Πρόκειται για το δεύτερο καλύτερο μουσείο κέρινων προπλασμάτων δερματικών παθήσεων σε ολόκληρο τον κόσμο. Το «στολίδι» αυτό, που εξυπηρέτησε για πολλά χρόνια τη μελέτη και την έρευνα των νέων επιστημόνων, κοσμεί τον χώρο του Νοσοκομείου «Ανδρέας Συγγρός» ως μουσείο, διατηρώντας τον εκπαιδευτικό του χαρακτήρα για μαθητές, σπουδαστές, φοιτητές καθώς και επαγγελματίες υγείας, μέσω προγραμμάτων αγωγής υγείας με θέμα τις δερματοπάθειες και τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα. Ποιος ήταν όμως ο εμπνευστής του μουσείου και ποιος ο σκοπός της ίδρυσής του;

Στον προαύλιο χώρο του Νοσοκομείου «Ανδρέας Συγγρός», σε ένα πέτρινο μικρό οίκημα, στεγάζεται το πλήρως ανακαινισμένο Μουσείο Κέρινων Προπλασμάτων Δερματικών – Αφροδίσιων Νοσημάτων, ξετυλίγοντας την τέχνη των κέρινων προπλασμάτων και την ιστορία των αφροδίσιων νοσημάτων του 20ού αιώνα. Μια ιστορία που φανερώνει τον πόνο του ανθρώπου και τις προσπάθειες των γιατρών της εποχής να παρέχουν την καλύτερη ιατρική φροντίδα στους ασθενείς αυτούς. Κίνητρο: η ανθρώπινη ζωή. Στόχος: η κατανόηση, η μελέτη και, εν κατακλείδι, η ανακούφιση και η θεραπεία των ασθενών που υπέφεραν από επικίνδυνες νόσους. Μέσα σε αυτόν τον εντυπωσιακό χώρο ξεναγηθήκαμε και συζητήσαμε με τον διοικητή του Νοσοκομείου «Ανδρέας Συγγρός», καθηγητή Δημήτρη Ρηγόπουλο, όλη την ιστορία του μουσείου.

«Στον χώρο μας έχει γίνει μια τεράστια ανακαίνιση με τη βοήθεια χορηγών, ώστε να αξιοποιηθεί πλήρως ο χώρος και να υπάρχει πρόσβαση σε όλα τα εκθέματα. Αυτός ήταν και ο λόγος που δημιουργήσαμε το δεύτερο επίπεδο. Επίσης, έχουν τοποθετηθεί μηχανήματα κλιματισμού και αφύγρανσης, ώστε τα εκθέματα να μπορούν να συντηρηθούν σωστά και να βρίσκονται σε τέλεια κατάσταση.

Τα κέρινα προπλάσματα που βλέπετε, είναι εξαιρετικά συντηρημένα και αναδεικνύουν την τέχνη των καλλιτεχνών καθώς και την ακριβή εικόνα των ασθενειών της εποχής. Αξίζει να τονίσουμε ότι οι βιτρίνες που βλέπετε στον χώρο είναι οι αυθεντικές από ξύλο τριανταφυλλιάς. Ακόμα και τα τζάμια είναι τα αυθεντικά κρύσταλλα και είναι φτιαγμένα στο χέρι. Εάν δείτε τα βιομηχανοποιημένα κρύσταλλα και τα συγκρίνετε με τα χειροποίητα, θα καταλάβετε πόσο μεγάλη διαφορά έχουν.

Ο σκοπός του μουσείου, πλέον, είναι καθαρά ιστορικός. Εξάλλου, πολλά από τα νοσήματα που απεικονίζονται δεν υπάρχουν πλέον, ενώ κάποια άλλα δεν έχουν την ίδια μορφή που είχαν. Οι τρόποι θεραπείας έχουν αλλάξει και έχουν βοηθήσει στην αποθεραπεία, ακόμη και στην εξαφάνιση, κάποιων παθήσεων. Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον παραμένει στην ειδικότητα των δερματολόγων, οι οποίοι όμως το επισκέπτονται και αυτοί για ιστορικούς περισσότερο λόγους», σημείωσε ο καθηγητής Δημήτρης Ρηγόπουλος.

