Όπως αναφέρουν οι οδηγίες της Επιτροπής Διαγνωστικών και Θεραπευτικών Πρωτοκόλλων που δημοσιεύτηκαν τον Αύγουστο του 2018, «η θεραπευτική προσέγγιση της ψωρίασης εξαρτάται από την κλινική μορφή της, τη βαρύτητά της (PASI), την έκταση του σώματος που προσβάλλει (BSA), την επίδραση στην ποιότητα ζωής του ασθενούς (DLQI), τις συν-νοσηρότητες που παρουσιάζει ο ασθενής και τα συν-χορηγούμενα φάρμακα».

Σύμφωνα πάντα με τις οδηγίες των Διαγνωστικών/Θεραπευτικών Πρωτοκόλλων του 2018, ο ορισμός της βαρύτητας της νόσου χαρακτηρίζεται με βάση τον πίνακα που ακολουθεί.

Η κατά πλάκας ψωρίαση [Plaque psoriasis (PsO)] είναι η πιο κοινή μορφή ψωρίασης, που επηρεάζει περίπου το 90% των ασθενών. Η PsO είναι μια πολυσυστημική ασθένεια, επειδή σχετίζεται με σοβαρές συννοσηρότητες, όπως η ψωριασική αρθρίτιδα, η καρδιαγγειακή νόσος, το μεταβολικό σύνδρομο, η παχυσαρκία, η φλεγμονώδης νόσος του εντέρου και η κατάθλιψη. Η σοβαρότητα της νόσου, οι σχετικές συννοσηρότητες, οι προτιμήσεις του ασθενούς, η αποτελεσματικότητα και η αξιολόγηση της ατομικής ανταπόκρισης του ασθενούς, καθορίζουν και τον τύπο της θεραπείας. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση της σοβαρότητας και της έκτασης της ψωρίασης και του σχετικού της αντίκτυπου στην ποιότητα ζωής περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τον Δείκτη Περιοχής και Σοβαρότητας της Ψωρίασης (PASI), την επιφάνεια του σώματος (BSA) και τον Δερματολογικό Δείκτη Ποιότητας Ζωής (DLQI). Οι θεραπείες πρώτης γραμμής περιλαμβάνουν τη φωτοθεραπεία, τα τοπικά στεροειδή, τη χρήση βιταμίνης D τοπικά, και από του στόματος συστημικά αντιφλεγμονώδη φάρμακα όπως η μεθοτρεξάτη, η ασιτρετίνη και η κυκλοσπορίνη.

Η μέτρια έως σοβαρή μορφή της νόσου σε ενήλικες που δεν ανταποκρίνονται στη θεραπεία πρώτης γραμμής, αντιμετωπίζεται με βιολογικά φάρμακα. Τα βιολογικά προϊόντα παλαιότερης γενιάς που χορηγούνται για την PsO, περιλαμβάνουν φάρμακα κατά του παράγοντα νέκρωσης όγκων (TNF), όπως είναι το etanercept, το adalimumab, το infliximab και το certolizumab pegol, και έναν αναστολέα κατά της ιντερλευκίνης [anti-interleukin (IL)-12/IL-23], όπως είναι το ustekinumab. Προσφάτως, μια νέα γενιά βιολογικών προϊόντων έχουν εγκριθεί για χρήση στην αντιμετώπιση της PsO. Σε αυτά περιλαμβάνονται αναστολείς κατά της ιντερλευκίνης 17 (αντι-IL-17: secukinumab, ixekizumab, brodalumab) και αναστολείς κατά της ιντερλευκίνης 23 [αντι-IL-23: (guselkumab, tildrakizumab και risankizumab)]. Ορισμένες κατηγορίες ασθενών απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή στην επιλογή της κατάλληλης βιολογικής θεραπείας για την PsO. Για παράδειγμα, μόνο 4 βιολογικοί παράγοντες έχουν εγκριθεί για χορήγηση σε παιδιά: etanercept, ustekinumab, ixekizumab και secukinumab. Μελέτες, επίσης, έχουν δείξει ότι υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στα φύλα όσον αφορά τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων της PsO, τα πρότυπα συνταγογράφησης και τα αποτελέσματα της θεραπείας. Μια συστηματική ανασκόπηση από τους Sandhu et al. (2020) όσον αφορά τη χορήγηση βιολογικών παραγόντων σε έναν ηλικιωμένο πληθυσμό με PsO, συνέστησε στενότερη παρακολούθηση και συνετό έλεγχο, επειδή οι σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες και η διακοπή της αγωγής λόγω ανεπιθύμητων ενεργειών ήταν συχνότερες. Τέλος, θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι η PsO είναι μια χρόνια νόσος που διαρκεί καθ’ όλην τη διάρκεια της ζωής του ασθενούς (διά βίου πάθηση) και οι υποτροπές είναι συχνές μετά τη διακοπή της θεραπείας. Ως εκ τούτου, μπορεί να χρειαστούν πολλαπλές θεραπευτικές επιλογές καθ ’ όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής της συγκεκριμένης νόσου.

