Η πανδημία έφερε στην επιφάνεια μία σειρά από προβλήματα που αφορούν τις αντοχές των συστημάτων υγείας, αλλά και το κατά πόσο οι δημοκρατικά οργανωμένες κοινωνίες μπορούν να ανταποκριθούν σε παρόμοιες κρίσεις ή κατά πόσο θα είναι έτοιμες να ανταποκριθούν σε ανάλογες καταστάσεις στο μέλλον.
Οι προσδοκίες των ασθενών, όσον αφορά την ανταπόκριση των συστημάτων υγείας και τη δυνατότητά τους να καλύπτουν τις ανάγκες υγείας κάτω από έκτακτες συνθήκες έφεραν στην επιφάνεια αρκετούς προβληματισμούς και ανησυχίες.
Σε ένα άρθρο στο BMJ, που δημοσιεύτηκε στις 14 Ιουλίου 2020, με τίτλο «Covid-19: an opportunity to reduce unnecessary healthcare»¹, αναφέρεται ότι το κόστος της πανδημίας σε συνδυασμό με την επικείμενη οικονομική κρίση, αναπόφευκτα έγινε η αφορμή να διερευνήσουμε τις δυνατότητες του αν πρέπει να κάνουμε «περισσότερα με λιγότερα». Η τραγωδία της πανδημίας, κατά την άποψη των συγγραφέων του άρθρου, δημιούργησε παραδόξως την ευκαιρία να αντιμετωπίσουμε την ολοένα και πιο αναγνωρισμένη πρόκληση παροχής «υπερβολικών υπηρεσιών υγείας» (“too much medicine”) με ασφάλεια και δικαιοσύνη – προκειμένου να βελτιώσουμε τη βιωσιμότητα και την ισότητα στην υγειονομική περίθαλψη.
Οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι υπήρχε ήδη η ανάγκη να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο της υπερπροσφοράς και παροχής υπερβολικών υπηρεσιών υγείας και πριν την έλευση της πανδημίας. Οι αναφορές που υπήρχαν από τις ΗΠΑ και τον ΟΟΣΑ, υποστήριζαν πως τουλάχιστον το 1/5 των εξετάσεων «ρουτίνας» στην υγεία, μπορεί να ήταν άχρηστες, συμπεριλαμβανομένων της «υπερδιάγνωσης» (overdiagnosis) και της αλόγιστης χρήσης πόρων (overuse). Επικαλούνται μάλιστα και μία μελέτη του CIHI, που δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο του 2017, σύμφωνα με την οποία, στον Καναδά, οι ασθενείς λαμβάνουν περισσότερα από ένα εκατομμύριο δυνητικά περιττές εξετάσεις και θεραπείες κάθε χρόνο.
Στο ίδιο έγκυρο επιστημονικό περιοδικό (BMJ) δημοσιεύτηκε μία μελέτη-ανασκόπηση, που ολοκληρώθηκε τον Σεπτέμβριο του 2020 και έγινε αποδεκτή και δημοσιεύτηκε στο BMJ, τον Φεβρουάριο του 2021, με τίτλο «Impact of COVID-19 pandemic on utilisation of healthcare services»². Στη μελέτη αυτή αναφέρεται ότι η χρήση των υπηρεσιών υγείας μειώθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας περίπου στο ένα τρίτο με σημαντική διακύμανση και με μεγαλύτερες μειώσεις μεταξύ των ατόμων που έπασχαν από λιγότερο σοβαρές ασθένειες. Οι συγγραφείς σημειώνουν ότι, ενώ η αντιμετώπιση της ανεκπλήρωτης ανάγκης (unmet need) παραμένει προτεραιότητα, οι μελέτες σχετικά με τις επιπτώσεις των μειώσεων παροχής υπηρεσιών υγείας, μπορούν να βοηθήσουν τα συστήματα υγείας να μειώσουν την περιττή παροχή υπηρεσιών υγείας, στη μετά την πανδημία εποχή.
Σύμφωνα με όσα αναφέρουν οι συγγραφείς, αυτή η ανασκόπηση βασίστηκε σε μελέτες που συνέκριναν τη χρήση υπηρεσιών υγείας κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19 με τουλάχιστον μία συγκρίσιμη περίοδο των προηγούμενων ετών. Οι υπηρεσίες που επιλέχτηκαν περιελάμβαναν επισκέψεις, εισαγωγές στα νοσοκομεία, διαγνωστικές εξετάσεις και θεραπευτικές εφαρμογές. Οι μελέτες που προέρχονταν από μεμονωμένα κέντρα ή αφορούσαν μελέτες αποκλειστικά για ασθενείς με COVID-19 αποκλείστηκαν από την ανασκόπηση.
