Ο μη-μικροκυτταρικός καρκίνος του πνεύμονα (ΜΜΚΠ) είναι μια ετερογενής ομάδα από νεοπλάσματα διαφορετικού ιστολογικού υποτύπου. Ο ΜΜΚΠ αντιπροσωπεύει περίπου το 70-80% των ατόμων που πάσχουν από αυτή τη μορφή καρκίνου, ενώ υπάρχουν εκτιμήσεις που ανεβάζουν το ποσοστό αυτό στο 80 έως 85% όλων των περιπτώσεων καρκίνου του πνεύμονα. Στον ΜΜΚΠ τα κύτταρα που σχηματίζουν τον όγκο, δεν φαίνονται μικρά κάτω από το μικροσκόπιο, σε αντίθεση με τον άλλο λιγότερο κοινό τύπο καρκίνου του πνεύμονα που ονομάζεται Μικροκυτταρικός Καρκίνος του Πνεύμονα (ΜΚΠ), ο οποίος χαρακτηρίζεται από το μικρό μέγεθος των κυττάρων από τα οποία αποτελείται.
Υπάρχουν τρεις κύριοι υπό-τύποι του ΜΜΚΠ, που είναι οι ακόλουθοι: (I) το Πλακώδες καρκίνωμα (25% των καρκίνων του πνεύμονα), (ΙΙ) το Αδενοκαρκίνωμα (40% των καρκίνων του πνεύμονα), και (ΙΙΙ) το Μεγαλοκυτταρικό καρκίνωμα (10% των καρκίνων του πνεύμονα). Υπάρχουν όμως και διάφοροι άλλοι, λιγότερο συχνοί υπό-τύποι ΜΜΚΠ. Πρόσθετοι τύποι περιλαμβάνουν το αδενοσκληρωτικό καρκίνωμα, τα σαρκωματοειδή καρκινώματα, καθώς και όγκους τύπου σιελογόνων αδένων, καρκινοειδείς όγκους και άλλα αταξινόμητα καρκινώματα. Τέλος θα πρέπει να σημειώσουμε ότι όλες οι μορφές ΜΜΚΠ μπορεί να εκδηλωθούν με διαφορετικές και μη «συνήθεις» ιστολογικές παραλλαγές.
Σημαντική παρατήρηση: αν και όλοι οι τύποι ΜΜΚΠ συνδέονται με το κάπνισμα, τα αδενοκαρκινώματα μπορεί να βρεθούν σε ασθενείς που δεν έχουν ποτέ τους καπνίσει τσιγάρο.
Κυτταρική και μοριακή ταξινόμηση του ΜΜΚΠ
Τύποι όγκων
Στο κείμενο που ακολουθεί παραθέτουμε μια συνοπτική παρουσίαση των τύπων των όγκων του ΜΜΚΠ, βάσει των ιστολογικών υποτύπων.
Πλαλώδες καρκίνωμα
Τα περισσότερα πλακώδη καρκινώματα του πνεύμονα εντοπίζονται κεντρικά, στους μεγαλύτερους βρόγχους του πνεύμονα. Τα πλακώδη καρκινώματα συνδέονται περισσότερο με το κάπνισμα απ’ ό,τι άλλες μορφές του ΜΜΚΠ. Σύμφωνα με το NIH, η συχνότητα εμφάνισης του πλακώδους καρκινώματος του πνεύμονα μειώνεται τα τελευταία χρόνια.
Αδενοκαρκίνωμα
Το αδενοκαρκίνωμα είναι πλέον ο πιο κοινός ιστολογικός υπότυπος σε πολλές χώρες και η υπο-ταξινόμηση του αδενοκαρκινώματος είναι σημαντική. Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα των αδενοκαρκινωμάτων του πνεύμονα είναι η συχνή ιστολογική ετερογένεια. Τα μίγματα ιστολογικών υποτύπων αδενοκαρκινώματος είναι πιο συχνά από ό,τι οι όγκοι που αποτελούνται αμιγώς από ένα μόνο πρότυπο κυψελιδικού, θηλώδους, βρογχιοκυψελιδικού και συμπαγούς αδενοκαρκινώματος με σχηματισμό βλεννογόνου.
Μεγαλοκυτταρικό καρκίνωμα
Εκτός από τη γενική κατηγορία του μεγαλοκυτταρικού καρκινώματος, σύμφωνα με την ταξινόμηση του ΠΟΥ/IASLC, αναγνωρίζονται και διάφορες μη συνήθεις παραλλαγές, συμπεριλαμβανομένων των ακόλουθων:
- Μεγαλοκυτταρικό νευροενδοκρινικό καρκίνωμα (LCNEC).