Θεραπευτικές επιλογές
Θεραπεία της ήπιας ψωρίασης

θεραπεία πρώτης επιλογής
Η ήπια μορφή της νόσου αποτελεί ένδειξη για τοπική θεραπεία και φωτοθεραπεία, ενώ η μέτρια-σοβαρή, ένδειξη για συστηματική θεραπεία. Η τοπική θεραπεία και η φωτοθεραπεία μπορεί να συνδυαστούν και με τη συστηματική θεραπεία.

Τοπική θεραπεία
Σύμφωνα με τις οδηγίες των θεραπευτικών πρωτοκόλλων του 2018, η τοπική θεραπεία για την αντιμετώπιση της ήπιας ψωρίασης περιλαμβάνει:

  • Κορτικοστεροειδή
  • Ανάλογα της βιταμίνης D3 (Calcipotriol, calcitriol)
  • Έτοιμο, σταθερό σκεύασμα γέλης/αφρού καλσιποτριόλης (ανάλογο της βιταμίνης D) και διπροπιονικής βηταμεθαζόνης (calcipotriol monohydrate+betamethasone dipropionate)
  • Ρετινοειδή (tazarotene)
  • Πίσσα (Tar)
  • Διθρανόλη (dithranol)
  • Αναστολείς καλσινευρίνης: pimecrolimus, tacrolimus (οι παράγοντες αυτοί, αν και δεν έχουν επίσημη ένδειξη, έχουν δείξει καλή αποτελεσματικότητα σε σημαντικό αριθμό κλινικών μελετών και στην κλινική πρακτική χορηγούνται κυρίως για τις βλάβες που εντοπίζονται στο πρόσωπο, στις παρατριμματικές περιοχές, καθώς και για την ψωρίαση στην παιδική ηλικία).
  • Κερατολυτικά (σαλικυλικό οξύ: salicilique acid – ουρία: urea)
  • Τα παραπάνω τοπικά σκευάσματα μπορούν να δοθούν σε κυκλικό σχήμα θεραπείας, ως μονοθεραπεία ή συνδυαστικά.

Θεραπεία δεύτερης επιλογής
Ως δεύτερης επιλογής θεραπεία, οι οδηγίες των θεραπευτικών πρωτοκόλλων του 2018 περιλαμβάνουν:

  • Φωτοθεραπεία (Τοπική PUVA, UVB-nb)
  • Excimer Laser.

Θεραπεία μέτριας – σοβαρής ψωρίασης
Στην αντιμετώπιση της ψωρίασης μέτριας – σοβαρής μορφής οι οδηγίες των θεραπευτικών πρωτοκόλλων του 2018 προτείνουν:

  • θεραπεια πρωτησ επιλογήΣ
  • Φωτοθεραπεία: (PUVA, UVB-nb ευρέος φάσματος, PUVA, Excimer Laser)
  • Κυκλοσπορίνη: (2,5 – 5mgr/Kgr ΒΣ/ημέρα, από του στόματος). Σε περίπτωση συνεχούς χορήγησης του φαρμάκου, συνιστάται να μην ξεπεραστούν τα δύο έτη.
  • Μεθοτρεξάτη: (5-30mgr/εβδομάδα, από του στόματος ή ενδομυϊκά, ή υποδορίως – συνιστάται συγχορήγηση φυλλικού οξέος 1-5mgr)
  • Ασιτρετίνη: [ως μονοθεραπεία ή σε συνδυασμό με PUVA (Re- PUVA) ή σε συνδυασμό με UVB (Re-UVB)], (0,3-1mgr/Kgr ΒΣ/ημέρα από του στόματος)
  • Εστέρες φουμαρικού οξέος (δεν διατίθενται στην Ελλάδα).

Βιολογικοί παράγοντες

Σημαντικές επισημάνσεις
Το κείμενο που ακολουθεί βασίζεται στο μεγαλύτερο μέρος του στην έκθεση του CADTH με τίτλο «Biologics in Plaque Psoriasis», που δημοσιεύτηκε τον Νοέμβριο του 2021.

Στον Καναδά έχουν εγκριθεί 11 βιολογικοί παράγοντες για τη θεραπεία των ενήλικων ασθενών που πάσχουν από μέτριας έως σοβαρής μορφής ψωρίαση κατά πλάκας [plaque psoriasis (PsO)].