Σύμφωνα πάντα με τους συγγραφείς της μελέτης, ο κίνδυνος μεροληψίας (Risk of bias) αξιολογήθηκε προσαρμόζοντας το εργαλείο κινδύνου μεροληψίας σε μη τυχαιοποιημένες μελέτες παρεμβάσεων, και χρησιμοποιώντας το εργαλείο «Cochrane Effective Practice and Organization of Care». Τα αποτελέσματα αναλύθηκαν χρησιμοποιώντας περιγραφικά στατιστικά στοιχεία, γραφικά σχήματα και αφηγηματική σύνθεση.
Οι συγγραφείς θεώρησαν ότι το 69% (56/81) των μελετών αυτών διατρέχουν υψηλό κίνδυνο μεροληψίας εξαιτίας των ανεπαρκών δεδομένων που χαρακτήριζαν τη χρήση των υπηρεσιών υγείας στην περίοδο πριν την πανδημία. Αντίθετα, το 4% των μελετών κρίθηκαν ότι παρουσιάζουν χαμηλό κίνδυνο μεροληψίας σε αυτόν τον τομέα, λόγω επαρκών δεδομένων και ανάλυσης που επιτρέπουν τον χαρακτηρισμό των τάσεων για τη χρήση των υπηρεσιών υγείας στην περίοδο πριν την πανδημία.
Το 63% των μελετών κρίθηκε ότι παρουσιάζει υψηλό ή ασαφή κίνδυνο μεροληψίας εξαιτίας της χρήσης διαφορετικών μεθόδων που χρησιμοποιήθηκαν για την αξιολόγηση της χρήσης των υπηρεσιών υγείας κατά την περίοδο προ-πανδημίας και κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ή λόγω έλλειψης πληροφοριών για την αξιολόγηση αυτού του τομέα. Οι περισσότερες μελέτες (n = 74, 91%) κρίθηκαν ότι παρουσιάζουν χαμηλό κίνδυνο μεροληψίας όσο αφορά την επιλεκτική αναφορά των αποτελεσμάτων.
Τέλος, το πρωτεύον αποτέλεσμα (The primary outcome) αφορούσε την αλλαγή στη χρήση υπηρεσιών μεταξύ των χρονικών περιόδων προ-πανδημίας και χρονικών περιόδων της πανδημίας, ενώ το δευτερεύον αποτέλεσμα (The secondary outcome) αφορούσε την αλλαγή των ποσοστών των χρηστών υπηρεσιών υγείας με ήπιες ή περισσότερο σοβαρές ασθένειες (π.χ. αξιολογήσεις διαλογής όπως «triage scores»).
Οι συγγραφείς εντόπισαν με ηλεκτρονική αναζήτηση, μέσα από μία «δεξαμενή μελετών», και επέλεξαν 81 μελέτες που περιλήφθηκαν στη συγκεκριμένη ανασκόπηση.
Είναι σημαντικό να υπογραμμίσουμε ότι οι 81 μελέτες, σύμφωνα πάντα με την ενημέρωση των συγγραφέων της ανασκόπησης, περιελάμβαναν συλλογικά αναφορές για περισσότερες από 6,9 εκατομμύρια υπηρεσίες υγείας που παρασχέθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας και για πάνω από 11 εκατομμύρια κατά τη συγκριτική προ-πανδημική περίοδο.
Επίσης, οι μελέτες αφορούσαν πολλές χώρες σε διάφορες περιοχές: 3 από τις μελέτες ήταν διεθνείς, 20 προέρχονταν από τις ΗΠΑ, 15 από την Ιταλία, 8 από την Γαλλία, 6 από την Γερμανία, 5 από το Ηνωμένο Βασίλειο, 3 από την Ισπανία, 2 από κάθε μία από τις χώρες που ακολουθούν: Ταϊβάν, Χονγκ Κονγκ, Ελλάδα, Δανία, Κατάρ, Αυστραλία, και 1 από κάθε μία από τις χώρες Αργεντινή, Κίνα, Καναδάς, Βραζιλία, Βέλγιο, Χιλή, Μονακό, Τουρκία και Πορτογαλία. Τέσσερις μελέτες προέρχονταν από χώρες χαμηλού εισοδήματος ή μεσαίου εισοδήματος.
