Η μεγάλη συζήτηση που έχει ανοίξει τις τελευταίες εβδομάδες με αφορμή τις επιχειρούμενες μεταρρυθμίσεις στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας αλλά και στη μορφή λειτουργίας των νοσοκομείων του ΕΣΥ, δίνει μια μεγάλη ευκαιρία να επανεξετάσουμε το αίτημα για ένα πλήρες και ολοκληρωμένο σύστημα υγειονομικής περίθαλψης, με διαδικασίες για οριζόντιες και κάθετες συνδέσεις και συντονισμό μεταξύ των διαφόρων επιπέδων φροντίδας (πρωτοβάθμιας, δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας) και με την ανάπτυξη πολυεπιστημονικής συνεργασίας.

Είναι λυπηρό το γεγονός ότι η Ελλάδα, με το υψηλότερο κατά κεφαλήν ποσοστό αδειοδοτημένων υγειονομικών μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε. (6,2 ανά 1.000 άτομα πληθυσμού), έχει την τέταρτη χαμηλότερη θέση στην Ε.Ε. στο ποσοστό υγειονομικού προσωπικού που απασχολείται στα νοσοκομεία. Το πάγωμα των προσλήψεων έχει κλείσει πλέον δεκαετία, με εξαίρεση κάποιες εμβαλωματικές προσλήψεις που απλώς καλύπτουν, αλλά δεν λύνουν το πρόβλημα.

Οι Έλληνες γιατροί που εδρεύουν στο νοσοκομείο εργάζονται καθημερινά υπό συνθήκες «έκτακτης ανάγκης», καθώς δεν υπάρχει έλεγχος στις ροές ασθενών, ειδικά στην περιφέρεια. Η έλλειψη βοηθητικού προσωπικού, ο μεγάλος αριθμός ασθενών (τα μεγαλύτερα νοσοκομεία της Αθήνας δέχονται περίπου 1.000 περιστατικά σε μία μόνο βάρδια 24 ωρών), η υπερβολική συμφόρηση στους θαλάμους, αποτελούν ένα «κανονικό» εργασιακό περιβάλλον για την Ελλάδα του 2022.

Όμως, κατά γενική ομολογία, η στρέβλωση αυτή του συστήματος δεν μπορεί να συνεχιστεί άλλο. Σήμερα είναι ανάγκη να καταβληθεί κάθε προσπάθεια για να διατηρηθεί όρθιο το σύστημα υγειονομικής περίθαλψης, με την ενίσχυση της κοινοτικής φροντίδας, με προσλήψεις στα νοσοκομεία και στα κέντρα υγείας, με μηχανισμό αυτόματης αναπλήρωσης των κενών συνταξιοδότησης και ειδικά κίνητρα στελέχωσης άγονων δομών και τμημάτων του ΕΣΥ. Υπάρχουν σχέδια, αρκεί να υπάρχει και η πολιτική βούληση.