Η διαδικασία αναζήτησης των βιοδεικτών είναι μια σύνθετη διαδικασία, που απαιτεί συνεχή ενημέρωση από τον γιατρό. Παράλληλα, ο ασθενής θα πρέπει να έχει πρόσβαση στη διενέργεια των βιοδεικτών, με την αντίστοιχη αποζημίωση από τον ΕΟΠΥΥ, τονίζει ο Ιωάννης Μπουκοβίνας, Παθολόγος-Ογκολόγος, Διευθυντής της ογκολογικής μονάδας Bioclinic, μιλώντας στο Hellenic Medical Review.

Ποια η αξία των βιοδεικτών στη διάγνωση και θεραπεία του καρκίνου του πνεύμονα;

Οι βιοδείκτες αποτελούν σημαντική προτεραιότητα για τη διάγνωση και θεραπεία του καρκίνου του πνεύμονα. Ειδικά ο μη μικροκυτταρικός καρκίνος του πνεύμονα δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί χωρίς βιοδείκτες. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο αδενοκαρκίνωμα, που είναι ένα είδος μη μικροκυτταρικού καρκίνου του πνεύμονα, υπάρχουν τουλάχιστον 14 διαφορετικές υποκατηγορίες που διαχωρίζονται με τον κατάλληλο βιοδείκτη και για τις οποίες υπάρχουν οι αντίστοιχες στοχεύουσες θεραπείες. Στο γονιδίωμα του αδενοκαρκινώματος υπάρχει η δυνατότητα παρουσίας και άλλων μεταλλάξεων, που δημιουργούν τις προϋποθέσεις για να κατανοήσουμε πώς λειτουργεί ο καρκίνος αλλά και την πιθανή αντίστασή του στις θεραπείες. Στο παρελθόν, αναζητούσαμε αναστολείς για τον βιοδείκτη ΕGFR ή ALK, ενώ τώρα υπάρχουν οι μεταλλάξεις του KRAS, c-met, Ret, ROS1, NTRK, BRAF κ.ά., για τις οποίες υπάρχουν αρκετά νέα φάρμακα. Ο συνδυασμός των μεταλλάξεων δίνει την εικόνα για το εάν το φάρμακο θα είναι περισσότερο ή λιγότερο δραστικό, όπως και για το εάν θα μπορεί να συνδυαστεί με ανοσοθεραπεία. Συνεπώς, το «κυνήγι» του βιοδείκτη είναι ένας πολύ σημαντικός παράγοντας.

Ξεκινάμε λοιπόν με έναν βιοδείκτη και στην πορεία ο καρκίνος μπορεί να αλλάξει μορφή και να μετατραπεί σε μια άλλη κατηγορία, με έναν ξεχωριστό βιοδείκτη, που πρέπει να στοχεύσουμε. Στο παρελθόν, οι εξετάσεις βιοδεικτών γίνονταν σε ανθρώπινο ιστό, όμως πλέον γίνονται και στο αίμα του ασθενούς, με μια εύκολη διαδικασία αιμοληψίας, τη λεγόμενη υγρή βιοψία.

Η διαδικασία αναζήτησης των βιοδεικτών απαιτεί συνεχή ενημέρωση από τον γιατρό. Παράλληλα, ο ασθενής θα πρέπει να έχει πρόσβαση στη διενέργεια των βιοδεικτών, με την αντίστοιχη αποζημίωση από τον ΕΟΠΥΥ. Αυτό είναι κάτι που μας πονά ιδιαιτέρως ως κοινωνία επιστημόνων, γιατί παρά τη μεγάλη προσπάθειά μας, ο νόμος για τους βιοδείκτες δεν έχει αλλάξει από το 2014. Αυτό είναι ένα τεράστιο έλλειμμα, με ευθύνη της Πολιτείας. Η Εταιρεία Ογκολόγων Παθολόγων Ελλάδος (ΕΟΠΕ) έχει φτιάξει ένα consensus από διάφορες ειδικότητες και με διατομεακές συνεργασίες και ελπίζει ότι, παραδίδοντάς το στις αρχές, θα δοθεί το έναυσμα για να μπορέσουν να αποζημιώνονται οι βιοδείκτες στη χώρα μας.