- Βασικοειδές καρκίνωμα (Basaloid carcinoma).
- Λεμφοεπιθηλιόμορφο καρκίνωμα (Lymphoepithelioma-like carcinoma).
- Εκ διαυγών κυττάρων μεγαλοκυτταρικό καρκίνωμα (Clear cell carcinoma).
- Μεγαλοκυτταρικό καρκίνωμα με ραβδοειδή φαινότυπο (Large cell carcinoma with rhabdoid phenotype).
Νευροενδοκρινείς όγκοι
Το LCNEC αναγνωρίζεται ως ιστολογικά υψηλού βαθμού μη μικροκυτταρικό καρκίνωμα. Έχει πολύ κακή πρόγνωση παρόμοια με εκείνη του μικροκυτταρικού καρκίνου του πνεύμονα (ΜΚΠ). Το άτυπο καρκινοειδές αναγνωρίζεται ως ενδιάμεσου βαθμού νευροενδοκρινής όγκος με πρόγνωση που κυμαίνεται μεταξύ του τυπικού καρκινοειδούς και των υψηλού βαθμού SCLC και LCNEC.
Σαρκωματοειδή καρκινώματα
Πρόκειται για μια ομάδα σπάνιων όγκων. Τα καρκινώματα εξ ατρακτοειδών κυττάρων και τα γιγαντοκυτταρικά καρκινώματα αποτελούν μόνο το 0,4% όλων των κακοηθειών του πνεύμονα και τα καρκινοσαρκώματα αποτελούν μόνο το 0,1% όλων των κακοηθειών του πνεύμονα. Επιπλέον, αυτή η ομάδα όγκων αντανακλά μια συνέχεια στην ιστολογική ετερογένεια, καθώς και στην επιθηλιακή και μεσεγχυματική διαφοροποίηση.
Μοριακά χαρακτηριστικά
Ο εντοπισμός μεταλλάξεων στον καρκίνο του πνεύμονα έχει οδηγήσει στην ανάπτυξη μοριακά στοχεύουσας θεραπείας για τη βελτίωση της επιβίωσης υποομάδων ασθενών με μεταστατική νόσο. Ειδικότερα, υποομάδες αδενοκαρκινώματος μπορούν πλέον να καθοριστούν από συγκεκριμένες μεταλλάξεις σε γονίδια που κωδικοποιούν συστατικά του υποδοχέα του επιδερμικού αυξητικού παράγοντα (EGFR) και των μεταγενέστερων σταδίων σηματοδότησης των ενεργοποιημένων με ενεργοποιούμενων από μιτογόνα σήματα πρωτεϊνικών κινασών (MAPK) και των φωσφατιδυλινοσιτολο-3-κινασών (PI3K). Αυτές οι μεταλλάξεις μπορούν να καθορίσουν μηχανισμούς ευαισθησίας στα φάρμακα και πρωτογενή ή επίκτητη αντοχή στους αναστολείς κινάσης. Οι γονιδιωματικές αλλοιώσεις που μπορούν να στοχευθούν με εγκεκριμένες θεραπείες ή για τις οποίες αναπτύσσονται θεραπείες συμπεριλαμβάνουν τις ακόλουθες:
- EGFR
- ALK
- BRAF
- ROS1
- RET
- NTRK1, NTRK2,
- NTRK3
- MET
- KRAS
- HER2
Οι μεταλλάξεις EGFR και ALK κυριαρχούν στα αδενοκαρκινώματα που αναπτύσσονται σε μη καπνιστές, ενώ οι μεταλλάξεις KRAS και BRAF είναι συχνότερες σε καπνιστές ή πρώην καπνιστές. Οι μεταλλάξεις του EGFR προβλέπουν σε μεγάλο βαθμό τη βελτίωση του ποσοστού ανταπόκρισης και της επιβίωσης, χωρίς εξέλιξη της νόσου, των ασθενών που λαμβάνουν αναστολείς του EGFR.
Οι συγχωνεύσεις της ALK με τα γονίδια EML4 σχηματίζουν προϊόντα μετατόπισης που εμφανίζονται σε ποσοστά από 3% έως 7% σε μη επιλεγμένο ΜΜΚΠ και ανταποκρίνονται στη φαρμακολογική αναστολή της ALK με παράγοντες όπως το crizotinib. Έχουν επίσης αναφερθεί ευαισθητοποιητικές συγχωνεύσεις της ALK με άλλα γονίδια.
