδια και 3.700 θάνατοι.

Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι για τη σύνθετη έκβαση της θνησιμότητας από όλες τις αιτίες, του MI και της καρδιακής ανεπάρκειας, παρατηρήθηκε συσχέτιση σχήματος U τόσο με τη συστολική όσο και με τη διαστολική αρτηριακή πίεση, αλλά οι αρτηριακές πιέσεις που σχετίζονται με τους χαμηλότερους κινδύνους διέφεραν για κάθε έκβαση.

Για παράδειγμα, μια συστολική/διαστολική πίεση 140-155/70-80 mm Hg συσχετίστηκε με τον χαμηλότερο κίνδυνο θνησιμότητας από οποιαδήποτε αιτία (όλες τις αιτίες), σε σύγκριση με 110-120/85-90 mm Hg για MI και 125-135/70- 75 mm Hg για καρδιακή ανεπάρκεια. Αντίθετα, η συσχέτιση συστολικής και διαστολικής πίεσης και εγκεφαλικού επεισοδίου ήταν γραμμική, με χαμηλότερες τιμές και των δύο μετρήσεων να συνδέονται σταθερά με χαμηλότερο κίνδυνο εγκεφαλικού επεισοδίου.

Μια ρεαλιστική προσέγγιση λειτουργεί καλύτερα με τα αντιυπερτασικά φάρμακα
Κατά μέσο όρο, η μείωση της ΑΠ που προκαλεί κάθε μεμονωμένο αντιυπερτασικό φάρμακο το οποίο χορηγείται στη βέλτιστη δοσολογία, είναι <10mmHg. Ως εκ τούτου, οι ασθενείς με υπέρταση συχνά απαιτείται να λάβουν περισσότερα του ενός αντιυπερτασικά φάρμακα, προκειμένου να επιτύχουν τους επιθυμητούς στόχους.

Η μονοθεραπεία μπορεί να είναι κατάλληλη για ασθενείς που:

  • είναι ≥80 ετών σε ηλικία
  • είναι αδύναμοι
  • έχουν στόχο μείωσης της ΑΠ 20/10 mmHg
  • μπορούν να δεσμευτούν και να υλοποιήσουν σημαντικές αλλαγές στον τρόπο ζωής τους.

Οι διεθνείς κατευθυντήριες γραμμές συνιστούν αρχική θεραπεία διπλού συνδυασμού χαμηλής δόσης για τους περισσότερους ασθενείς με υπέρταση
Η μισή στάνταρντ δόση οποιουδήποτε αντιυπερτασικού φαρμάκου πρώτης γραμμής εξακολουθεί να παρέχει περίπου το 80% της μέγιστης δράσης μείωσης της ΑΠ. Επιπλέον, η χορήγηση ταυτόχρονα δύο αντιυπερτασικών φαρμάκων σε χαμηλό δοσολογικό σχήμα είναι περίπου πέντε φορές πιο αποτελεσματική στη μείωση της ΑΠ, σε σύγκριση με την αύξηση της δόσης ενός μόνο αντιυπερτασικού. Το αποτέλεσμα γίνεται περίπου αθροιστικό με τη χορήγηση δύο αντιυπερτασικών. Δεδομένου ότι η υπέρταση προκαλείται σχεδόν πάντα από έναν συνδυασμό παθοφυσιολογικών διεργασιών, η αντιμετώπισή της με φάρμακα που έχουν διαφορετικούς μηχανισμούς δράσης πιστεύεται ότι βελτιώνει την αποτελεσματικότητα της θεραπείας. Μερικές φορές η ασφάλεια αναφέρεται ως μια ανησυχία όταν συνταγογραφούνται περισσότερα αντιυπερτασικά φάρμακα. Ωστόσο, ο κίνδυνος ανεπιθύμητων ενεργειών έχει διαπιστωθεί ότι είναι μεγαλύτερος με μία μόνο υψηλή δόση αντιυπερτασικού.

Ο συνδυασμός ενός αναστολέα ΜΕΑ ή ενός ΑΥΑ με ανταγωνιστή ασβεστίου, όπως η αμλοδιπίνη, θεωρείται ο πλέον αποτελεσματικός συνδυασμός, σύμφωνα με τα στοιχεία της κλινικής μελέτης «Accomplish».