Αυτοί οι βιολογικοί παράγοντες χωρίζονται σε δύο κατηγορίες, με βάση τον μηχανισμό δράσης και την ημερομηνία έγκρισης από τον αντίστοιχο ρυθμιστικό οργανισμό του Καναδά (Health Canada):

  • Οι παλιάς γενιάς βιολογικοί παράγοντες περιλαμβάνουν: τους αντινεοπλασματικούς παράγοντες νέκρωσης ή παράγοντες νέκρωσης όγκων [anti–tumour necrosis factor (TNF)], όπως είναι το etanercept, το adalimumab, το infliximab και το certolizumab pegol, και τον αναστολέα της ιντερλευκίνης [(IL)-12/IL-23 inhibitor] ustekinumab, που έχουν εγκριθεί στον Καναδά πριν από το 2010.
  • Οι νέας γενιάς βιολογικοί παράγοντες περιλαμβάνουν: τους αναστολείς της ιντερλευκίνης 17 «anti-IL-17 inhibitors» secukinumab, ixekizumab, και brodalumab, καθώς και τους αναστολείς της ιντερλευκίνης 23 «anti-IL-23 inhibitors» guselkumab, tildrakizumab, και risankizumab, που εγκρίθηκαν στον Καναδά από το 2015 και μετά.

Ο Καναδικός Οργανισμός Αξιολόγησης Τεχνολογιών Υγείας (CADTH) έκανε ανασκόπηση των τριών από τους πέντε βιολογικούς παράγοντες παλιάς γενιάς, καθώς και των έξι βιολογικών παραγόντων νέας γενιάς. Για όλα τα προϊόντα έγιναν ανασκοπήσεις από τον οργανισμό και συστάσεις της Καναδικής Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων Φαρμάκων (CDEC). Οι κλινικές μελέτες των περισσότερων βιολογικών παραγόντων νέας γενιάς περιλάμβαναν σαφείς ενδείξεις (direct evidence) που αποδεικνύουν υπεροχή ή στατιστικά σημαντικά υψηλότερα ποσοστά αποτελεσματικότητας σε σύγκριση με το δραστικό φάρμακο σύγκρισης των αντίστοιχων βιολογικών παραγόντων παλαιάς γενιάς. Σύμφωνα με τον CADTH, οι κλινικές μελέτες για τα βιολογικά προϊόντα νέας γενιάς ενσωμάτωσαν επίσης πιο αυστηρά μέτρα όσον αφορά τα αποτελέσματα της πρωτογενούς έκβασης της μελέτης.

Τα βιολογικά προϊόντα παλιάς γενιάς προϋπήρχαν της διαδικασίας διαπραγμάτευσης της Πανκαναδικής Φαρμακευτικής Συμμαχίας (pCPA), εκτός από το certolizumab, γεγονός που θα μπορούσε να συνεπάγεται ανόμοιες συμφωνίες αποζημίωσης για αυτά τα φάρμακα.

Στην έκθεσή του ο CADTH σημειώνει ότι τα πρότυπα χρήσης βιολογικών παραγόντων παλιάς έναντι νέας γενιάς, όσον αφορά την αποζημίωσή τους στην περιοχή του Οντάριο, έδειξαν ότι ένα σημαντικό ποσοστό νέων ασθενών υποβλήθηκε σε θεραπεία με βιολογικούς παράγοντες παλαιάς γενιάς (54% το 2019 και 37% το 2020) παρά τη διαθεσιμότητα πολλαπλών βιολογικών παραγόντων νέας γενιάς.

Τέλος, αξίζει να υπογραμμίσουμε ότι σύμφωνα με την έκθεση του CADTH, οι βιολογικοί παράγοντες νέας γενιάς υποβλήθηκαν σε διαπραγματεύσεις μέσω της pCPA και κατέθεσαν σαφείς ενδείξεις για την υπεροχή τους έναντι των συγκριτικών βιολογικών παραγόντων παλαιάς γενιάς, κάτι που μπορεί τελικά να αποδειχθεί ότι έχει σημαντική αξία για τους ασθενείς και τους πληρωτές.

Η χορήγηση βιολογικών παραγόντων στην ψωρίαση
Η θεραπευτική αντιμετώπιση της ψωρίασης, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, περιλαμβάνει διάφορες μορφές θεραπείας. Τα βιολογικά φάρμακα περιλαμβάνουν μονοκλωνικά αντισώματα και πρωτεΐνες σύντηξης, οι οποίες προέρχονται από ζωντανά συστήματα. Καθώς αυτές οι θεραπείες έχουν λιγότερες ανεπιθύμητες ενέργειες σε σύγκριση με τις συμβατικές θεραπείες, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για μακροχρόνια θεραπεία.

Η πρώτη κατηγορία βιολογικών παραγόντων που εγκρίθηκαν για την ψωρίαση κατά πλάκας ήταν οι αντι-TNF παράγοντες (παράγοντες νέκρωσης όγκων), όπως τα adalimumab, etanercept, και infliximab, καθώς και ανταγωνιστές της ιντερλευκίνης (IL) -12 και IL-23, όπως το ustekinumab.

