Με επικεφαλής το Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ, μια διεθνής ομάδα ανέπτυξε ένα νέο είδος οστικού εμφυτεύματος που μειώνει την πιθανότητα μόλυνσης και, ως εκ τούτου, μειώνει σημαντικά και τα ποσοστά αποτυχίας των εμφυτευμάτων. Στην Αυστραλία, το ένα πέμπτο των συμβατικών αντικαταστάσεων ισχίου και γόνατος αποτυγχάνει ύστερα από δέκα χρόνια. Τα νέα οστικά εμφυτεύματα μειώνουν ταυτόχρονα τη φλεγμονή και αποτρέπουν τη δημιουργία βιοφίλμ (μικροοργανισμών), τα οποία ενδέχεται να οδηγήσουν σε λοιμώξεις και αποτυχία του εμφυτεύματος.
Το 2020, πραγματοποιήθηκαν στην Αυστραλία πάνω από 1,7 εκατομμύρια επεμβάσεις αντικατάστασης αρθρώσεων. Το μέσο ποσοστό αποτυχίας είναι 20% για τις αντικαταστάσεις ισχίου και γόνατος στα δέκα χρόνια. Αυτή η αποτυχία μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα ο ασθενής να βιώνει περιττό πόνο, καθώς και να πρέπει να υποβληθεί σε νέα χειρουργική επέμβαση, με σημαντικό κόστος για τον ίδιο, την οικογένειά του, καθώς και για το Εθνικό Σύστημα Υγείας κάθε χώρας.
Τα νέα οργανικά εμφυτεύματα που ανέπτυξε η ομάδα του Πανεπιστημίου του Σίδνεϊ εκτιμάται ότι θα μειώσουν το ποσοστό αποτυχίας των εμφυτευμάτων σε ποσοστό κάτω του 1%. Είναι εμπλουτισμένα με γάλλιο (ένα ασφαλές και άκρως αντιμικροβιακό χημικό στοιχείο), καθώς και με ντεφενσίνη, ένα φυσικό αντιμικροβιακό βιομόριο που απαντάται στο σώμα μας. Οι ερευνητές προσέθεσαν το γάλλιο και την αμφενσίνη στο πολυγαλακτικό οξύ (PLA), ένα ευρέως χρησιμοποιούμενο υλικό εμφυτευμάτων.
Το PLA είναι ένα βιοδιασπώμενο πλαστικό, που προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές όπως το άμυλο καλαμποκιού, η ταπιόκα ή το ζαχαροκάλαμο. Το γάλλιο μοιάζει με σίδηρο και μπορεί να εκμεταλλευτεί την ανάγκη των βακτηρίων για σίδηρο για να τα ξεγελάσει και να τα προσβάλει. Μόλις μπει μέσα στα βακτηριακά κύτταρα, το γάλλιο τα καταστρέφει.