Εντατικοποίηση της θεραπείας
Οι ασθενείς που ξεκινούν αντιυπερτασική θεραπεία θα πρέπει αρχικά να ελέγχονται τουλάχιστον κάθε 4 εβδομάδες, για να αξιολογηθεί η θεραπευτική αγωγή που τους χορηγήθηκε. Σε κάθε έλεγχο θα πρέπει να δίνεται έμφαση από τον θεράποντα γιατρό στη σημασία της συμμόρφωσης του ασθενούς στη θεραπεία, ενώ θα πρέπει να υπογραμμίζονται η διερεύνηση και η αντιμετώπιση τυχόν προβλημάτων που προέρχονται από τη μη συμμόρφωση του ασθενούς, όπως για παράδειγμα, η υιοθέτηση ηλεκτρονικών ειδοποιήσεων, η χορήγηση σταθερών συνδυασμών ή η χορήγηση φαρμάκων μία φορά την ημέρα. Αν ένας προκαθορισμένος στόχος ΑΠ δεν επιτυγχάνεται, τότε το επόμενο βήμα εξαρτάται από το πόσο καλά ανεκτή γίνεται η θεραπεία από τον ασθενή και από το πόσο απέχει η ΑΠ του ασθενούς από τον στόχο.

  • Αν η ΑΠ του ασθενούς είναι κοντά στον προκαθορισμένο στόχο και τα φάρμακα γίνονται καλά ανεκτά από τον ασθενή, τότε αυξήστε τη δοσολογία των χορηγούμενων αντιυπερτασικών και δώστε έμφαση στις επιβεβλημένες αλλαγές του τρόπου ζωής από τον ασθενή.
  • Αν η ΑΠ του ασθενούς δεν είναι κοντά στον προκαθορισμένο στόχο και αυτό δεν οφείλεται σε μη συμμόρφωση του ασθενούς στη θεραπεία, τότε προσθέστε ένα επιπλέον αντιυπερτασικό φάρμακο και δώστε έμφαση στις αλλαγές του τρόπου ζωής του ασθενούς. Για παράδειγμα, αν στον ασθενή είχε χορηγηθεί ένας αναστολέας ΜΕΑ και ένας ανταγωνιστής ασβεστίου, προσθέστε στο δοσολογικό σχήμα και ένα θειαζιδικό διουρητικό.

Η μείωση της αρτηριακής πίεσης κάτω από 130 mmHg δείχνει καρδιαγγειακό όφελος
Μια άλλη μεγάλη κλινική μελέτη επιδοκίμασε την προσέγγιση της εντατικής μείωσης της αρτηριακής πίεσης, ενισχύοντας έτσι τα οφέλη που παρατηρήθηκαν στην κλινική μελέτη SPRINT. Η κλινική μελέτη με την ονομασία STEP διεξήχθη στην Κίνα και αφορούσε ασθενείς άνω των 60 ετών που είχαν υπέρταση.

Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη μελέτη, η εντατική θεραπεία που έχει σαν στόχο την επίτευξη συστολικής αρτηριακής πίεσης από 110 έως <130 mm Hg, παρήγαγε χαμηλότερη επίπτωση καρδιαγγειακών συμβαμάτων, σε σύγκριση με τη συνηθισμένη θεραπεία που είχε σαν στόχο 130 έως <150 mm Hg. Συγκεκριμένα, στην ομάδα εντατικοποιημένης θεραπείας, εμφανίστηκε μείωση κατά 26% στα καρδιαγγειακά συμβάματα, 33% μείωση στα εγκεφαλικά επεισόδια, 33% μείωση στο οξύ στεφανιαίο σύνδρομο (ACS) και 73% μείωση στην οξεία καρδιακή ανεπάρκεια.

Στη δοκιμή STEP συμμετείχαν 8.511 Κινέζοι ασθενείς με υπέρταση ηλικίας 60 έως 80 ετών, στους οποίους είχε οριστεί στόχος συστολικής αρτηριακής πίεσης 110 έως <130 mm Hg (εντατική θεραπεία) ή στόχος 130 έως <150 mm Hg (στάνταρντ θεραπεία).