Σύμφωνα με την περίληψη της Ευρωπαϊκής Δημόσιας Έκθεσης Αξιολόγησης (EPAR) του 2017, το adalimumab ενδείκνυται για τη θεραπεία της μέτριας έως σοβαρής χρόνιας ψωρίασης κατά πλάκας σε ενήλικες ασθενείς οι οποίοι είναι υποψήφιοι για συστηματική θεραπεία. Το φάρμακο χορηγείται υποδορίως, και μετά από 16 εβδομάδες θεραπείας, οι ασθενείς με ανεπαρκή ανταπόκριση μπορούν να προσαρμόσουν το δοσολογικό σχήμα σύμφωνα με τις οδηγίες του θεράποντος γιατρού που παρακολουθεί τον ασθενή. Σύμφωνα με την EPAR, «η έναρξη και επίβλεψη της θεραπείας πρέπει να πραγματοποιούνται από εξειδικευμένους γιατρούς, με πείρα στη διάγνωση και στη θεραπεία των παθήσεων για τις οποίες έχει εγκριθεί το εν λόγω φάρμακο».

Αντίστοιχα, σύμφωνα με την περίληψη EPAR του 2014, το etanercept μπορεί να χορηγηθεί στην ψωρίαση κατά πλάκας «σε ενήλικες με μέτρια έως σοβαρή μορφή της ασθένειας και σε ασθενείς από την ηλικία των έξι ετών με μακροχρόνια σοβαρή μορφή της ασθένειας. Το etanercept χορηγείται σε ασθενείς που δεν ανταποκρίθηκαν στην αγωγή ή δεν μπορούν να λάβουν άλλες αγωγές για τη συγκεκριμένη νόσο».

Η έναρξη και η επίβλεψη της θεραπείας με etanercept πρέπει να πραγματοποιούνται από ειδικό γιατρό με πείρα στη διάγνωση και στη θεραπεία της νόσου για την οποία χορηγείται το φάρμακο. Το etanercept χορηγείται με υποδόρια ένεση. Για τη θεραπεία της ψωρίασης κατά πλάκας μπορεί επίσης να χορηγηθεί θεραπεία 50 mg δύο φορές την εβδομάδα κατά τις 12 πρώτες εβδομάδες θεραπείας. Στους ασθενείς ηλικίας κάτω των 18 ετών, η δόση εξαρτάται από το σωματικό βάρος. Η ένεση μπορεί να πραγματοποιηθεί από τον ασθενή ή από νοσηλευτή, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν λάβει κατάλληλη εκπαίδευση.

Σύμφωνα με την περίληψη της Ευρωπαϊκής Δημόσιας Έκθεσης Αξιολόγησης (EPAR) του 2016, η έναρξη και η επίβλεψη της θεραπείας με infliximab πρέπει να γίνονται από ειδικευμένο γιατρό με πείρα στη διάγνωση και στη θεραπεία των νόσων για τις οποίες χορηγείται το φάρμακο. Το infliximab χορηγείται με ενδοφλέβια έγχυση διάρκειας μίας ή δύο ωρών. Η δόση του φαρμάκου για όλες τις νόσους για τις οποίες χορηγείται το φάρμακο, εκτός της ρευματοειδούς αρθρίτιδας, είναι 5 mg ανά κιλό σωματικού βάρους. Όλοι οι ασθενείς παρακολουθούνται για οποιαδήποτε αντίδραση κατά τη διάρκεια της έγχυσης και επί μία έως δύο ώρες τουλάχιστον μετά από αυτήν.

Το infliximab είναι ένα μονοκλωνικό αντίσωμα που έχει σχεδιαστεί ώστε να δεσμεύει μια πρωτεΐνη που ονομάζεται παράγοντας νέκρωσης των όγκων άλφα (TNF-α) και να αναστέλλει τη δράση της. Ο παράγοντας TNF-α συμμετέχει στην πρόκληση φλεγμονής και απαντά σε υψηλά επίπεδα σε ασθενείς που πάσχουν από νόσους για τη θεραπεία των οποίων χορηγείται το φάρμακο. Αναστέλλοντας τη δράση του παράγοντα TNF-α, το infliximab μειώνει τη φλεγμονή και τα λοιπά συμπτώματα αυτών των νόσων.

