Είναι κοινή πεποίθηση ότι η άσκηση είναι ωφέλιμη για τη διατήρηση της σωματικής αλλά και της ψυχικής υγείας, με αποτέλεσμα την καλύτερη ποιότητα ζωής. Είναι λοιπόν καθήκον όλων των επαγγελματιών υγείας στην εποχή μας, που κυριαρχεί ο καθιστικός τρόπος ζωής (συνυφασμένος με την προσκόλληση στην τεχνολογία) και αυξάνεται η συχνότητα εμφάνισης των καρδιαγγειακών προβλημάτων, να τονίζεται στους ασθενείς, σε κάθε επίσκεψη ή συνεδρία, η αξία της άσκησης.
Για την εφαρμογή όμως αυτής της αρχής στην καθημερινή μας κλινική πρακτική οφείλουμε να έχουμε απαντήσει στο μυαλό μας τα παρακάτω ερωτήματα:
- Τι ονομάζεται άσκηση;
- Ποια είναι τα ευεργετικά της αποτελέσματα στο καρδιαγγειακό σύστημα;
- Πότε και ποιου είδους άσκηση μπορεί να είναι επικίνδυνη;
- Πώς χρησιμοποιείται η άσκηση ως καρδιακή αποκατάσταση σε ασθενείς με γνωστή νόσο;
Άσκηση
Ως σωματική άσκηση νοείται η οργανωμένη και συνεχής σωματική δραστηριότητα στην οποία συμμετέχουν μεγάλες ομάδες μυών και έχει αυτοσκοπό την αύξηση από τον ασκούμενο του έργου του μυϊκού και καρδιοαγγειακού συστήματος. Για τον σκοπό αυτό μπορούν να χρησιμοποιηθούν διάφορες δραστηριότητες οι οποίες συνδυάζουν πολλές φορές και την αναψυχή (π.χ. βάδισμα, ορειβασία, κολύμβηση κ.λπ). Η ένταση της άσκησης μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με το μυϊκό έργο αλλά και τη φυσική κατάσταση του ασκουμένου. Αντικειμενικοποίηση της έντασης της προσπάθειας μπορεί να γίνει με εκτίμηση των ΜΕΤ (Metabolic Equivalent of Task: 3,5 ml O2/Kg*min), τα οποία αντιπροσωπεύουν πολλαπλάσια της ενέργειας η οποία καταναλώνεται σε ήρεμη στάση. Άλλοι δείκτες οι οποίοι χρησιμοποιούνται είναι το επί τοις εκατό ποσοστό της μέγιστης Καρδιακής Συχνότητας (ΚΣ), η βαθμίδα της κλίμακας Borg ή το τεστ ομιλίας, όπως φαίνεται απλουστευτικά στον πίνακα.
Ευεργετικά αποτελέσματα άσκησης
Αρκετές μελέτες έχουν αποδείξει τις προστατευτικές επιδράσεις που έχει η άσκηση σε διάφορες χρόνιες παθήσεις, συμπεριλαμβανομένων της στεφανιαίας νόσου, της υπέρτασης, του εγκεφαλικού επεισοδίου, του σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2, της οστεοπόρωσης, του καρκίνου και της κατάθλιψης.
Η σωματική δραστηριότητα συμβάλλει στη μείωση του βάρους και στον έλεγχο της αρτηριακής πίεσης, μειώνει τα επίπεδα λιποπρωτεϊνών χαμηλής πυκνότητας (LDL) στο αίμα, ενώ αυξάνει τα επίπεδα λιποπρωτεϊνών υψηλής πυκνότητας (HDL). Στους διαβητικούς ασθενείς, η τακτική σωματική άσκηση βελτιώνει την ευαισθησία στην ινσουλίνη και τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα.
Άσκηση και καρδιαγγειακό σύστημα
Η τακτική άσκηση μειώνει τον κίνδυνο καρδιαγγειακών προβλημάτων ανεξαρτήτως ηλικίας, φύλου, εθνικότητας ή παρουσίας άλλων νοσηροτήτων, επειδή επηρεάζονται ευνοϊκά πολλοί από τους καθιερωμένους παράγοντες κινδύνου που οδηγούν σε καρδιαγγειακά επεισόδια. Είναι τεκμηριωμένη βιβλιογραφικά η σχέση μεταξύ της άσκησης και της καρδιαγγειακής θνησιμότητας ή θανάτου από κάθε αιτία, κατά 20 με 30%, όπως επίσης και των μη θανατηφόρων συμβαμάτων σε σύγκριση με άτομα που κάνουν καθιστική ζωή.