Το περιβάλλον υγείας από το οποίο προήλθαν αυτές οι μελέτες αφορούσε: Νοσοκομεία 51%, τμήματα επειγόντων περιστατικών και νοσοκομεία 15%, τμήματα επειγόντων περιστατικών μόνο 19% και πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας 11%. Περισσότερο από το 1/3 των μελετών αφορούσε υπηρεσίες υγείας για καρδιαγγειακές παθήσεις (41%), 17% αφορούσε υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης, 15% υπηρεσίες παροχής υπηρεσιών πρωτοβάθμιας φροντίδας, όπως για παράδειγμα εμβολιασμοί, και 27% αφορούσαν διάφορα προβλήματα υγείας όπως, ορθοπεδικά περιστατικά, τραυματισμούς, γαστρεντερολογικά προβλήματα, και προβλήματα ψυχικής υγείας.
Μετά από αυτές τις διευκρινήσεις που αφορούν κυρίως την ταυτότητα της ανασκόπησης, είναι σημαντικό να υπογραμμίσουμε ότι στην ανασκόπηση «μπήκαν στο μικροσκόπιο» τέσσερις βασικές υπηρεσίες υγείας. Οι συγγραφείς της ανασκόπησης μας ενημερώνουν ότι κατηγοριοποίησαν τις 143 εκτιμήσεις μεταβολών σε τέσσερις ομάδες, σύμφωνα με τον τύπο των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας. 41 εκτιμήσεις αφορούσαν επισκέψεις σε υγειονομικές δομές, 43 αφορούσαν εισαγωγή στα νοσοκομεία, 12 εκτιμήσεις αφορούσαν διαγνωστικές εξετάσεις, και 47 εκτιμήσεις αφορούσαν θεραπευτικές παρεμβάσεις, όπως χειρουργεία, εμβολιασμοί, κλπ.
Η μεγάλη μείωση, σε παγκόσμια κλίμακα, της χρήσης υπηρεσιών υγείας που συνοψίζεται σε αυτήν την ανασκόπηση, κάνει επιτακτική την ανάγκη για ιεράρχηση των προσπαθειών που εστιάζονται στις ανεκπλήρωτες ανάγκες των ασθενών που δεν πάσχουν από την νόσο COVID-19.
Σημαντικά μηνύματα από τις κύριες μελέτες περιλαμβάνουν προβληματισμούς που αφορούν την παρακολούθηση των μακροπρόθεσμων επιπτώσεων αυτής της «χαμένης φροντίδας», τις δημόσιες καμπάνιες που θα πρέπει να παροτρύνουν τους ανθρώπους να αναζητήσουν ιατρική περίθαλψη όταν τη χρειάζονται, και καλύτερη ετοιμότητα στο μέλλον για τη μείωση της έκτασης του φαινομένου της «χαμένης φροντίδας» στα μελλοντικά κύματα της πανδημίας ή σε μελλοντικές πανδημίες που πρόκειται να έλθουν.
Ενδείξεις και τεκμήρια περί υπερβολικής θνησιμότητας του πληθυσμού, πέραν των θανάτων από COVID-19, και συναφή φαινόμενα, όπως η αύξηση των καρδιακών ανακοπών εκτός νοσοκομείου και κλήσεις σε τηλεφωνικές γραμμές έκτακτης ανάγκης 33 34 καθιστούν αυτές τις παροτρύνσεις για δράση ακόμη πιο επείγουσες. Αντιστρόφως, η διαπίστωση της επισκόπησης ότι οι μειώσεις τείνουν συχνά να είναι μεγαλύτερες για ήπιες ή λιγότερο σοβαρές μορφές ασθένειας, σε συνδυασμό με υπάρχουσες ενδείξεις σχετικά με την κατάχρηση στην χρήση υπηρεσιών υγείας (too much medicine), 11–17 υποδηλώνουν ότι για ορισμένες κατηγορίες ασθενών, η «έλλειψη» φροντίδας υγείας μπορεί να μην προκάλεσε καμία απολύτως βλάβη.