Το μουσείο λειτουργεί καθημερινά για το κοινό από τη Δευτέρα μέχρι την Παρασκευή 9:00 – 13:30. Τηλέφωνο επικοινωνίας για κλείσιμο ραντεβού: 210-7293394.

Η ιστορία του μουσείου
Σε μια εποχή όπου η τεχνολογία (η φωτογραφία) ήταν παντελώς απούσα, η αξία των κέρινων προπλασμάτων ήταν η ιδεώδης λύση στην αποτύπωση και μελέτη των δερματικών και άλλων νοσημάτων της εποχής εκείνης, τόσο για τους γιατρούς όσο και για τους νέους φοιτητές.

Το 1912, δημιουργήθηκε το Μουσείο Κέρινων Προπλασμάτων στο Νοσοκομείο «Α. Συγγρός» παρόμοιο με αυτό του Νοσοκομείου St. Louis του Παρισιού. Εμπνευστής και αρχικός κατασκευαστής ήταν ο ίδιος ο καθηγητής Γεώργιος Θ. Φωτεινός, ο οποίος σπούδασε στο Παρίσι από το 1902 – 1905 και επεδίωξε να μάθει την τέχνη αυτή κοντά στον περίφημο κατασκευαστή Jules Baretta, ο οποίος όμως αρνήθηκε πεισματικά να μεταδώσει τη γνώση του. Τελικά, συνεχίζοντας τις σπουδές του στο Βερολίνο και με την υποστήριξη του καθηγητή Lassar, έπεισε τον καθηγητή προπλασμάτων του Μουσείου της Πανεπιστημιακής Κλινικής του Βερολίνου, γλύπτη Kasten, να τον μυήσει στην τέχνη αυτή.

Το μουσείο του Νοσοκομείου «Α. Συγγρός» περιέχει 1.660 κέρινα προπλάσματα αφροδίσιων και δερματικών νόσων που αρχικά δημιουργήθηκαν από τον καθηγητή Γ. Θ. Φωτεινό και συνεχίστηκαν από ειδικά εκπαιδευμένους τεχνίτες όπως ο ζωγράφος Κ.Χ. Μητρόπουλος (Σχολή Καλών Τεχνών, 1892). Στη συνέχεια, την κατασκευή των κέρινων προπλασμάτων συνέχισε ο γιος του, Γεώργιος Κ. Μητρόπουλος, ο οποίος όπως αναφέρεται από τους παλιούς εργαζομένους του νοσοκομείου, ξεπέρασε στην τέχνη και τον πατέρα του, και από την αγάπη του στην εργασία αυτή έμενε μέσα στο νοσοκομείο.

Από τη μεγάλη συλλογή των κέρινων προπλασμάτων του Μουσείου «Α. Συγγρός» τα 12 είναι προσωπική δωρεά προς τον καθηγητή Γ. Θ. Φωτεινό από το Hôpital du Midi του Παρισιού. Ο καθηγητής Γ.Θ. Φωτεινός δώρισε το 1913 στη Στρατιωτική Σχολή του Παρισιού Val de Grace, μετά από παράκληση του αρχιάτρου Arnaud, αρχηγού της στρατιωτικής υγειονομικής αποστολής στην Ελλάδα, εξήντα (60) προπλάσματα που απεικόνιζαν βλάβες από κρυοπαγήματα και τραύματα των μαχητών – στρατιωτών της πολιορκίας του Μπιζανίου. Αυτά δε αποτελούν μόνιμα εκθέματα του μουσείου της παραπάνω Σχολής και φυλάσσονται σε ειδική προθήκη όπου υπάρχει επιγραφή με τη χώρα προέλευσής τους και το όνομα του δωρητή. Επίσης, δέκα (10) προπλάσματα εκτίθενται στο Μουσείο της Ιστορίας της Ιατρικής του Πανεπιστήμιου Αθηνών, που στεγάζεται στο πρώτο κτίριο του Πανεπιστημίου, στην Πλάκα.