Νέες θεραπευτικές προσεγγίσεις στην αντιμετώπιση του καρκίνου του πνεύμονα
Οι θεραπευτικές επιλογές για τον καρκίνο του πνεύμονα περιλαμβάνουν χειρουργείο, ακτινοβολία, χημειοθεραπεία, στοχεύουσα θεραπεία, ανοσοθεραπεία και συνδυασμό όλων των προηγούμενων θεραπευτικών προσεγγίσεων. Με την έλευση της γονιδιωματικής ιατρικής, η ογκολογία ακριβείας συνέβαλε στη βελτίωση των αποτελεσμάτων της θεραπείας και της ποιότητας ζωής σε σύγκριση με την παραδοσιακή χημειοθεραπεία. Η πρόοδος στη γνώση των σηματοδοτικών μονοπατιών (pathways), οι τεχνολογίες για την ανίχνευση ενεργών γενετικών αλλοιώσεων και τα προσφάτως αναπτυγμένα φάρμακα που εμποδίζουν τις δραστηριότητες των σηματοδοτικών μονοπατιών, τα τελευταία χρόνια επέτρεψαν στους γιατρούς να προσαρμόσουν τις θεραπευτικές επιλογές. Διάφορες στοχεύσιμες σημαντικές οδοί έχουν αναγνωριστεί στο αδενοκαρκίνωμα του πνεύμονα, όπως εκείνη του EGFR, του PI3K/AKT/mTOR, της RAS – MAPK και του NTRK/ROS1. Πολλά φάρμακα που στοχεύουν σε αυτές τις οδούς έχουν αναπτυχθεί και έχουν δείξει σημαντικά κλινικά οφέλη.
Οι ερευνητές συνεχίζουν φυσικά να δίνουν τη μάχη για νέες θεραπευτικές εναλλακτικές που αφορούν όλα τα στάδια του καρκίνου του πνεύμονα. Στην τρέχουσα όμως συγκυρία, οι επιστήμονες έχουν στα χέρια τους ορισμένες ενθαρρυντικές θεραπευτικές επιλογές για τα προχωρημένα στάδια της νόσου, τις οποίες και σας παρουσιάζουμε ακολούθως.
Οι βασικές πηγές στις οποίες στηριχτήκαμε για να σας παρουσιάσουμε αυτές τις πληροφορίες είναι το NCI των ΗΠΑ και ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (EMA)
Η Ανοσοθεραπεία
Η ανοσοθεραπεία αποτελεί μία από τις βασικές θεραπευτικές επιλογές για τον καρκίνο του πνεύμονα σήμερα. Οι κλινικές μελέτες που βρίσκονται σε εξέλιξη ερευνούν νέες ανοσοθεραπείες που χρησιμοποιούνται μόνες τους ή σε συνδυασμό με χημειοθεραπεία, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τον καρκίνο του πνεύμονα.
Ένας αναστολέας ενός ανοσολογικού σημείου ελέγχου (immune checkpoint inhibitor) είναι ένα φάρμακο το οποίο μπλοκάρει τις πρωτεΐνες στα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος, επιτρέποντάς τους έτσι να πολεμήσουν ενάντια στον καρκίνο. Σήμερα, στη φαρέτρα των επιστημόνων που μάχονται τον καρκίνο υπάρχουν αναστολείς των ανοσολογικών σημείων ελέγχου που έχουν εγκριθεί πρόσφατα και ενδείκνυνται για τον καρκίνο του πνεύμονα. Τα φάρμακα αυτά στοχεύουν κυρίως τις πρωτεΐνες PD-L1 και PD-1 και χορηγούμενα σε ασθενείς με υψηλά επίπεδα PD-L1 πρωτεΐνης μπορεί να είναι περισσότερο αποτελεσματικά, σε σύγκριση με άλλες θεραπείες. Είναι όμως βέβαιο ότι περισσότερες μελέτες απαιτούνται γύρω από αυτή τη σημαντική κατηγορία αντικαρκινικών φαρμάκων.