Δεν πρέπει να παραλείψουμε την ανάγκη να υπάρχουν εργαστήρια που να διαθέτουν την απαιτούμενη τεχνογνωσία και να έχουν υποστεί έναν εξωτερικό και εσωτερικό έλεγχο ποιότητας, για τον οποίο υπάρχουν επίσημοι φορείς της Πολιτείας αλλά και του εξωτερικού. Θεωρώ πολύ σημαντική τη χρηματοδότηση ερευνητικών φορέων για την έρευνα και άλλων βιοδεικτών, ώστε να υπάρχει και ελληνική παρουσία στο διεθνές επιστημονικό γίγνεσθαι. Τέτοιοι φορείς μπορεί να είναι το Δίκτυο Ιατρικής Ακριβείας, ομάδες των ελληνικών πανεπιστημίων, καθώς και διάφορες συνεργατικές ομάδες που χρόνια τώρα έχουν αποδείξει την αξία τους στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.

Αναφορικά με τις υγρές βιοψίες, υπάρχουν εργαστήρια κατάλληλα για τη διενέργειά τους στη χώρα μας; Με βάση ποιο σύστημα πιστοποιείται η αξιοπιστία των αποτελεσμάτων τους;

Υπάρχουν αναγνωρισμένες μορφές υγρών βιοψιών, που έχουν εγκριθεί από διεθνείς φορείς. Αλλά και στην Ελλάδα έχουν δημιουργηθεί εργαστήρια που έχουν σχετική εγκυρότητα, υπό την έννοια της αναγνώρισης μεμονωμένων βιοδεικτών, δεν έχουν όμως ακόμα επικύρωση του συνόλου των πάνελ γονιδίων από ρυθμιστικές αρχές. Πρέπει εδώ να πούμε ότι στην Ευρώπη δεν έχει ολοκληρωθεί το σύστημα ΜQN για τις αναλύσεις των υγρών βιοψιών. Έχουμε συνεπώς ένα κενό σε ευρωπαϊκό επίπεδο αναφορικά με το θέμα, που όμως αναμένεται να καλυφθεί σύντομα. Στη χώρα μας, τυχόν επανεξέταση της δυνατότητας αποζημίωσης των υγρών βιοψιών από τον ΕΟΠΥΥ θα δημιουργούσε νέα standards στην εργαστηριακή υποστηρικτική ομάδα του καρκίνου του πνεύμονα και παράλληλα θα άνοιγε τον δρόμο για επενδύσεις στον τομέα αυτό, δημιουργώντας και νέες θέσεις εργασίας.

Έχετε τοποθετηθεί αρκετές φορές δημόσια υπέρ της ανάγκης επένδυσης του συστήματος υγείας στην ανακουφιστική φροντίδα. Αυτή αποκτά μεγαλύτερη σημασία για τους ασθενείς με καρκίνο του πνεύμονα;

Υπάρχουν μεγάλες μελέτες που έχουν δημοσιευτεί σε μεγάλα ιατρικά περιοδικά, οι οποίες έχουν δείξει ότι η χορήγηση εξ αρχής ανακουφιστικής φροντίδας στους ασθενείς με καρκίνο του πνεύμονα, σε συνδυασμό με την κατά περίπτωση θεραπεία, αυξάνει την επιβίωση κατά μέσο όρο από τρεις έως επτά μήνες, συγκριτικά με αυτούς που δεν είχαν λάβει ανακουφιστική φροντίδα. Η υποστήριξη του ασθενούς από την έναρξη της θεραπείας με ό,τι αυτός χρειάζεται (οξυγόνο, εισπνεόμενα, παυσίπονα, αντιπηκτικά, φάρμακα τροποποιητικά των οστών, διατροφή, κινησιοθεραπεία ή ψυχολογική θεραπεία) είναι πολύ σημαντική. Ο ασθενής με μεταστατικό καρκίνο του πνεύμονα έχει συχνά δύσπνοια, κόπωση, πόνους, αδυναμία, και έχει ανάγκη υποστηρικτικών δράσεων. Ακόμα και στην περίπτωση που η θεραπεία αποτυγχάνει, η ανακουφιστική φροντίδα βοηθά στην επιβίωση του ασθενούς, ακόμα και χωρίς θεραπεία.