Στην συγκεκριμένη ανασκόπηση του BMJ, στην σελίδα 8, οι συγγραφείς αναφέρουν τα εξής: «Πολλές ερωτήσεις σχετικά με τις αιτίες και τις επιπτώσεις των αλλαγών στη χρήση των υγειονομικών υπηρεσιών που τεκμηριώνονται στην αναθεώρησή μας, απαιτούν προσεκτική ανάλυση και περαιτέρω έρευνα». «Απαιτούνται υψηλής ποιότητας αναλύσεις των τάσεων μέσα στον χρόνο (time-trend analyses), για την καλύτερη κατανόηση της έκτασης και της φύσης των συνεχιζόμενων αλλαγών στη χρήση των υπηρεσιών υγείας, όπως είναι και οι μακροπρόθεσμες μελέτες κοόρτης για τη συλλογή αποτελεσμάτων με επίκεντρο τον ασθενή, προκειμένου να προχωρήσουμε στην εκτίμηση των επιπτώσεων στην υγεία, το κόστος και την ισότητα». «Οι διαβουλεύσεις με τους ασθενείς κατά τη διάρκεια της πανδημίας, που είναι οι καταναλωτές των υπηρεσιών υγείας, επισημαίνουν την ανάγκη κατανόησης του τρόπου με τον οποίο η πανδημία μπορεί να επηρεάσει διαφορετικά τους πιο ευάλωτους και την ανάγκη να δοθεί προτεραιότητα σε αυτούς που έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη». Οι συγγραφείς μάλιστα κάνουν συγκεκριμένες προτάσεις σχετικά με την ανάγκη για περαιτέρω έρευνα στο μέλλον. Από τις προτάσεις τους αυτές σταχυολογούμε χαρακτηριστικά τις ακόλουθες:
- Να στοχεύσουμε στο να εντοπιστούν οι επιπτώσεις που σχετίζονται με ζητήματα ισότητας, όπως μπορεί να συμβαίνει ανάμεσα σε διαφορετικές ομάδες ασθενών, που επηρεάζονται διαφορετικά.
- Να εξετάσουμε τη δυνατότητα διεθνών ερευνητικών συνεργασιών με τα συστήματα υγείας.
- Να στοχεύσουμε στη διενέργεια μακροπρόθεσμων μελετών κοόρτης, με έμφαση σε συγκεκριμένες συνθήκες ή παρεμβάσεις.
- Να αναζητήσουμε ισχυρή κλινική συμβολή, αλλά και τη συμβολή των ασθενών και των πολιτών, ανεξάρτητα από εμπορικά συμφέροντα.
Μεταβολές στις χειρουργικές επεμβάσεις και Στην πληρότητα των νοσοκομείων
Φεβρουάριος έως Ιούνιος 2020

Μεταβολές σε επιλεγμένες χειρουργικές επεμβάσεις
Μάρτιος έως Ιούνιος 2020

Η επίδραση της πανδημίας στις υπηρεσίες νοσοκομειακής περίθαλψης
Στην προσπάθειά μας να «φωτίσουμε» καλύτερα όλες τις πλευρές του σημαντικού προβλήματος της ορθολογικής χρήσης των πόρων υγείας, έτσι ώστε να επιτυγχάνουμε το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα σε όρους κόστους αποτελεσματικότητας, ανατρέξαμε στην παράθεση και μίας άλλης πρόσφατης μελέτης που προέρχεται από έναν από τους πλέον έγκυρους διεθνείς οργανισμούς, το «Canadian Institute for Health Information» (CIHI).
Η μελέτη αυτή του CIHI, που δημοσιεύτηκε στις 19 Νοεμβρίου 2020, αναφέρεται στις επιπτώσεις της πανδημίας στην παροχή υπηρεσιών υγείας από τους φορείς της τριτοβάθμιας βαθμίδας υγείας. Στη μελέτη αυτή αναφέρονται χαρακτηριστικά τα εξής:
Τον Μάρτιο του 2020, όλες οι επαρχίες του Καναδά προετοιμάστηκαν για μία πιθανή αύξηση των ασθενών με COVID-19, που αναμένεται να χρειαστούν νοσοκομειακή περίθαλψη. Τα νοσοκομεία ακύρωσαν προγραμματισμένες χειρουργικές επεμβάσεις για να διασφαλίσουν ότι θα διατίθενται επαρκείς πόροι στο νοσοκομείο (κρεβάτια, προσωπικό και εξοπλισμός) για ασθενείς με COVID-19. Τα πρώτα στοιχεία δίνουν μια εικόνα του αντίκτυπου που είχε η πανδημία στη νοσοκομειακή περίθαλψη από τον Μάρτιο έως τον Ιούνιο του 2020.