Ένα κρίσιμο στοιχείο που αφορά τις ανοσοθεραπείες, αλλά και όλες τις σύγχρονες θεραπείες για την αντιμετώπιση του καρκίνου του πνεύμονα που θα αναφέρουμε παρακάτω, είναι ο εντοπισμός των ασθενών που θα μπορούσαν πραγματικά να ωφεληθούν από αυτές τις θεραπείες. Ένας δείκτης για την ανταπόκριση ανοσοθεραπείας είναι το μεταλλακτικό φορτίο του όγκου (tumor mutational burden) ή TMB, που είναι ο συνολικός αριθμός μεταλλάξεων στο DNA των καρκινικών κυττάρων. Στον καρκίνο του πνεύμονα, οι θετικές απαντήσεις σε αναστολείς σημείων ελέγχου έχουν συνδεθεί με υψηλό TMB σε ορισμένες δοκιμές.
Στον πίνακα 1, που ακολουθεί, παρουσιάζονται τα φάρμακα που ανήκουν στη συγκεκριμένη κατηγορία μαζί με τις ενδείξεις τους, έτσι όπως εγκρίθηκαν και παρουσιάζονται στην «Περίληψη Χαρακτηριστικών του Προϊόντος» από τον EMA.
Να σημειώσουμε ότι τα φάρμακα αυτά έχουν πάρει έγκριση μετά το 2014. Με την εμφάνιση αναστολέων ανοσολογικών σημείων ελέγχου, πολλοί ασθενείς με NSCLC ανταποκρίνονται σε αντισώματα όπως τα αντισώματα αντι-PD1 nivolumab και pembrolizumab. Μπορούμε να πούμε λοιπόν, ότι η ανοσοθεραπεία έχει αλλάξει το τοπίο θεραπείας για ασθενείς με καρκίνο του πνεύμονα και όχι μόνο.
Πίνακας 1: φάρμακα ανοσοθεραπείας
ΣτοχευΟΥΣΕΣ θεραπείες (Targeted Therapies)
Οι στοχεύουσες θεραπείες εντοπίζουν και επιτίθενται σε συγκεκριμένους τύπους καρκινικών κυττάρων. Τα τελευταία χρόνια, αρκετές στοχεύουσες θεραπείες είναι διαθέσιμες για την αντιμετώπιση του προχωρημένου καρκίνου του πνεύμονα και αρκετές άλλες βρίσκονται στο στάδιο της ανάπτυξης.
Δεδομένου ότι η στοχεύουσα θεραπεία είχε αναπτυχθεί καλά, η χημειοθεραπεία δεν ήταν πλέον η πιο σημαντική θεραπεία για προχωρημένους και μεταστατικούς ασθενείς με ΜΜΚΠ. Εν τω μεταξύ, η χημειοθεραπεία δεν μπορεί να «διακρίνει» τα κύτταρα του όγκου και τα φυσιολογικά κύτταρα, με αποτέλεσμα οι ανεπιθύμητες ενέργειες που σχετίζονται με τη θεραπεία να είναι δραματικά σημαντικότερες και κατά συνέπεια να φοβίζουν τους ασθενείς. Οι μοριακά στοχεύουσες θεραπείες με λιγότερες ανεπιθύμητες ενέργειες έχουν παρατεταμένο έλεγχο της νόσου και τελικά βελτίωσαν τα αποτελέσματα μακροπρόθεσμης επιβίωσης σε ασθενείς με ΜΜΚΠ. Στη συνέχεια παρουσιάζουμε ορισμένες από τις νεότερες θεραπείες στην ευρύτερη αυτή κατηγορία.
ALK Inhibitors
Όλοι οι αναστολείς ALK στοχεύουν όλους τους ενήλικες ασθενείς με θετικό στην κινάση του αναπλαστικού λεμφώματος (ALK) ΜΜΚΠ. Στα ήδη εγκεκριμένα φάρμακα που ανήκουν σε αυτή την κατηγορία, όπως είναι το ceritinib και το crizotinib, προστέθηκαν και μια σειρά από νέα φάρμακα που ανήκουν στη συγκεκριμένη κατηγορία. Αυτά τα προσφάτως εγκεκριμένα φάρμακα θεωρούνται βελτιώσεις σε σύγκριση με τα προηγούμενα της κατηγορίας όσον αφορά την αυξημένη ικανότητα τους να διασχίζουν τον αιματο-εγκεφαλικό φραγμό. Αυτή η πρόοδος θεωρείται σημαντική, γιατί σε ασθενείς με ALK-θετικό ΜΜΚΠ, η επιδείνωση της πορείας της νόσου και οι μεταστάσεις που την συνοδεύουν τείνουν να εμφανίζονται στον εγκέφαλο.