Ανθεκτική υπέρταση
Αν η ΑΠ του ασθενούς παραμένει μεγαλύτερη από >140/90 mmHg μετά τη χορήγηση ενός αναστολέα ΜΕΑ ή ενός ARB και μετά την προσθήκη ενός ανταγωνιστή ασβεστίου και ενός θειαζιδικού διουρητικού στη βέλτιστη δυνατή (ή μέγιστη ανεκτή) δοσολογία, τότε ο ασθενής θεωρείται ότι έχει ανθεκτική υπέρταση. Πριν να γίνουν οποιεσδήποτε άλλες ενέργειες, θα πρέπει να ελεγχθεί η συμμόρφωση του ασθενούς στη χορηγούμενη θεραπεία και να ελεγχθούν ξανά πιθανές αιτίες δευτερογενούς υπέρτασης, καθώς και να δοθεί έμφαση στις επιβεβλημένες αλλαγές του τρόπου ζωής από την πλευρά του ασθενούς. Επιπλέον, αν ο ασθενής λαμβάνει τις βέλτιστες ή μέγιστες καλά ανεκτές δόσεις των αντιυπερτασικών φαρμάκων, τότε θα πρέπει να ζητηθεί (αν δεν έχει ήδη γίνει) η άποψη ενός εξειδικευμένου γιατρού.

Τελικά, μπορεί να απαιτείται η χορήγηση ενός επιπλέον αντιυπερτασικού φαρμάκου, συμπεριλαμβανομένων:

  • Περαιτέρω διουρητικής θεραπείας με σπιρονολακτόνη
  • Προσθήκης ενός α- ή β-blocker.

Παρακολούθηση και έλεγχος του ασθενούς
Από τη στιγμή που θα έχει επιτευχθεί ο επιθυμητός στόχος της ΑΠ, η παρακολούθηση του ασθενούς, που έχει σαν σκοπό τη διατήρηση της ΑΠ στα επιθυμητά επίπεδα και τη συμμόρφωση του ασθενούς στο θεραπευτικό σχήμα, είναι αναγκαία. Μακροχρόνια, το θεραπευτικό σχήμα θα πρέπει να επανεξετάζεται ανά τρεις-έξι μήνες, όπως θα πρέπει να παρακολουθείται και η επίδραση της θεραπείας στις παθήσεις των τελικών οργάνων και των συναφών με αυτά καταστάσεων. Αυτός ο έλεγχος μας δίνει την ευκαιρία να ενισχύσουμε τις αλλαγές που αφορούν τον τρόπο ζωής του ασθενούς, να ελέγξουμε τους ηλεκτρολύτες και τη νεφρική λειτουργία. Οι μετρήσεις της αρτηριακής πίεσης στο σπίτι αποτελούν ένα χρήσιμο «εργαλείο» παρακολούθησης.


  1. https://phgkb.cdc.gov/FHH/html/index.html
  2. Vitarello JA, Fitzgerald CJ, Cluett JL, Juraschek SP, Anderson TS. Prevalence of Medications That May Raise Blood Pressure Among Adults With Hypertension in the United States. JAMA Intern Med. 2022;182(1):90–93. doi:10.1001/jamainternmed.2021.6819.
  3. Ministry of Health. Cardiovascular disease risk assessment and management for primary care. 2018.

Βιβλιογραφικές αναφορές
“Hypertension in adults: the silent killer”
“Cardiovascular disease risk assessment in primary care: managing blood pressure”
Unger T, Borghi C, Charchar F, et al. 2020 International Society of Hypertension Global hypertension practice
guidelines. Hypertension 2020;75:1334–57. doi:10.1161/HYPERTENSIONAHA.120.15026
Murtagh J, Rosenblatt J. Murtagh’s General Practice. 5th ed. McGraw-Hill Australia Pty Ltd
Ministry of Health. Cardiovascular disease risk assessment and management for primary care. 2018.
Itoga NK, Tawfik DS, Montez-Rath ME, Chang TI. Contributions of Systolic and Diastolic Blood Pressures to Cardiovascular Outcomes in the ALLHAT Study. J Am Coll Cardiol. 2021 Oct 26;78(17):1671-1678. doi: 10.1016/j.jacc.2021.08.035. PMID: 34674811.