Έτσι λοιπόν, από τον Μάρτιο έως τον Ιούνιο του 2020, ο συνολικός αριθμός χειρουργικών επεμβάσεων μειώθηκε κατά 47% σε σύγκριση με το 2019, αντιπροσωπεύοντας περίπου 335.000 λιγότερες χειρουργικές επεμβάσεις. Ο Απρίλιος είχε τον χαμηλότερο αριθμό χειρουργικών επεμβάσεων – βασικός παράγοντας στη μείωση κατά 36% των εισαγωγών στο νοσοκομείο. Οι εισαγωγές στο νοσοκομείο ανέκαμψαν στο 75% του προηγούμενου έτους έως τον Ιούνιο.
Οι ακυρώσεις προγραμματισμένων χειρουργικών επεμβάσεων, μας ενημερώνει η πρόσφατη ανασκόπηση από τον Καναδά, ποικίλλουν ανάλογα με τον επείγοντα χαρακτήρα της επέμβασης. Οι επείγουσες χειρουργικές επεμβάσεις, καθώς και εκείνες που θεωρούνται σωτήριες για την ζωή, μειώθηκαν λιγότερο (κατά 17% σε 21%). Οι επεμβάσεις που ανήκαν σε αυτές τις κατηγορίες περιελάμβαναν την εγκατάσταση βηματοδότη, επεμβάσεις «bypass», χειρουργικές επεμβάσεις καρκίνου, και επεμβάσεις για την αποκατάσταση καταγμάτων. Αντίθετα, οι χειρουργικές επεμβάσεις για λιγότερο επείγουσες καταστάσεις μειώθηκαν περισσότερο σε σύγκριση με τις προηγούμενες κατηγορίες (μείωση έως και 80%). Έτσι λοιπόν, τον Απρίλιο και το Μάιο του 2020, πραγματοποιήθηκαν περίπου 13.500 λιγότερες αντικαταστάσεις ισχίου και αρθρώσεων γόνατος (μείωση 67% σε σχέση με το προηγούμενο έτος). Από τον Ιούνιο του 2020, πολλά νοσοκομεία είχαν αρχίσει να κάνουν περισσότερες χειρουργικές επεμβάσεις, αν και υπάρχουν διαφοροποιήσεις ανάμεσα στις διαφορετικές επαρχίες.
Σε σύγκριση με το 2019, όπως δείχνουν τα δύο σχήματα που ακολουθούν, λιγότερες χειρουργικές επεμβάσεις διενεργήθηκαν κατά τη διάρκεια του πρώτου κύματος της πανδημίας. Οι επεμβάσεις για την αποκατάσταση καταγμάτων ήταν 17% λιγότερες σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, ενώ οι χειρουργικές επεμβάσεις για καρκίνο κατά 20% λιγότερες, οι χειρουργικές επεμβάσεις για την αντικατάσταση και αποκατάσταση γόνατου και ισχίου ήταν 21% λιγότερες, 21% λιγότερες ήταν και οι καρδιοχειρουργικές επεμβάσεις, οι επεμβάσεις αποκατάστασης αμφιβληστροειδούς κατά 29% λιγότερες, οι επεμβάσεις αφαίρεσης χοληδόχου κύστης κατά 33% λιγότερες, γυναικείες αποστειρώσεις κατά 37% λιγότερες, οι χειρουργικές επεμβάσεις αποκατάστασης δίσκου κατά 42% λιγότερες, επεμβάσεις κήλης κατά 53% λιγότερες, επεμβάσεις καταρράκτη και φακών κατά 66% λιγότερες, επεμβάσεις αποκατάστασης πυελικού εδάφους κατά 69% λιγότερες, χειρουργικές επεμβάσεις κιρσών / αποκατάστασης φλεβών κατά 69% επίσης, υπό-βλενογόνιες εκτομές της μύτης κατά 72% λιγότερες, αμυγδαλεκτομές κατά 73% λιγότερες, Ρινοπλαστικές επεμβάσεις κατά 74% λιγότερες και τέλος οι αγγειοεκτομές κατά 80% λιγότερες.
