Η δημόσια δαπάνη υγείας ως μέρος του προϋπολογισμού είναι ενδεικτική της ευρύτερης κοινωνικής πολιτικής μιας χώρας. Αρχικά λαμβάνουμε ως δεδομένο ότι κανένα κράτος δεν έχει καν πλησιάσει τον στόχο της καθολικής κάλυψης του πληθυσμού σε υπηρεσίες υγείας, χωρίς αυξημένη δημόσια δαπάνη, παρότι το ύψος της δημόσιας δαπάνης από μόνο του δεν είναι αρκετό, αλλά έχει σημασία και ο τρόπος με τον οποίο αυτό υπολογίζεται.

Για την Ελλάδα, οι αριθμοί είναι αμείλικτοι: Η δημόσια κατά κεφαλή δαπάνη Υγείας παραμένει δύο φορές χαμηλότερη από τον μέσο όρο των χωρών της ΕΕ. Το 35% των δαπανών για την υγεία προέρχεται από τα νοικοκυριά
με τη μορφή αμέσων ιδιωτικών πληρωμών, όταν ο αντίστοιχος μέσος όρος των χωρών της ΕΕ είναι 15,4%. Αυτό σημαίνει ότι όχι μόνο οι δαπάνες είναι συγκριτικά χαμηλές, αλλά και τα νοικοκυριά πληρώνουν αναλογικά πάρα
πολλά για υγεία από το εισόδημά τους.

Στον προϋπολογισμό 2024 το δημοσιονομικό αποτέλεσμα των νοσοκομείων και της ΠΦΥ εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί σε έλλειμμα ύψους 186 εκατ. ευρώ. Η εκτιμώμενη επιδείνωση του δημοσιονομικού αποτελέσματος οφείλεται κατά κύριο λόγο στην αναμενόμενη αύξηση των εξόδων κατά 268 εκατ. ευρώ η οποία αποδίδεται σε αύξηση δαπάνης μισθοδοσίας του επικουρικού προσωπικού που προσλήφθηκε για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης μετά την παράταση των σχετικών συμβάσεων μέχρι το τέλος του 2023, καθώς επίσης και στην αύξηση των δαπανών για αγορά αγαθών και υπηρεσιών, η οποία αποτυπώνει τόσο το αυξημένο επίπεδο των τιμών όσο και την επάνοδο των νοσοκομείων στη δραστηριότητα της προ πανδημίας περιόδου.