Σύμφωνα με την περίληψη της Ευρωπαϊκής Δημόσιας Έκθεσης Αξιολόγησης (EPAR) του 2020, το ustekinumab είναι φάρμακο που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της μέτριας έως σοβαρής ψωρίασης κατά πλάκας. Το φάρμακο χορηγείται σε ενήλικες και παιδιά ηλικίας 6 ετών και άνω, που δεν ανταποκρίθηκαν ή δεν μπορούν να λάβουν άλλες συστημικές θεραπείες για την ψωρίαση, όπως με κυκλοσπορίνη, μεθοτρεξάτη ή PUVA (συνδυασμός ψωραλενίου και υπεριώδους ακτινοβολίας Α). Η PUVA είναι ένας τύπος θεραπείας κατά την οποία ο ασθενής, πριν από την έκθεσή του σε υπεριώδη ακτινοβολία, λαμβάνει ένα φάρμακο που ονομάζεται ψωραλένιο. Στην ψωρίαση κατά πλάκας και στην ψωριασική αρθρίτιδα, το ustekinumab χορηγείται με υποδόρια ένεση. Σε ενήλικες η συνήθης δόση είναι 45 mg, ενώ στα παιδιά η δόση εξαρτάται από το σωματικό τους βάρος. Τέλος, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι και αυτό το φάρμακο πρέπει να λαμβάνεται υπό την επίβλεψη γιατρού με πείρα στη διάγνωση και στη θεραπεία των παθήσεων για τις οποίες αυτό χορηγείται.

Νεότεροι βιολογικοί παράγοντες
Έκτοτε όμως έχουν αναπτυχθεί αρκετά άλλα βιολογικά φάρμακα, γνωστά ως «νεότεροι βιολογικοί παράγοντες». Σε αυτά περιλαμβάνονται φάρμακα κατά της IL-17 (όπως secukinumab, ixekizumab, brodalumab) και φάρμακα αντι-IL-23, όπως το risankizumab, το tildrakizumab και το guselkumab.

Ο Καναδικός Οργανισμός Αξιολόγησης Τεχνολογιών Υγείας (CADTH) έχει ήδη επανεξετάσει και προτείνει τα νεότερα βιολογικά φάρμακα, όπως το secukinumab, από το 2014, το ixekizumab το 2016, το brodalumab το 2018 και το risankizumab το 2019, για τη θεραπεία της μέτριας έως σοβαρής ψωρίασης κατά πλάκας.

Σύμφωνα με την περίληψη της Ευρωπαϊκής Δημόσιας Έκθεσης Αξιολόγησης (EPAR) του 2020, το secukinumab είναι φάρμακο που δρα στο ανοσοποιητικό σύστημα και χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της μέτριας έως σοβαρής ψωρίασης κατά πλάκας σε ενήλικες και ασθενείς άνω των έξι ετών που χρήζουν θεραπείας με φάρμακο χορηγούμενο από το στόμα ή με ένεση. Η θεραπεία πρέπει να χορηγείται υπό την επίβλεψη γιατρού με πείρα στη διάγνωση και στη θεραπεία των παθήσεων για τις οποίες χρησιμοποιείται το συγκεκριμένο φάρμακο.

Η δόση του φαρμάκου εξαρτάται από τη νόσο για την οποία λαμβάνεται το φάρμακο. Συνήθως παρατηρείται βελτίωση της πάθησης εντός 16 εβδομάδων θεραπείας. Ο γιατρός μπορεί να αποφασίσει τη διακοπή της θεραπείας, εάν δεν υπάρχει βελτίωση μετά από 16 εβδομάδες. Η δόση για παιδιά εξαρτάται από το σωματικό τους βάρος. Μετά από κατάλληλη εκπαίδευση, οι ασθενείς (ή τα άτομα που τους φροντίζουν) μπορούν να πραγματοποιούν μόνοι τους την ένεση.

Το secukinumab είναι μονοκλωνικό αντίσωμα που έχει σχεδιαστεί ώστε να προσκολλάται σε ένα μόριο-αγγελιαφόρο που βρίσκεται στο ανοσοποιητικό σύστημα, την ιντερλευκίνη 17Α. Η ιντερλευκίνη 17Α συμμετέχει στην πρόκληση φλεγμονής αλλά και σε άλλες διαδικασίες του ανοσοποιητικού συστήματος που προκαλούν ψωρίαση, ψωριασική αρθρίτιδα και αξονική σπονδυλαρθρίτιδα.

Το brodalumab, σύμφωνα με την περίληψη της Ευρωπαϊκής Δημόσιας Έκθεσης Αξιολόγησης (EPAR) του 2017, είναι φάρμακο που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της ψωρίασης κατά πλάκας. Χρησιμοποιείται σε ενήλικες των οποίων η νόσος είναι μέτρια έως σοβαρή και οι οποίοι απαιτείται να λάβουν συστηματική θεραπεία. Το φάρμακο πρέπει να χρησιμοποιείται υπό την επίβλεψη γιατρού με πείρα στη διάγνωση και στη θεραπεία της ψωρίασης.