Οι εισαγωγές στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) ήταν κατά 22% χαμηλότερες κατά την περίοδο του πρώτου κύματος την πανδημίας (Μάρτιος έως Ιούνιος 2020), σε σύγκριση με τις αντίστοιχες του προηγούμενου έτους. Έτσι λοιπόν, λιγότεροι ασθενείς εισήλθαν στις ΜΕΘ εξαιτίας καρδιακών συμβάντων, εγκεφαλικών και πνευμονίας. Ωστόσο, υπήρξε μία σημαντική αύξηση (41%) στον αριθμό των μη χειρουργικών εισαγωγών στις ΜΕΘ για πνευμονολογικές καταστάσεις, κυρίως λόγω ασθενών που νόσησαν από COVID-19.
Τα περιστατικά με σοβαρά προβλήματα στον πνεύμονα που απαιτούσαν μηχανική υποστήριξη για την αναπνοή (ventilation), συμπεριλαμβανομένων εκείνων που νόσησαν από COVID-19, αυξήθηκαν κατά 129% τον Απρίλιο του 2020. Ωστόσο, συνολικά, 17% λιγότεροι ασθενείς απαίτησαν μηχανική υποστήριξη αναπνοής κατά τη διάρκεια του πρώτου κύματος της πανδημίας, σε σύγκριση με τον Ιούνιο του 2019.
Σε σύγκριση με το 2019, η πληρότητα των νοσοκομείων μειώθηκε ελαφρά και στη συνέχεια μειώθηκε σταθερά όλο τον Μάρτιο και τον Απρίλιο. Τον Απρίλιο του 2020 η πληρότητα των νοσοκομείων ήταν περίπου κατά 40% κάτω από την αντίστοιχη του 2019. Τα επίπεδα πληρότητας αυξήθηκαν ελαφριά τον Μάιο και τον Ιούνιο, κατά 30% λιγότερο σε σύγκριση με το 2019. Η πληρότητα των ΜΕΘ ακολούθησε μία ανάλογη πορεία. Τον Φεβρουάριο, ήταν ελαφρώς χαμηλότερη σε σύγκριση με το 2019, και στη συνέχεια έπεσε καθ’ όλη την διάρκεια του Μαρτίου και του Απριλίου. Τον Απρίλιο, η πληρότητα των ΜΕΘ ήταν περίπου 35% κάτω, σε όγκο, από την αντίστοιχη περίοδο του 2019. Τα επίπεδα πληρότητας τον Μάιο, αυξήθηκαν περίπου 20% κάτω από τα αντίστοιχα επίπεδα του 2019, και στη συνέχεια μειώθηκαν ξανά περίπου κατά 25% κάτω από τα επίπεδα του 2019 τον Ιούνιο. Περιορισμοί στην παροχή υπηρεσιών ανακοινώθηκαν στα μέσα Μαρτίου του 2020, και οι υπηρεσίες επανήλθαν από τα τέλη Απριλίου έως τα τέλη Μαΐου, ανάλογα με την περιοχή.
Λιγότεροι άνθρωποι εισήχθησαν σε ΜΕΘ και έλαβαν μηχανική υποστήριξη αναπνοής

Σημαντικότεροι λόγοι εισαγωγής στα νοσοκομεία την περίοδο Μαρτίου-Ιουνίου 2020.

Παροχή άλλων υπηρεσιών νοσοκομειακής περίθαλψης
Σε σύγκριση με το 2019, οι σημαντικότεροι λόγοι για την εισαγωγή στο νοσοκομείο άλλαξαν κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας. Κατά τη διάρκεια μίας κανονικής περιόδου, ο τοκετός είναι ο συνηθέστερος λόγος εισαγωγής στο νοσοκομείο. Η πανδημία COVID-19 είχε μικρή επίδραση σε αυτή την υπηρεσία, με μείωση κατά 4% στις γεννήσεις στο νοσοκομείο μόνο. Η εισαγωγή σε νοσοκομείο εξαιτίας τραυμάτων που προκλήθηκαν από ατυχήματα και απαιτούσαν νοσοκομειακή περίθαλψη, μειώθηκε κατά 10% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος. Φαίνεται πως οι συμβουλές για διαμονή στο σπίτι, επηρέασαν πιθανότατα την εισαγωγή στα νοσοκομεία εξαιτίας τραύματος από τροχαία ατυχήματα, πτώσεις ή άλλους τραυματισμούς. Απρόσμενα, οι μη προγραμματισμένες εισαγωγές για καταστάσεις υγείας, όπως οι γαστρεντερικές παθήσεις και τα καρδιακά προβλήματα, μειώθηκαν κατά περίπου 22%. Οι λόγοι για αυτήν την αλλαγή δεν είναι σαφείς από τα υπάρχοντα δεδομένα. Ίσως μερικοί άνθρωποι να αποφάσισαν ότι η κατάστασή τους δεν ήταν αρκετά επείγουσα για να αναζητήσουν τη φροντίδα που συνήθως θα είχαν, σε ένα νοσοκομείο. Τέλος άλλες γαστρεντερολογικές επεμβάσεις μειώθηκαν 23% και οι εισαγωγές για πνευμονία μειώθηκαν κατά 34%.