Στην κλινική πράξη και σε ασθενείς με ALK-θετικό ΜΜΚΠ, οι αναστολείς της ALK προτιμώνται, σε σύγκριση με τις μη στοχεύουσες θεραπείες, λόγω της αποτελεσματικότητάς τους και του ευνοϊκού προφίλ ασφάλειας. Ωστόσο, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι μπορεί να αναπτυχθεί αντίσταση σε γενετικό επίπεδο. Ένας εναλλακτικός αναστολέας θεωρείται τυπικά κατά την εξέλιξη σε ένα προηγούμενο ALKi εάν αποδείχθηκε ότι υπερνικά την αντίσταση σε αυτόν τον πληθυσμό. Συμπερασματικά, μια σχετικά πολύπλοκη ακολουθία αναστολέων ALK μπορεί να χορηγηθεί σε ασθενείς με ALK-θετικούς ΜΜΚΠ που αναπτύσσουν αντίσταση στα φάρμακα αυτά.
Στον πίνακα 2, που ακολουθεί, παρουσιάζονται τα φάρμακα που ανήκουν στη συγκεκριμένη κατηγορία μαζί με τις ενδείξεις τους, έτσι όπως εγκρίθηκαν και παρουσιάζονται στην «Περίληψη Χαρακτηριστικών του Προϊόντος» από τον EMA.
Πίνακας 2: Αναστολείς της ALK
Αναστολείς του υποδοχέα του επιδερμικού αυξητικού παράγοντα (EGFR)
Οι αναστολείς του υποδοχέα του επιδερμικού αυξητικού παράγοντα (EGFR) εμποδίζουν τη δραστηριότητα της πρωτεΐνης του υποδοχέα του επιδερμικού αυξητικού παράγοντα (EGFR). Η EGFR μπορεί να βρεθεί σε αυξημένα επίπεδα, σε σύγκριση με το κανονικό στα καρκινικά κύτταρα, διευκολύνοντάς τα να αυξηθούν και να πολλαπλασιαστούν. Όπως σημειώνεται και στην περίληψη των χαρακτηριστικών του προϊόντος, κατά την αξιολόγηση της κατάστασης του EGFR γονιδίου όσον αφορά την ύπαρξη ή όχι μεταλλάξεων σε έναν ασθενή, είναι σημαντικό να επιλέγεται μια καλά τεκμηριωμένη και αξιόπιστη μεθοδολογία, ώστε να αποφευχθούν ψευδώς αρνητικοί ή ψευδώς θετικοί προσδιορισμοί.
Στον πίνακα 3 που ακολουθεί παραθέτουμε τα νεότερα φάρμακα που απευθύνονται σε ασθενείς με μεταλλάξεις που ενεργοποιούν τον υποδοχέα του επιδερμικού αυξητικού παράγοντα (epidermal growth factor receptor, EGFR).
Πίνακας 3, Αναστολείς του υποδοχέα του επιδερμικού αυξητικού παράγοντα (EGFR)
ROS1 Αναστολείς
Οι πρωτεΐνες σύντηξης που περιλαμβάνουν περιοχές κινάσης των TRK, ROS1 ή ALK επάγουν τη δυνατότητα ογκογένεσης μέσω της αυξημένης ενεργοποίησης ακόλουθων μονοπατιών σηματοδότησης, που οδηγούν στον ανεξέλεγκτο πολλαπλασιασμό των κυττάρων. Το γονίδιο ROS1 συνθέτει την πρωτεΐνη ROS1, η οποία εμπλέκεται στην κυτταρική σηματοδότηση και πολλαπλασιασμό των κυττάρων. Ένα μικρό ποσοστό των ασθενών με ΜΜΚΠ έχουν αλλοιωμένες μορφές του γονιδίου ROS1. Το crizotinib και το entrectinib είναι ήδη εγκεκριμένα φάρμακα που απευθύνονται στους ασθενείς που παρουσιάζουν αυτές τις μεταλλάξεις.
Πίνακας 4: ROS1 Αναστολείς
Αναστολείς BRAF
Το γονίδιο BRAF παράγει την πρωτεΐνη B-Raf, η οποία εμπλέκεται στη σηματοδότηση των κυττάρων και στον πολλαπλασιασμό τους. Αυτό το γονίδιο μπορεί να έχει μεταλλαχτεί σε ορισμένους ασθενείς με ΜΜΚΠ, μετάλλαξη που μπορεί να προκαλέσει τον πολλαπλασιασμό και τη διάχυση των καρκινικών κυττάρων. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στον ΕΜΑ, οι ογκογόνες μεταλλάξεις στο BRAF οδηγούν σε ιδιοσυστασιακή ενεργοποίηση του μονοπατιού RAS/RAF/MEK/ERK. Μεταλλάξεις BRAF έχουν διαπιστωθεί σε υψηλή συχνότητα σε συγκεκριμένους τύπους καρκίνου, συμπεριλαμβανομένου περίπου του 50% του μελανώματος. Η μετάλλαξη του BRAF που έχει παρατηρηθεί συχνότερα είναι η V600E, που αποτελεί περίπου το 90% των μεταλλάξεων BRAF που παρατηρούνται στο μελάνωμα.