Τα κέρινα προπλάσματα αποτελούσαν ουσιαστικό μάρτυρα της δερματολογικής εικονογραφίας και είναι το σημείο όπου η τέχνη συνεργάζεται με την επιστήμη. Αποτελούν το κύριο μέσο διδασκαλίας καθώς και ενθύμιο των ασθενών που εμπιστεύτηκαν στους τεχνίτες το βασανισμένο σώμα τους, με σκοπό να συνεισφέρουν στην ιατρική γνώση.

Το 1860, τα κέρινα προπλάσματα βρήκαν εφαρμογές πάνω σε νοσήματα του δέρματος. Ήταν ένα βήμα πολύ καθοριστικό για την εποπτική απόδοση της δερματολογίας. Η νοσηλεία των ασθενών με δερματοπάθειες, η καθιέρωση της δερματολογίας ως ειδικότητας και η θέληση των εκπαιδευτών να δώσουν στους φοιτητές εικόνες πιο πιστές για τις ασθένειες του δέρματος, κατέστησαν την κατασκευή των κέρινων προπλασμάτων απαραίτητο μέσο διδασκαλίας. Τα κέρινα προπλάσματα αποτύπωσαν τέλεια τις ασθένειες του δέρματος, ξεπέρασαν σε ποιότητα τις γκραβούρες, τις ακουαρέλες και τις λιθογραφίες που χρησιμοποιήθηκαν ως μέσο διδασκαλίας μέχρι τότε. Η φωτογραφία δεν αντικατέστησε αμέσως τα κέρινα προπλάσματα, που συνέχισαν να δημιουργούνται μέχρι το 1958. Την περίοδο εκείνη σταμάτησε η παραγωγή των κέρινων προπλασμάτων για την απεικόνιση των νοσημάτων και αντικαταστάθηκε από τις νεότερες τεχνικές.

Η τέχνη των κέρινων προπλασμάτων
Η κατασκευή ενός κέρινου προπλάσματος χρειαζόταν τη συνεργασία του ασθενούς με το δερματολογικό νόσημα, ενός γιατρού που θα εκτιμούσε την περίπτωση και ενός τεχνίτη εκμαγείου, ικανού να αναπαράγει τη νόσο με όλες τις λεπτομέρειες που θα έδιναν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, τόσο στην αποτύπωση όσο και για τη διατήρηση του προπλάσματος. Η πρώτη παρουσίαση των κέρινων προπλασμάτων που απεικόνιζαν δερματολογικά νοσήματα έγινε στο Παρίσι το 1889, στο Διεθνές Συνέδριο Δερματολογίας – Αφροδισιολογίας.

Στην πράξη, η γαλλική τεχνική είχε τρεις φάσεις: την κατασκευή ενός καλουπιού από γύψο, την κατεργασία του κομματιού από λιωμένο κερί που κυλάει μέσα στο καλούπι και το τελείωμα του κέρινου προπλάσματος. Η δημιουργία του προπλάσματος άρχιζε με την εφαρμογή του υγρού γύψου πάνω στον άρρωστο, που κάλυπτε και τις παραμικρές λεπτομέρειες της βλάβης (εκμαγείο). Αυτό το εκμαγείο αλειφόταν με σαπούνι ή με λάδι, για να κλείσουν οι πόροι και για να διευκολυνθεί αργότερα η αποκόλληση του κεριού από το καλούπι. Το λιωμένο κερί (σε θερμοκρασία 60 °C) που χυνόταν μέσα στο καλούπι, κρύωνε και στερεοποιούνταν. Το κερί συνήθως ήταν άσπρο κερί Σμύρνης ή, σπανιότερα, άσπρο σπερματσέτο που γινόταν από λάδι κεφαλιού φάλαινας.