Το brodalumab διατίθεται υπό μορφή ενέσιμου διαλύματος σε προγεμισμένες σύριγγες. Χορηγείται με υποδόρια ένεση. Η συνιστώμενη δόση είναι 210 mg μία φορά την εβδομάδα τις πρώτες τρεις εβδομάδες και, εφεξής, κάθε δύο εβδομάδες. Ο γιατρός μπορεί να αποφασίσει τη διακοπή της θεραπείας, εάν η κατάσταση του ασθενούς δεν βελτιωθεί μετά από 12 έως 16 εβδομάδες. Μετά από εκπαίδευση, οι ασθενείς μπορούν να κάνουν μόνοι τους την ένεση με το φάρμακο, εφόσον ο γιατρός το κρίνει σκόπιμο.

Το ixekizumab, σύμφωνα με την περίληψη της Ευρωπαϊκής Δημόσιας Έκθεσης Αξιολόγησης (EPAR) του 2016, είναι φάρμακο που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της μέτριας έως σοβαρής ψωρίασης κατά πλάκας σε ενήλικες ασθενείς οι οποίοι χρειάζονται συστηματική θεραπεία. Το φάρμακο πρέπει να χρησιμοποιείται υπό την επίβλεψη γιατρού με πείρα στη διάγνωση και στη θεραπεία της ψωρίασης.

Το ixekizumab διατίθεται υπό μορφή ένεσης σε προγεμισμένες σύριγγες και πένες. Χορηγείται με υποδόρια ένεση. Η πρώτη δόση των 160 mg (δύο ενέσεις) ακολουθείται από μία ένεση των 80 mg κάθε δύο εβδομάδες για τις πρώτες 12 εβδομάδες και κάθε 4 εβδομάδες στη συνέχεια. Ο γιατρός μπορεί να αποφασίσει τη διακοπή της θεραπείας, εάν η κατάσταση δεν βελτιωθεί μετά από 16 έως 20 εβδομάδες. Μετά από εκπαίδευση, οι ασθενείς μπορούν να κάνουν μόνοι τους την ένεση με Taltz, εφόσον ο γιατρός τους το κρίνει σκόπιμο.

Το risankizumab, σύμφωνα με την περίληψη της Ευρωπαϊκής Δημόσιας Έκθεσης Αξιολόγησης (EPAR) του 2021, είναι ένα φάρμακο που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της ψωρίασης κατά πλάκας σε ενήλικες ασθενείς με μέτρια έως σοβαρή νόσο οι οποίοι χρήζουν συστηματικής θεραπείας. Το risankizumab είναι ένα μονοκλωνικό αντίσωμα που έχει σχεδιαστεί ώστε να προσκολλάται στην ιντερλευκίνη 23 (IL-23) και να αναστέλλει τη δράση της. Η ιντερλευκίνη 23 συμμετέχει στην πρόκληση φλεγμονής που σχετίζεται με αρθρίτιδα και τον σχηματισμό ψωρίασης κατά πλάκας. Αναστέλλοντας τη δράση της IL-23, το risankizumab μειώνει τη φλεγμονή και άλλα συμπτώματα που συνδέονται με την ψωρίαση κατά πλάκας και την ψωριασική αρθρίτιδα.
Το φάρμακο πρέπει να χρησιμοποιείται υπό την επίβλεψη γιατρού με πείρα στη διάγνωση και στη θεραπεία της ψωρίασης κατά πλάκας ή της ψωριασικής αρθρίτιδας.

Το risankizumab διατίθεται σε προγεμισμένες σύριγγες και προγεμισμένες συσκευές τύπου πένας. Χορηγείται με υποδόρια ένεση σε περιοχή όπου δεν υπάρχει ψωρίαση, συνήθως στους μηρούς ή στην κοιλιά. Η συνιστώμενη δόση είναι 150 mg. Οι δύο πρώτες δόσεις των 150 mg χορηγούνται με διαφορά 4 εβδομάδων, ενώ οι επόμενες δόσεις χορηγούνται κάθε 12 εβδομάδες.

Ο γιατρός μπορεί να αποφασίσει τη διακοπή της θεραπείας, εάν η κατάσταση του ασθενούς δεν βελτιωθεί μετά από 16 εβδομάδες. Μετά από εκπαίδευση, οι ασθενείς μπορούν να κάνουν μόνοι τους την ένεση με το φάρμακο, εφόσον ο γιατρός το κρίνει σκόπιμο.

Το guselkumab, σύμφωνα με την περίληψη της Ευρωπαϊκής Δημόσιας Έκθεσης Αξιολόγησης (EPAR) του 2018, είναι ένας ακόμη από τους «νεότερους βιολογικούς παράγοντες», που δρα στο ανοσοποιητικό σύστημα και χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της ψωρίασης κατά πλάκας σε ενήλικες ασθενείς με νόσο μέτριας έως σοβαρής μορφής στους οποίους οι θεραπείες απευθείας εφαρμογής στο δέρμα δεν κρίνονται κατάλληλες.