Στον πίνακα 5, που ακολουθεί, παρουσιάζονται τα φάρμακα που ανήκουν στη συγκεκριμένη κατηγορία μαζί με τις ενδείξεις τους, έτσι όπως εγκρίθηκαν και παρουσιάζονται στην «Περίληψη Χαρακτηριστικών του Προϊόντος» από τον EMA.
Πίνακας 5: Αναστολείς BRAF
Άλλοι αναστολείς
Σε ορισμένους ΜΜΚΠ παρατηρούνται μεταλλάξεις στα γονίδια NRTK-1 και NRTK-2 που θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν με στοχεύουσα θεραπεία και συγκεκριμένα με Larotrectinib. Σε καρκίνους που παρουσιάζουν μεταλλάξεις στο γονίδιο MET, υπάρχει η δυνατότητα χορήγησης άλλων στοχευουσών θεραπειών όπως το tepotinib ή το capmatinib. Μεταλλάξεις στο γονίδιο RET μπορεί να αντιμετωπιστούν με Selpercatinib. Άλλοι αναστολείς που στοχεύουν σε μεταλλάξεις άλλων γονιδίων τα οποία δρουν ως οδηγοί ογκογένεσης, βρίσκονται στην φάση των κλινικών δοκιμών. Στον πίνακα 6 που ακολουθεί παρουσιάζονται πληροφορίες σχετικά με τα φάρμακα που ανήκουν σε αυτή την κατηγορία.
Πίνακας 6: Άλλοι αναστολείς
Συμπεράσματα
Συνοψίζοντας, οι στοχεύουσες θεραπείες και οι ανοσοθεραπείες άλλαξαν τη θεραπεία του ΜΜΚΠ. Έχει γίνει μεγάλη πρόοδος στη διάγνωση του καρκίνου του πνεύμονα χρησιμοποιώντας μοριακές και ανοσολογικές μεθόδους και θεωρίες. Εκτός από τον υποδοχέα επιδερμικού αυξητικού παράγοντα (EGFR), συνεχώς ανιχνεύονται νέοι μοριακοί στόχοι, όπως microRNA, HER3 και αναστολείς σημείων ελέγχου του ανοσοποιητικού, προκαλώντας την ανάπτυξη νέων θεραπειών. Πολλές κλινικές δοκιμές για τους παράγοντες στοχεύουσας θεραπείας και ανοσοθεραπείας συνεχίζονται και έχουν δείξει πολλά υποσχόμενα και συναρπαστικά αποτελέσματα μέχρι σήμερα.
Αυτές οι δοκιμές θα βοηθήσουν στον καθορισμό του ρόλου της στοχεύουσας θεραπείας στη θεραπεία του καρκίνου του πνεύμονα, συμπεριλαμβανομένου του ρόλου των ανοσοθεραπειών, των συνδυασμένων ανοσοθεραπειών και των συνδυασμών στοχευουσών θεραπειών με ανοσοθεραπείες, καθώς και στον ιδανικό χρόνο κατά τον οποίον θα πρέπει να χρησιμοποιούνται αυτές οι θεραπείες, αλλά και για το εάν πρέπει να χρησιμοποιούνται σε πρώιμο στάδιο έναντι όψιμου σταδίου. Η στοχεύουσα θεραπεία μπορεί τελικά να αλλάξει το μοντέλο θεραπείας για τον καρκίνο του πνεύμονα, παρέχοντας ελπίδα σε ασθενείς με περιορισμένες θεραπευτικές επιλογές. Η αναζήτηση προγνωστικών παραγόντων ανταπόκρισης σε στοχεύοντα φάρμακα παραμένει ένα σημαντικό ζήτημα κλινικής έρευνας. Μελλοντικές συνδυαστικές θεραπείες (είτε στοχεύουσες θεραπείες είτε ανοσοθεραπείες) και μια καλύτερη κατανόηση των μοριακών βιοδεικτών θα μπορούσε να οδηγήσει στην απόλυτη θεραπευτική επιλογή.