Οι ευρωπαϊκές κατευθυντήριες γραμμές συνιστούν στους υγιείς ενήλικες όλων των ηλικιών να εκτελούν εβδομαδιαίως τουλάχιστον 150 λεπτά μέτριας έντασης άσκηση αντοχής (μέσα σε 5 ημέρες) ή 75 λεπτά έντονης άσκησης την εβδομάδα (μέσα σε 3 ημέρες). Επιπλέον όφελος αναμένεται με τον διπλασιασμό των χρόνων αυτών εβδομαδιαίως σε 300 λεπτά μέτριας έντασης ή 150 λεπτά έντονης αερόβιας έντασης την εβδομάδα.
Πρέπει να σημειωθεί ωστόσο ότι υψηλότερα επίπεδα άσκησης ενδέχεται να έχουν αρνητικά αποτελέσματα, ιδιαίτερα για μεγαλύτερης ηλικίας ασκουμένους. Υπάρχει ένας μικρός κίνδυνος εμφάνισης σοβαρής διαταραχής του καρδιακού ρυθμού ή/και αιφνίδιου καρδιακού θανάτου, ιδιαίτερα για τους ασκουμένους μεγαλύτερης ηλικίας που συμμετέχουν σε δραστηριότητες υψηλής έντασης. Για παράδειγμα, η κολπική μαρμαρυγή είναι το συνηθέστερο είδος αρρυθμίας μεταξύ των μαραθωνοδρόμων, οι οποίοι βρίσκονται σε πέντε φορές υψηλότερο κίνδυνο συγκριτικά με όσους έχουν ελάχιστη δραστηριότητα. Επιπλέον, η συχνότητα εμφάνισης αυτού του είδους αρρυθμίας φαίνεται να είναι υψηλότερη στους άνδρες που ασκούνται περισσότερο από πέντε ώρες την εβδομάδα σε σύγκριση με εκείνους που ασκούνται λιγότερο.
Ο κίνδυνος που σχετίζεται με την έντονη άσκηση και τον αθλητισμό σε αυτά τα άτομα μεγαλύτερης συνήθως ηλικίας σχετίζεται πιθανώς με μη διαγνωσμένα καρδιακά προβλήματα. Είναι σημαντικό το γεγονός ότι η καρδιαγγειακή νόσος μπορεί να είναι υποκλινική και μη αναγνωρισμένη. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη προ της συμμετοχής σε αγωνίσματα η αξιολόγηση του κινδύνου σε άτομα με υψηλότερη πιθανότητα καρδιαγγειακής νόσου. Άτομα με πολλαπλούς παράγοντες κινδύνου είναι πιο πιθανό να έχουν αναπτύξει υποκλινική καρδιαγγειακή νόσο.
Η αξιολόγηση της πιθανότητας υποκλινικής καρδιαγγειακής νόσου γίνεται με τη χρήση καθιερωμένων και επιβεβαιωμένων συστημάτων βαθμονόμησης κινδύνου, όπως τα διαγράμματα κινδύνου SCORE, ενώ η περαιτέρω καρδιολογική εκτίμηση περιλαμβάνει κλινική εξέταση και παρακλινικά τεστ (ΗΚΓ, Ηχωκαρδιογράφημα, δοκιμασία κόπωσης, 24ωρη παρακολούθηση καρδιακού ρυθμού κ.λπ.).
Από την Ευρωπαϊκή Καρδιολογική Εταιρεία έχουν συνταχθεί, επίσης, λεπτομερείς οδηγίες για την καρδιολογική εκτίμηση των αθλητών, ανεξαρτήτως ηλικίας, για την εκτίμηση ιδιαίτερα του κινδύνου αιφνιδίου θανάτου στα ανταγωνιστικά και υψηλής έντασης αθλήματα.