Το guselkumab είναι ένα μονοκλωνικό αντίσωμα που έχει σχεδιαστεί ώστε να προσκολλάται στην ιντερλευκίνη 23 και να αναστέλλει τη δράση της. Η ιντερλευκίνη 23 είναι μια αγγελιαφόρος ουσία, που ελέγχει την ανάπτυξη και την ωρίμαση ορισμένων τύπων Τ κυττάρων. Αυτά τα Τ κύτταρα, τα οποία αποτελούν μέρος του ανοσοποιητικού συστήματος του οργανισμού, συμμετέχουν στην πρόκληση της φλεγμονής που συνδέεται με τον σχηματισμό της ψωρίασης κατά πλάκας. Αναστέλλοντας τη δράση της ιντερλευκίνης 23, το φάρμακο μειώνει τη φλεγμονή και τα συμπτώματα που σχετίζονται με τη νόσο.

Το guselkumab πρέπει να χρησιμοποιείται υπό την επίβλεψη γιατρού με πείρα στη διάγνωση και στη θεραπεία της ψωρίασης κατά πλάκας.

Το guselkumab διατίθεται υπό μορφή διαλύματος προς έγχυση σε προγεμισμένες συσκευές τύπου πένας ή σύριγγες. Χορηγείται με υποδόρια ένεση σε περιοχή όπου δεν εμφανίζεται ψωρίαση. Η συνιστώμενη δόση είναι 100 mg ως εφάπαξ δόση, ακολουθούμενη από την επόμενη δόση μετά από 4 εβδομάδες και, στη συνέχεια, 100 mg κάθε 8 εβδομάδες. Ο γιατρός μπορεί να αποφασίσει τη διακοπή της θεραπείας, εάν η κατάσταση του ασθενούς δεν βελτιωθεί μετά από 16 εβδομάδες. Μετά από εκπαίδευση, οι ασθενείς μπορούν να κάνουν μόνοι τους την ένεση με το φάρμακο, εφόσον ο γιατρός το κρίνει σκόπιμο.

Το tildrakizumab, σύμφωνα με την περίληψη της Ευρωπαϊκής Δημόσιας Έκθεσης Αξιολόγησης (EPAR) του 2018, είναι φάρμακο που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της ψωρίασης κατά πλάκας. Χρησιμοποιείται σε ενήλικες ασθενείς με νόσο μέτριας έως σοβαρής μορφής, στους οποίους οι θεραπείες απευθείας εφαρμογής στο δέρμα δεν κρίνονται κατάλληλες.

Το tildrakizumab είναι ένα μονοκλωνικό αντίσωμα που έχει σχεδιαστεί ώστε να προσκολλάται στην ιντερλευκίνη 23 και να αναστέλλει τη δράση της. Η ιντερλευκίνη 23 είναι μια ουσία που ελέγχει την ανάπτυξη και την ωρίμαση ορισμένων τύπων Τ κυττάρων. Αυτά τα Τ κύτταρα, τα οποία αποτελούν μέρος του ανοσοποιητικού συστήματος, συμμετέχουν στην πρόκληση της φλεγμονής που συνδέεται με την ανάπτυξη της ψωρίασης κατά πλάκας. Αναστέλλοντας τη δράση της ιντερλευκίνης 23, το tildrakizumab μειώνει τη φλεγμονή και τα συμπτώματα που σχετίζονται με τη νόσο.

Το φάρμακο πρέπει να χρησιμοποιείται υπό την επίβλεψη γιατρού με πείρα στη διάγνωση και στη θεραπεία της ψωρίασης κατά πλάκας.

Το tildrakizumab διατίθεται σε μορφή διαλύματος προς έγχυση σε προγεμισμένες σύριγγες για υποδόρια χορήγηση. Η συνιστώμενη δόση είναι μία ένεση των 100 mg, ακολουθούμενη από την επόμενη δόση μετά από 4 εβδομάδες και, στη συνέχεια, μία ένεση των 100 mg ανά 12 εβδομάδες. Η δόση μπορεί να αυξηθεί στα 200 mg σε ορισμένους ασθενείς, για παράδειγμα σε ασθενείς που έχουν προσβληθεί σοβαρά από τη νόσο ή έχουν σωματικό βάρος άνω των 90 kg. Ο γιατρός μπορεί να αποφασίσει τη διακοπή της θεραπείας, εάν η κατάσταση του ασθενούς δεν βελτιωθεί μετά από 28 εβδομάδες.

Μετά από εκπαίδευση, οι ασθενείς μπορούν να κάνουν μόνοι τους την ένεση με tildrakizumab, εφόσον ο γιατρός το κρίνει σκόπιμο.

Τέλος, στην κατηγορία αυτή, των νεότερων βιολογικών παραγόντων, θα πρέπει να προσθέσουμε το «γηραιότερο» μέλος αυτής της ομάδας, που είναι το apremilast.