Είναι πολύ σημαντικό να επενδύσουμε στην ανακουφιστική φροντίδα, διότι πέραν των «σκληρών» στατιστικών, αυτό που κανείς δεν υπολογίζει είναι το αφόρητο ψυχολογικό κόστος που επιφέρει ο καρκίνος του πνεύμονα στον ασθενή και στην οικογένειά του. Είναι πολύ σημαντικό να θεσπιστεί από την Πολιτεία η κατ’ οίκον ανακουφιστική φροντίδα, κάτι που θα αποτελέσει για μένα ένα μεγάλο άλμα της κοινωνίας προς μια ποιοτική αναβάθμιση των υπηρεσιών υγείας. Σε ένα σενάριο στο οποίο η ανακουφιστική φροντίδα αποζημιωνόταν από την Πολιτεία με ένα τροποποιημένο κλειστό ενοποιημένο νοσήλιο (ΚΕΝ), όπως αυτό που χρησιμοποιούμε για την αποζημίωση της νοσηλείας σε νοσοκομεία, θα μπορούσε να υπάρξει ορθολογική χρήση των οικονομικών πόρων για το σύστημα υγείας, ενώ ταυτόχρονα θα μπορούσαν να επιλυθούν σημαντικά ζητήματα της ποιότητας ζωής των ασθενών.

Με δεδομένο ότι η πλειονότητα των ασθενών με καρκίνο του πνεύμονα είναι καπνιστές ή πρώην καπνιστές, πιστεύετε ότι η μείωση της βλάβης και τα εναλλακτικά του καπνίσματος προϊόντα έχουν θέση για όσους δεν μπορούν ή δεν επιλέγουν να διακόψουν το κάπνισμα, και υπό ποιες προϋποθέσεις;

Η μείωση των κινδύνων από τη χρήση του καπνού περιλαμβάνει τη χρήση εναλλακτικών προϊόντων καπνού, όπως το ηλεκτρονικό τσιγάρο ή τα προϊόντα θερμαινόμενου καπνού, όπως έχει αναγνωρίσει και ο FDA. Αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει ένα σκαλοπάτι μείωσης του κινδύνου από τον καπνό, που σαφώς περιέχει τοξικές ουσίες. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί από την Πολιτεία ως ένα μέτρο ελάττωσης του κινδύνου από τον καπνό, με στόχο πάντα την τελική διακοπή του καπνίσματος, αρκεί να μην είναι μόνο του, αλλά να πλαισιωθεί από ιατρεία διακοπής καπνίσματος, αποζημίωση των προϊόντων υποκατάστασης της νικοτίνης και βεβαίως να αποκλειστεί η πιθανότητα να αποτελέσει προθάλαμο της χρήσης καπνού από τους νεότερους σε ηλικία χρήστες.

Πώς κατά τη γνώμη σας μπορούμε να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά τον καρκίνο του πνεύμονα στο πεδίο της δημόσιας υγείας;

Από τη στιγμή που έχουμε μια πανδημία από καρκίνο του πνεύμονα, μια πανδημία που προϋπήρχε της Covid-19 και θα συνεχιστεί και μετά από αυτήν, και κατά την οποία κάθε 90 δευτερόλεπτα πεθαίνει ένα άτομο στην Ελλάδα, θεωρώ ότι είναι πολύ σημαντικό να ασχοληθούμε σοβαρά με τη νόσο ως στρατηγική προτεραιότητα. Προφανώς, ο καρκίνος του πνεύμονα είναι ένα μείζον θέμα δημόσιας υγείας, και επειδή εξελίσσεται ραγδαία, είναι παράλληλα ένας αγώνας με τον χρόνο. Χρειάζεται ένα εθνικό σχέδιο δράσης, με κατευθυντήριες οδηγίες, δίκτυα που θα οργανώσουν την περίθαλψη των ατόμων με καρκίνο του πνεύμονα και πρόσβαση των ασθενών στη θεραπεία.

Σε συνδυασμό με το Europe Beating Cancer Plan, πρόκειται για μια χρυσή ευκαιρία για να αρχίσουμε να υλοποιούμε τουλάχιστον κάποια τμήματα του σχεδίου αυτού, που θα οδηγήσουν στη μείωση των θανάτων από καρκίνο του πνεύμονα στην Ελλάδα και στην αύξηση του αριθμού των ασθενών που επιβιώνουν με καρκίνο του πνεύμονα. Αυτό θα πρέπει να είναι ένα σχέδιο δράσης που θα έχει προσανατολισμό στους στόχους, που θα μετρά τις ανάγκες των ανθρώπων, που θα αναπτύσσει συνεργασίες, που θα έχει εξατομίκευση, που θα συνδιαμορφώνεται με τους ίδιους τους ασθενείς και θα ενισχύει την αυτοδιαχείριση της υγείας. Βασικοί πυλώνες του εθνικού σχεδίου δράσης είναι η πρόληψη, η διάγνωση και το screening, η διαχείριση της ασθένειας και η πρόσβαση των ασθενών στη θεραπεία, η ανάπτυξη μητρώων ασθενών και η καθιέρωση της ανακουφιστικής φροντίδας.