Άσκηση και καρδιακή αποκατάσταση
Η άσκηση, εκτός από τον σκοπό της πρωτογενούς πρόληψης των καρδιαγγειακών συμβαμάτων, συμβάλλει σημαντικά και στη δευτερογενή πρόληψη, στο πλαίσιο των προγραμμάτων καρδιακής αποκατάστασης.
Η Καρδιακή Αποκατάσταση (KA) είναι ένα πολυπαραγοντικό αλλά οικονομικά αποδοτικό πρόγραμμα συνεχούς φροντίδας ασθενών με καρδιαγγειακά νοσήματα, σχεδιασμένο για τη βελτίωση της λειτουργικής ικανότητας, της ψυχολογικής υγείας και της ποιότητας ζωής. Είναι ευρέως αναγνωρισμένο και τεκμηριωμένο ότι τα προγράμματα ΚΑ μειώνουν τη νοσηρότητα και τα ποσοστά θνησιμότητας και τις επανεισαγωγές των καρδιοπαθών.
Στα προγράμματα ΚΑ απασχολείται ομάδα επιστημόνων με επικεφαλής καρδιολόγο και νοσηλευτή, φυσικοθεραπευτή, εργοφυσιολόγο, ψυχολόγο αλλά και επισκέπτη υγείας. Αποτελούνται από τρία στάδια: Φάση Ι, Φάση II και Φάση III.
Η Φάση Ι διαρκεί όσο ο ασθενής νοσηλεύεται και συχνά περιλαμβάνει: πρώιμη κινητοποίηση, φαρμακευτική αγωγή, εκπαίδευση σε αλλαγές του τρόπου ζωής και τη μεταφορά του από τη νοσηλεία σε ένα καθεστώς κινητικής ανεξαρτησίας.
Η Φάση ΙΙ αποτελείται από εποπτευόμενο πρόγραμμα διάρκειας έως και δώδεκα εβδομάδων με επιτηρούμενη φυσική άσκηση, ιατρική αξιολόγηση, εκπαίδευση σε νέο τρόπο ζωής, με συνεχή ιατρική παρακολούθηση και διαχείριση καρδιακών παραγόντων κινδύνου. Στόχος είναι η τροποποίηση των παραγόντων κινδύνου και των σχετιζόμενων με το στρες διαταραχών με συμβουλευτικές παρεμβάσεις.
Οι πολύπλευρες αυτές παρεμβάσεις στοχεύουν σε μακροπρόθεσμες τροποποιήσεις συμπεριφοράς κατά τη Φάση ΙΙΙ, για τη βελτίωση του προσδόκιμου επιβίωσης, τη διατήρηση των αλλαγών συμπεριφοράς που επιτεύχθηκαν κατά τη διάρκεια της Φάσης Ι και ΙΙ και για τη βελτίωση της φυσικής κατάστασης και της καρδιοαναπνευστικής λειτουργίας των ασθενών.
Οι κατευθυντήριες οδηγίες προτείνουν την εφαρμογή δυναμικής άσκησης αντίστασης στη Φάση II με προσοχή, ξεκινώντας με χαμηλής έντασης άσκηση (<30%) και στη συνέχεια αύξηση στο 60% και σε επιλεγμένους ασθενείς στο 80%.
Τα θετικά οφέλη της ΚΑ σε άτομα με καρδιακές διαταραχές αλλά φυσιολογική συστολική λειτουργία της αριστερής κοιλίας είναι καλά τεκμηριωμένα. Προγράμματα ΚΑ βασισμένα στην άσκηση που συνδυάζουν στοιχεία αερόβιας άσκησης αντοχής, δυναμικής αντίστασης αλλά και αναπνευστικής γυμναστικής, εφαρμόζονται πλέον σε μεγάλους πληθυσμούς ασθενών με καρδιαγγειακή νόσο σε όλες τις οργανωμένες χώρες.
Η εφαρμογή προγραμμάτων Καρδιακής Αποκατάστασης που βασίζονται στην άσκηση έχει οδηγήσει σε αύξηση το ποσοστό των μεσηλίκων και των ηλικιωμένων που πιστεύουν ότι «περισσότερη δραστηριότητα είναι καλύτερη για τη διατήρηση της κατάστασης της καρδιακής τους υγείας».