Το apremilast, σύμφωνα με την περίληψη της Ευρωπαϊκής Δημόσιας Έκθεσης Αξιολόγησης (EPAR) του 2014, είναι φάρμακο που χορηγείται για τη θεραπεία ενηλίκων με μέτρια έως σοβαρή ψωρίαση κατά πλάκας. Χορηγείται σε ασθενείς που δεν μπορούν να λάβουν ή δεν αποκρίθηκαν σε άλλες συστημικές θεραπείες (θεραπείες για ολόκληρο το σώμα) για την ψωρίαση, περιλαμβανομένων της κυκλοσπορίνης, της μεθοτρεξάτης και της PUVA (συνδυασμός ψωραλενίου και υπεριώδους ακτινοβολίας Α). Η PUVA, όπως αναφέραμε και παραπάνω, είναι ένας τύπος θεραπείας κατά την οποία ο ασθενής πριν από την έκθεσή του σε υπεριώδη ακτινοβολία λαμβάνει ένα φάρμακο το οποίο περιέχει μια ένωση που ονομάζεται ψωραλένιο.

Το apremilast αναστέλλει τη δράση της φωσφοδιεστεράσης 4 (PDE4), ενός ενζύμου στο εσωτερικό των κυττάρων. Το συγκεκριμένο ένζυμο συμβάλλει στην ενεργοποίηση της παραγωγής μορίων-αγγελιαφόρων στο ανοσοποιητικό σύστημα, τα οποία ονομάζονται κυτοκίνες και συμμετέχουν στη διαδικασία δημιουργίας φλεγμονής, καθώς και σε άλλες διαδικασίες που προκαλούν την ψωρίαση και την ψωριασική αρθρίτιδα. Αναστέλλοντας τη φωσφοδιεστεράση 4, το apremilast μειώνει τα επίπεδα των εν λόγω κυτοκινών στον οργανισμό και, συνεπώς, μειώνει τη φλεγμονή και άλλα συμπτώματα της ψωρίασης και της ψωριασικής αρθρίτιδας.

Η έναρξη της θεραπείας με το συγκεκριμένο φάρμακο πρέπει να πραγματοποιείται από γιατρό με πείρα στη διάγνωση και στη θεραπεία της ψωρίασης ή της ψωριασικής αρθρίτιδας.

Το φάρμακο διατίθεται υπό μορφή δισκίων (10, 20 και 30 mg). Η θεραπεία ξεκινά με τη χορήγηση δόσης 10 mg την ημέρα 1, η οποία ακολούθως αυξάνεται σταδιακά σε διάστημα μίας εβδομάδας έως τη συνιστώμενη δόση των 30 mg δύο φορές την ημέρα. Οι ασθενείς με σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια πρέπει να λαμβάνουν χαμηλότερες δόσεις. Η απόκριση στη θεραπεία πρέπει να αξιολογείται τακτικά και η χρήση του apremilast πρέπει να επανεξετάζεται εάν δεν παρατηρείται βελτίωση μετά από έξι μήνες θεραπείας.


Βιβλιογραφικές αναφορές
Sandhu VK, Ighani A, Fleming P, Lynde CW. Biologic Treatment in Elderly Patients With Psoriasis: A Systematic Review. J Cutan Med Surg. 2020 Mar/Apr;24(2):174-186. doi: 10.1177/1203475419897578. Epub 2020 Jan 17. PMID: 31950853.
CADTH Health Technology Review: Biologics in Plaque Psoriasis, Canadian Journal of Health Technologies November 2021 Volume 1 Issue 11
https://www.cadth.ca/sites/default/files/ES/ES0357%20Biologics%20in%20Plaque%20Psoriasis_%20Final.pdf
https://www.moh.gov.gr/articles/health/domes-kai-draseis-­gia-thn-ygeia/kwdikopoihseis/therapeytika-prwtokolla-syntagografhshs/diagnwstika-kai-therapeytika-prwtokolla-syntagografhshs/5235-diagnwstika-kai-therapeytika-prwtokolla-pswriashs
Ferreira C, Azevedo A, Nogueira M, Torres T. Management of psoriasis in pregnancy – a review of the evidence to date. Drugs Context. 2020 Mar 9;9:2019-11-6. doi: 10.7573/dic.2019-11-6. PMID: 32201494; PMCID: PMC7067229.
Feldman SR. Treatment of psoriasis in adults. In: Post T, ed. UpToDate. Waltham (MA): UpToDate; 2021: https://www.uptodate.com/contents/treatment-of-psoriasis-in -adults. Accessed 2021 Jun 8.
Canadian Psoriasis Network. Plaque psoriasis. 2021; https:// www.canadianpsoriasisnetwork.com/psoriasis/forms-of-psoriasis/ . Accessed 2021 Jun 18.