Η απώλεια όσφρησης αποτελεί ένα κοινό σύμπτωμα για πολλές ιογενείς λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού. Στις περισσότερες των περιπτώσεων η όσφρηση επανέρχεται με την ύφεση της λοίμωξης, με ένα μόνο μικρό ποσοστό των ασθενών να βιώνει παρατεταμένη ή μόνιμη υποσμία ή ανοσμία.

Στην εποχή της νόσου Covid-19, η απώλεια όσφρησης αποτελεί ένα από τα πιο κοινά συμπτώματα της νόσου, με τους θετικούς στον κορονοϊό ασθενείς να έχουν 27 φορές περισσότερες πιθανότητες να βιώσουν ανοσμία σε σχέση με τους αρνητικούς, όταν το αντίστοιχο ποσοστό για τον πυρετό ενός θετικού ασθενούς είναι 2,6 φορές σε σχέση με τον αρνητικό.

Ο κύριος μηχανισμός διείσδυσης του κορονοϊού στο ανθρώπινο σώμα φαίνεται να είναι μέσω ενός συγκεκριμένου υποδοχέα που βρίσκεται σε υψηλή ποσότητα στο οσφρητικό επιθήλιο. Η φλεγμονή αυτής της περιοχής είναι που προκαλεί τη διαταραχή της ικανότητας όσφρησης.

Οι επιστημονικές μελέτες γενικότερα στις ιογενείς λοιμώξεις του ανωτέρου αναπνευστικού των τελευταίων ετών μάς δείχνουν ότι ένα μικρό ποσοστό ασθενών θα βιώσει τη μόνιμη ανοσμία. Ωστόσο, όσο περισσότερο διαρκεί η διαταραχή της όσφρησης τόσο πιο δύσκολο είναι να επανέλθει.

Βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι η όσφρηση έχει άμεση σχέση με τη γεύση. Παρόλο που η γεύση και η όσφρηση αποτελούν δύο ξεχωριστές αισθήσεις, με διαφορετικές νευρικές οδούς προς τον εγκέφαλό μας, λειτουργούν συμπληρωματικά η μια με την άλλη. Η γλώσσα μας, αν και θεωρείται το κύριο όργανο της γεύσης, μπορεί να αντιληφθεί μόνο βασικές παραμέτρους, όπως γλυκό, πικρό, αλμυρό και ξινό. Η λεπτή, διακριτική ικανότητα της γεύσης βασίζεται στην όσφρηση.

Η οσφρητική διαταραχή έχει σημαντική επίδραση στην ποιότητα ζωής του ασθενούς, καθώς αδυνατεί να αντιληφθεί επικίνδυνους παράγοντες στο περιβάλλον του, όπως η διαρροή γκαζιού, ενώ μειώνεται η διάθεση για λήψη τροφής και αποδυναμώνεται το ανοσοποιητικό. Και, φυσικά, κλυδωνίζεται η ψυχική υγεία του ατόμου, καθώς οι οσμές αποτελούν συνδετικό κρίκο με το παρελθόν και τις αναμνήσεις μας, την οικογένειά μας, τον/τη σύντροφό μας.

Ο ρόλος της οσφρητικής φυσιοθεραπείας
Η οσφρητική φυσιοθεραπεία έχει εισαχθεί στην ιατρική πρακτική τα τελευταία δέκα χρόνια, βασιζόμενη στις έρευνες του Γερμανού Thomas Hummel, ο οποίος απέδειξε ότι ασθενείς με υποσμία ή ανοσμία, μυρίζοντας συγκεκριμένα αρωματικά έλαια καθημερινά, μπορούν να ανακτήσουν μέρος ή το σύνολο της όσφρησής τους.

Τα έλαια που χρησιμοποιούνται έχουν άρωμα τριαντάφυλλου, λεμονιού, γαρύφαλλου και ευκάλυπτου, αναπαριστώντας τέσσερις διαφορετικές οσμές: την ανθηρή, τη φρουτώδη, την πικάντικη και τη ρητινώδη, αντίστοιχα. Το πρωτόκολλο της οσφρητικής φυσιοθεραπείας βασίζεται στη δυνατότητά του να «ξυπνήσει» την ενδογενή αναγεννητική ικανότητα του οσφρητικού επιθηλίου.

Covid-19 και οσφρητική φυσιοθεραπεία
Η πανδημία Covid-19 αφήνει πίσω της όχι μόνο χιλιάδες θύματα αλλά και ανθρώπους που ανάρρωσαν, αλλά βιώνουν ακόμα τις παρενέργειες της νόσου, με μια από αυτές να είναι η υποσμία ή ανοσμία. Ευτυχώς, τα διαθέσιμα επιστημονικά δεδομένα δείχνουν ότι οι περισσότεροι ασθενείς με Covid-19 ανακτούν την αίσθηση της όσφρησης σε διάστημα ενός μηνός από την έναρξη της λοίμωξης.

Ωστόσο, για τους ασθενείς στους οποίους εμμένει η απώλεια όσφρησης, η οσφρητική φυσιοθεραπεία αποτελεί τη θεραπεία εκλογής. Είναι μια θεραπευτική επιλογή εύκολη, με ελάχιστο κόστος και χωρίς παρενέργειες.