Γενικότερα, κατά τη διάρκεια της υπό έρευνας χρονικής περιόδου, εκτός από την ακύρωση προγραμματισμένων χειρουργικών επεμβάσεων, δεν μεταφέρθηκαν ασθενείς σε νοσοκομεία από άλλες δομές περίθαλψης. Συνολικά, παρατηρήθηκε μείωση κατά 22% στις εισαγωγές σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος. Η μεγαλύτερη μείωση παρατηρήθηκε μεταξύ των ατόμων που μεταφέρθηκαν από τις δομές μακροχρόνιας περίθαλψης (32%), ακολουθούμενη από εκείνους που μεταφέρθηκαν από τις ομάδες υποστηρικτικής διαβίωσης (21%) (supportive living settings), καθώς και εκείνων που λαμβάνουν φροντίδα υγείας στο σπίτι σπίτι (12%).
Όπως πολύ σωστά παρατηρεί η συγκεκριμένη ανασκόπηση του Καναδικού Ινστιτούτου, υπάρχουν μία σειρά ερωτήματα που μένουν αναπάντητα από αυτή την μελέτη και ανάμεσα σε αυτά τα κυριότερα είναι:
- Ποιες είναι οι επιπτώσεις στην υγεία για εκείνους των οποίων η χειρουργική επέμβαση ή άλλη απαραίτητη μορφή φροντίδας υγείας αναβλήθηκε;
- Έγιναν δεκτοί στο νοσοκομείο ασθενείς σε χειρότερη κατάσταση υγείας από ό, τι σε ένα κανονικό έτος ως αποτέλεσμα της καθυστερημένης παροχής φροντίδας υγείας;
- Υπήρξαν συνέπειες για την υγεία των ατόμων, εξαιτίας των μειωμένων διακομιδών τους σε νοσοκομεία, από τις δομές μακροχρόνιας περίθαλψης ή άλλες δομές παροχών υπηρεσιών υγείας;
Θεωρούμε ότι τα παραπάνω ερωτήματα είναι εύλογα και επομένως μια βιαστική απάντηση για το ποιες υπηρεσίες υγείας θα πρέπει να περιοριστούν και ποιες όχι, δεν είναι μια εύκολη απάντηση που μπορεί στηριχτεί στις μειωμένες παροχές υπηρεσιών υγείας κατά την περίοδο της πανδημίας.
Θέλουμε επίσης να υπογραμμίσουμε ότι η «καταχρηστική» χρησιμοποίηση υπηρεσιών υγείας μπορεί να αποτελεί μία πραγματικότητα που έχει ως αίτιο τόσο την «εμπορευματοποίηση» που κυριαρχεί και στον χώρο της υγείας, όσο και την πληθώρα προσφερόμενων προϊόντων και υπηρεσιών που συνδέονται και με τις επιστημονικές εξελίξεις και την ανάπτυξη αυτής της «αγοράς», αλλά η αντιμετώπισή της απαιτεί μάλλον περισσότερη ιατρική εκπαίδευση, λήψη αποφάσεων βάσει αποδεικτικών στοιχείων, αυστηρές κατευθυντήριες οδηγίες, και ορθολογική χρήση των πόρων υγείας, και σίγουρα όχι περικοπές και μάλιστα οριζόντιες.
-
Οι συγγραφείς που υπογράφουν το συγκεκριμένο άρθρο είναι: Ray Moynihan, Minna Johansson, Alies Maybee, Eddy Lang, France Légaré
-
Οι συγγραφείς που υπογράφουν αυτή τη μελέτη είναι: Ray Moynihan, Sharon Sanders, Zoe A Michaleff, Anna Mae Scott, Justin Clark, Emma J To, Mark Jones, Eliza Kitchener, Melissa Fox, Minna Johansson, Eddy Lang, Anne Duggan, Ian Scott, Loai Albarqouni